Dropdead

Dropdead (2020)

Armageddon (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 02/10/2020
Ο τρίτος full-length δίσκος των Dropdead, μπορεί να άργησε 22 χρόνια, είναι όμως όσο επίκαιρος και ουσιαστικός τον είχαμε ανάγκη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Αμερικανοί Dropdead είναι από αυτές τις μπάντες, που, αν και ταγμένα underground, διαθέτουν ένα ιδιαίτερο κύρος. Κάποιοι θα τους συμπεριελάμβαναν στη, με δόσεις αλήθειας, κατηγορία, «η αγαπημένη μπάντα της αγαπημένης σου μπάντας». Θαρρώ πως μια σύντομη αναδρομή είναι επιβεβλημένη, μιας και ο τρίτος ολοκληρωμένος δίσκος της μπάντας, πρώτος μετά το 1998 και εκ νέου τιτλοφορούμενος απλά Dropdead, είναι μια από τις πιο αναζωογονητικές κυκλοφορίες του χώρου της για φέτος.

Αρχής γενομένης από το 1991 στο Providence, οι Dropdead, που πήραν το όνομά τους από το "Drop Dead" (1984) των Siege, επιδίδονται σε φρενήρες πολιτικοποιημένο hardcore, ταγμένοι στην ανεξάρτητη υπόγεια σκηνή. Πέραν των δύο ολοκληρωμένα τους άλμπουμ, με το ντεμπούτο να κυκλοφορεί το 1993, η δισκογραφία τους περιλαμβάνει πλήθος splits, EPs και live albums. Επηρεασμένοι, εξίσου, από την ανερχόμενη στα τέλη των '80s grind/crust σκηνή, το βρετανικό anarcho-punk και το μανιακό ιαπωνικό hardcore, οι Dropdead κινούνται με περίσσεια άνεση μεταξύ του grind, του powerviolence (κυρίως) και όλων των ενδιάμεσων.

Προσωπικά τους γνώρισα μέσω του εξαιρετικού split με τους Totalitär (2002), οπότε ευελπιστώ πως το αντίστοιχο με τους Converge το 2011, ίσως τους σύστησε σε ένα πιο ευρύ κοινό. Σε κάθε περίπτωση, το 2019 η μπάντα ολοκλήρωσε τον νέο δίσκο, ο οποίος σε πλήρη εναρμονισμό με την ιστορία τους, περιλαμβάνει 23 τραγούδια σε 24 λεπτά, και το αποτέλεσμα κυκλοφορεί από την Armageddon, που την «τρέχει» ο κιθαρίστας, Ben Barnett. Μένοντας όσο πιο κοντά μπορούν στο D.I.Y. πνεύμα, η μπάντα έκρινε πως η εποχή είναι τέτοια που δεν μπορούν να σιγήσουν. Και έχουν απόλυτο δίκιο.

Ηχητικά, ο δίσκος παρουσιάζει αποκλίσεις σε σχέση με το παρελθόν τους. Απομακρυσμένοι από το grind ύφος του δεύτερου άλμπουμ, κινούνται σε πιο κλασικές hardcore φόρμες, ενσωματώνοντας ανά στιγμές την crust/powerviolence μαγιά του ντεμπούτου τους. Ο ήχος είναι ο καλύτερος δυνατός, κάτι που οφείλεται στους αξιότιμους Kurt Ballou και Zach Weeks για την παραγωγή, ενώ το mastering έγινε, που αλλού, στα Audiosiege Studios του Brad Boatright (From Ashes Rise). Στο ίδιο μήκος κύματος, αναμένονται τον επόμενο καιρό remastered επανεκδόσεις του υλικού τους. Τον διαυγή ήχο εγχόρδων και τυμπάνων, ακολουθούν κατά πόδας τα φωνητικά, στα οποία παρουσιάζεται και η μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Το "Dropdead (2020)", είναι ίσως η πρώτη τους κυκλοφορία όπου ο ακροατής μπορεί χωρίς δυσκολία να αντιληφθεί τους στίχους, εξαιτίας της εύηχης εκφοράς τους.

Η επιλογή αυτή, αιτιολογείται από τους ίδιους ως μια συνειδητή προσπάθεια να μεταδώσουν πιο άμεσα το μήνυμά τους. Η μπάντα βλέπει την άνοδο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας, της εκμετάλλευσης περιβάλλοντος και ζώων και τη γενικότερη κατάντια του κόσμου ως ένα τρομακτικό σημάδι και επιχειρεί να το κάνει να ηχήσει όσο πιο δυνατά μπορεί. Εδώ έγκειται και η όποια «επιτυχία» του νέου τους δίσκου. Είναι ειλικρινής, άμεσος, επίκαιρος και δεν μασάει τα λόγια του, δεν κρύβεται κάτω από κενές δηλώσεις ενότητας, είναι μια ηχητική σύγκρουση με όσα απεχθάνεται η μπάντα. Συνυπολογίζοντας και το γεγονός πως οι συνθέσεις στο μεγαλύτερο κομμάτι τους ηχούν αξιοπρεπέστατες και όσο δυναμικές τους αναλογεί, το αποτέλεσμα είναι, ευτυχές και ποιοτικό.

Κατά μήκος των 23 κομματιών που παρατίθενται, βρίσκονται αναμενόμενα καταιγιστικά μονόλεπτα, αλλά όχι μόνο. Δύσκολα θα περίμενε κανείς να συναντήσει ιδιαίτερη ποικιλομορφία, αλλά υφίστανται mid tempo περάσματα και εισαγωγές, ενώ η ρυθμική προσέγγιση στην εκφορά των ρεφραίν αρκετών κομματιών φέρνει στο φως το πιο παραδοσιακό hardcore ύφος της μπάντας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Torches" αφιερωμένο στη Heather Heyer, θύμα της επίθεσης στο Charlottesville, αλλά και το "Warfare State", με τον τίτλο να είναι σαφής ως προς το περιεχόμενο. Το τρίλεπτο "Book Of Hate", όντας η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση του δίσκου, επισφραγίζει την προαναφερθείσα ηχητική διαφοροποίηση, όντας μια από τις πιο μνημονικές στιγμές του δίσκου.

Στον αντίποδα, το "God Illusion" θυμίζει τις grind εποχές της μπάντας, όπως και το "The Black Mask" που αποτελεί φόρο τιμής στο Animal Liberation Front. Το "Flesh And Blood", κινείται πιο κοντά, χάρη και στα τύμπανά, σε κλασικό '90s crust του στυλ των Misery, με τα φωνητικά, ξανά, να επιτρέπουν στο κομμάτι να μείνει στη μνήμη, ειδικά με την εκφορά της τελευταίας συλλαβής κάθε στίχου. Η διαδοχή των κομματιών είναι αδιάκοπη και αλύπητη, με την μπάντα στο δεύτερο μισό του δίσκου να επιδίδεται σε ένα κρεσέντο powerviolence, το οποίο, περνώντας από κάθε θεματική δυνατή, κορυφώνεται σε μια απευθείας επίθεση στον Πρόεδρο των Η.Π.Α. με το υπέροχο "Hail To The Emperor", που συν τοις άλλοις, διαθέτει ένα εξαιρετικό μουσικό κορμό χάριν του μπάσου, στην, πιθανώς, πιο anarcho-punk στιγμή της μπάντας.

Οι Dropdead με τη δισκογραφική τους επιστροφή, σίγουρα έχουν απολέσει μέρος του θορύβου και βαναυσότητας που τους χαρακτήριζε. Δεν έχουν «μαλακώσει» όμως, ούτε έχουν «ωριμάσει» όπως πιθανώς να βιαζόταν κανείς να αποφανθεί με ελαφριά απαξίωση. Με την ηλικία και την εμπειρία να παίζουν εξίσου ρόλο, η σπίθα, παραμένει ζωντανή και μάλιστα, ακόμη και αν ο ήχος και το ύφος αποκλίνουν του αναμενόμενου, δεν στερούνται ουσίας. Οι Dropdead με τον τρίτο τους ομώνυμο δίσκο, είναι άλλου είδους κτήνος, αλλά παραμένουν αναγκαίοι. Είναι άγνωστο αν το μήνυμα θα φτάσει σε ένα πιο ευρύ κοινό, είναι όμως απολύτως σαφές πως, σε κάθε περίπτωση, παραμένει ξεκάθαρο και ανένδοτο.

Bandcamp

 

  • SHARE
  • TWEET