Dream Theater

Distance Over Time

Inside Out (2019)
Από τον Νίκο Καταπίδη, 12/02/2019
Ένα οργανικό, αυθόρμητο και καλοδουλεμένο άλμπουμ
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θυμάμαι να διαφωνώ σχεδόν με όλους τους γνωστούς μου, τρία χρόνια πριν, συζητώντας για το "The Astonishing". Σχόλια επί σχολίων, άλλοι το θεώρησαν φλύαρο, άλλοι βαρετό, άλλοι χλιαρό, και οι χαρακτηρισμοί δεν έχουν τελειωμό. Προσωπικά, ακόμη το θεωρώ ένα πολύ τολμηρό και γεμάτο ρίσκο βήμα για μια μπάντα που όσο και να μη θέλουμε να το αποδεχτούμε, οδεύει προς τη δύση της καριέρας της. Η έντονη κριτική πάντως δε φαίνεται να μην επηρέασε τους Dream Theater, που κλείνοντας την επετειακή περιοδεία για το "Images And Words" επέστρεψαν με έναν δίσκο αρκετά πιο ασφαλή, αλλά ταυτόχρονα πάλι διαφορετικό.

Θα έλεγε κανείς τί μπορούν πλέον να προσφέρουν οι Dream Theater το 2019 στον προοδευτικό ήχο, όταν το νέο αίμα της σκηνής τους έχει ξεπεράσει τεχνικά (κάτι που και οι ίδιοι παραδέχονται), αλλά και όταν ταυτόχρονα ο πειραματισμός με το "The Astonishing" αποδείχτηκε διχαστικός για μεγάλη μερίδα του κόσμου. Ωστόσο εγώ θα έλεγα αν πρέπει να περιμένουμε από μια μπάντα 30 (και βάλε) χρόνων να επανεφευρίσκει τον τροχό ξανά και ξανά. Αν αυτό το περιμένεις σαν ακροατής, τότε σίγουρα δε θα σε κερδίσει το "Distance Over Time".

Ακούγοντας ξανά και ξανά τον δίσκο, μια έννοια που έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου, είναι η ζωντάνια. Σε αυτό το άλμπουμ λοιπόν, νιώθω να υπάρχει μια ζωντάνια που έλειπε τα τελευταία χρόνια από τους Dream Theater. Υπάρχει ξανά η αίσθηση του τζαμαρίσματος και υπάρχουν riff που επίσης είχαν πάρει λίγο δεύτερο λόγο, ειδικά στο "The Astonishing". Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς, είναι μιας πιο ενεργής μπάντας, που αλληλεπιδρά και τροφοδοτείται από την ανταλλαγή των ιδεών. Και αυτό είναι που κάνει το δίσκο μια όμορφη συνολικά εμπειρία.

Ξεκινώντας από τα singles που έχουν κυκλοφορήσει, έχουμε το ψιλοκλασσικό "Untethered Angel" που έχει μερικά πολύ ωραία riff, το Metallic-ίζον "Fall Into The Light" με το μαγευτικό ακουστικό πέρασμα και το σαρωτικό τελείωμα, αλλά και το "Paralyzed", που μοιάζει σαν να ξέφυγε από το "Elements Of Persuasion" του James LaBrie, ένα κομμάτι που μάλιστα ξεφύτρωσε από ένα riff του Mike Mangini που δουλεύτηκε και έγινε ένα σύγχρονο, αμιγώς metal και ευθύ (για τα δεδομένα της μπάντας) κομμάτι. Προσωπικά βρίσκω περισσότερο ενδιαφέρον στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου, αρχής γενομένης με το πραγματικά υπέροχο “Barstool Warrior”, ένα τραγούδι γεμάτο μελωδίες και μια αισιόδοξη ατμόσφαιρα που γλυκοκοιτάει "Six Degrees" και "Images And Words".

Κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση σε αυτό το δίσκο, είναι πως τα κομμάτια παρά τη σχετικά μικρή τους διάρκεια, περιέχουν τόση πολλή μουσική, με ωραίες εναλλαγές και πολλές πραγματικά ενδιαφέρουσες ιδέες. Το "Room 137" είναι το στιχουργικό ντεμπούτο του Mike Mangini, ένα σκοτεινό τραγούδι με βαριές κιθάρες, αλλά και μια ιδιόμορφη αισθητική, με περάσματα που μοιάζουν όπως θα ήταν οι Beatles αν έπαιζαν metal. Πολύ περίεργο και διαφορετικό συνάμα κομμάτι.

Στο "S2N", ο σιωπηλός John Myung μας παίρνει από τα μούτρα με το μπάσο του που δίνει το ρυθμό, και οι υπόλοιποι ακολουθούν. Η αλήθεια είναι πως ο Myung με τον Mangini έχουν χτίσει ένα ιδιαίτερο δίδυμο, κάτι που δε συνέβαινε τόσο με τον Portnoy στη μπάντα που ακολουθούσε κυρίως τον Petrucci και την κιθάρα του. Στο "S2N" αυτό είναι εμφανές, με το rhythm section κάπου στη μέση να φτιάχνει μια σχεδόν χορευτική ατμόσφαιρα, και το shredding που τόσο έλειψε από κάποιους να ξεδιπλώνεται πάνω από αυτό το ρυθμικό χαλί. Το κλείσιμο με το αργό, βρώμικο riff που θυμίζει λίγο το τέλος του "The Dark Eternal Night" σίγουρα θα προκαλέσει μπόλικο headbanging ακόμη και στους πιο διστακτικούς.

Δεν μπορώ να μην εκθειάσω το "Αt Wit's End", το κορυφαίο για μένα τραγούδι όλου του άλμπουμ, που ξεκινάει με ένα φοβερό riff και τον Jordan να γεμίζει τόσο όμορφα το δίσκο με το πιάνο του. Πάνω στο ρυθμό του riff το κομμάτι μετασχηματίζεται, παίρνει μια σκοτεινή χροιά. H στιχουργική συνεισφορά του LaBrie σε ένα ακόμη κομμάτι, χωρίς να είναι κάτι συγκλονιστικό, δένει αρμονικά με το σκότος της μουσικής, αφού μιλά για το βιασμό και τα τραύματα που αφήνει σε ένα άτομο, ενώ και η ερμηνεία του είναι από τις καλύτερές του στο δίσκο. Κάπου στη μέση, οι ρυθμοί πέφτουν, με πιάνο και φωνή, ενώ το κλείσιμο έρχεται με μια πανέμορφη μελωδία από τον Petrucci, και ένα fadeout που παραδόξως επανέρχεται με έναν ήχο που μοιάζει μακρινός, σαν να προέρχεται από τη διαδικασία σύνθεσης του δίσκου. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, που ίσως ήθελε να αποτυπώσει τον αυθορμητισμό του δίσκου.

Η μπαλάντα "Οut Of Reach", δε θα εντυπωσιάσει, ωστόσο και πάλι είναι ένα καλοδουλεμένο κομμάτι με ωραίες μελωδίες, ιδιαίτερα στην κιθάρα. Φαίνεται σαν να είναι υποχρεωτικό να υπάρχει μια μπαλάντα σε κάθε δίσκο τους, ωστόσο κάθε άλλο παρά filler μπορεί να θεωρηθεί.

Το «κανονικό» κλείσιμο έρχεται με το "Pale Blue Dot", το οποίο με παραξένεψε αρχικά, και ακόμη μου φαίνεται περίεργο αλλά και ενδιαφέρον. Πάντα τα κομμάτια των Dream Theater που θέλουν τις πιο πολλές ακροάσεις είναι και αυτά με τη μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο, και φαίνεται πως κι εδώ έχουμε την ίδια περίπτωση. Μετά το ατμοσφαιρικό, απόκοσμο ξεκίνημα, έχουμε τον Mangini να δίνει το ρυθμό με το χαρακτηριστικό, ηλεκτροφόρο στυλ του, και ένα βομβαρδιστικό riff να ξεκινάει τον progressive οργασμό που θα ακολουθήσει. Οι ρυθμοί του τραγουδιού θυμίζουν imperial march από Star Wars, ενώ γενικά φαίνεται πως όλη η δομή έχει βασιστεί πάνω στα πλήκτρα και τα τύμπανα, με την κιθάρα να έχει μεν βασική παρουσία αλλά κυρίως ρυθμικό ρόλο. Δε λείπει το “άρρωστο” progressive πέρασμα προς το τέλος, πριν έρθει το κλείσιμο με το επικό lead του Petrucci και την εξωγήινη ατμόσφαιρα να επικρατεί.

Υπάρχει και ένα bonus track που θα βρίσκεται στη special edition του δίσκου, το οποίο είναι ίσως το πλέον διαφορετικό τραγούδι που έχει κάνει η μπάντα. Το "Viper King", είναι ένα σχεδόν hard rock τραγούδι, θυμίζοντας Van Halen, και μπορεί άνετα να παιχτεί στο αυτοκίνητο οδηγώντας στην εθνική. Groovy και αλήτικο, χαλιέται μόνο από τη φωνή του LaBrie που παραείναι απαλή (και πολύ επεξεργασμένη) για αυτό το στυλ.

Στα τεχνικά του δίσκου, θεωρώ πως σίγουρα έχουμε την καλύτερη παραγωγή στη μετα-Portnoy εποχή, με όγκο αλλά και χώρο για όλα τα όργανα, ένα φοβερό rhythm section που είναι πολύ δεμένο και χωρίς να έχει τάσεις επιδειξιομανίας δίνει γκάζι όπου πρέπει, κι όπου πρέπει μαζεύεται. O Rudess επίσης είναι πολύ μαζεμένος, βασιζόμενος σε λίγους (και καλούς) ήχους και όχι πολλά μπλιμπλίκια. Δυστυχώς, ο LaBrie λίγο λόγω ηλικίας λίγο λόγω επιλογών της παραγωγής με πολλά εφε μου φάνηκε λίγος σε αυτόν τον δίσκο, και σε σημεία ενοχλητικός, χωρίς όμως να χαλάει το σύνολο.

Είναι, λοιπόν, το "Distance Over Time" ένα άλμπουμ που αξίζει το χρόνο μας; Θα είχαμε ασχοληθεί αν δεν ήταν μια ακόμη δουλειά των Dream Theater; Μπορεί να συγκριθεί με τα μεγαθήρια του παρελθόντος; Το θέμα είναι αν μπορούμε να κρίνουμε τον δίσκο γι' αυτό που είναι, και αν το κάνουμε αυτό τότε έχουμε μια ακόμη πολύ καλή δουλειά από την μπάντα. Υπάρχουν μελωδίες, περίεργοι ρυθμοί, τρελά παιξίματα, όλα αυτά που έχουν καθιερώσει αυτήν την μπάντα. Αλλά κυρίως καλοδουλεμένα και ενδιαφέροντα τραγούδια, με τα "Barstool Warrior", "Αt Wit's End", "S2N" και "Pale Blue Dot" να φέρνουν στο μυαλό στιγμές από όλες τις φάσεις της μπάντας, όχι σαν κακέκτυπο, αλλά με μια αξιοζήλευτη φρεσκάδα. Το ότι εν έτει 2019 oι Dream Theater έχουν ακόμη κάτι να πουν και το λένε με ποιότητα, για μένα λέει πολλά.

  • SHARE
  • TWEET