Ο Χρήστος Καραδημήτρης είναι υπέρμαχος της φράσης του Νίτσε πως «χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Μέσα από το Rocking.gr διοχετεύει την ανάγκη επικοινωνίας για θέματα γύρω από τη μουσική, μιλώντας...
DragonForce
The Power Within
Electric Generation Recordings (2012)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 31/05/2012
Το φαινόμενο love/hate δουλεύει απόλυτα καλά για τους DragonForce, επιβεβαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι αδιάφορος. Και το μόνο σίγουρο είναι πως η ως σήμερα πορεία τους, μόνο αδιάφορο δεν άφησε τον κόσμο του metal.
Όταν εμφανίστηκαν, παρακολουθούσα ακόμα πολύ ενεργά την power metal σκηνή και μπορώ να πω πως ελάχιστοι ήταν αυτοί που κράτησαν μια μετριοπαθή στάση απέναντί τους. Συνήθως βρίσκεις κόσμο που λατρεύει τη μουσική τους και κόσμο που την απεχθάνεται, με την πλειονότητα των ακροατών στη χώρα μας να τείνει μάλλον προς τη δεύτερη κατηγορία, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες του κόσμου και ιδιαίτερα την Αγγλία, τις Η.Π.Α. και την, πάντα φίλα προσκείμενη στο μελωδικό metal, Ιαπωνία.
Είναι γεγονός πως το δημοφιλές παιχνίδι «Guitar Hero» συνέβαλε τα μέγιστα στο να μεγαλώσει το εμπορικό τους όνομα, όπως επίσης είναι γεγονός το ότι ως (έστω και θεωρητικά) αγγλική μπάντα, είχαν τον -δυνατό σε επιρροή- βρετανικό Τύπο με το μέρος τους. Παρόλο που το brand name τους είναι πλέον εδραιωμένο, το νέο τους άλμπουμ "The Power Within" είναι αρκετά κομβικό για τους ίδιους, καθώς πρόκειται για την πρώτη δουλειά μετά την αποχώρηση του τραγουδιστή ZP Theart, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην έως τώρα επιτυχία.
Όμως, ο αντικαταστάτης του Marc Hudson μπαίνει ζεστός και κάνει την μετάβαση να φαίνεται πολύ ομαλή, δικαιώνοντας όσους έλεγαν τα καλύτερα για τις επιδόσεις της φωνής του, βάσει των ζωντανών εμφανίσεων που προηγήθηκαν με αυτόν στο μικρόφωνο. Χωρίς να έχει κάτι το ξεχωριστό, στέκεται με άνεση και να ανταπεξέρχεται στον ρόλο που πρέπει να έχει στο συγκρότημα. Εν τέλει, ίσως είναι και δικό του επίτευγμα, το ότι η απουσία του ZP φαίνεται ανεπαίσθητη στο νέο άλμπουμ.
Από την άλλη, δεν νομίζω να είχε κανείς απαιτήσεις ή ψευδαισθήσεις ότι οι DragonForce θα άλλαζαν κάτι δραματικά, όσον αφορά τη μουσική κατεύθυνση. Σίγουρα, οι πιο φανατικοί οπαδοί θα βρουν διαφορές εδώ κι εκεί, αλλά για τον μέσο οπαδό το υπερβολικά γρήγορο και υπερβολικά τεχνικό (κιθαριστικά τουλάχιστον) power metal τους ακούγεται λίγο ως πολύ ίδιο. Παιγμένο στην εντέλεια μεν, αλλά περισσότερο ομοιόμορφο από όσο θα έπρεπε δε, νομίζω πως θα αλλάξει την άποψη που είχε διαμορφώσει κάποιος μέχρι σήμερα για την μπάντα. Εν έτη 2012, σε μένα τουλάχιστον, το "The Power Within" δεν μπορεί να κάνει την εντύπωση που προκάλεσε το "Sonic Firestorm" όταν είχε πρωτοβγεί και αφήνει μια παρόμοια γεύση με αυτή που μου άφησαν τόσο το "Inhuman Rampage", όσο και το "Ultra Beatdown". Πως πρόκειται, δηλαδή, για μια μπάντα που, ενώ έχει τεράστιες δυνατότητες, πηγαίνοντας για τα πολλά χάνει και τα λίγα, αδικώντας τον εαυτό της.
Για μια ακόμη φορά, υπάρχουν εκπληκτικά σημεία που αποδεικνύουν ότι οι Herman Li και Sam Totman είναι σπάνια ταλέντα, καθώς τα σόλο τους είναι εντυπωσιακά, αλλά το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς. Οι συνεχείς υψηλές ταχύτητες αφαιρούν την ουσία από κάποια τραγούδια και αυτό επιβεβαιώνεται σε συνθέσεις όπως το "Cry Thunder" ή το "Seasons" που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, ακριβώς γιατί αφήνουν έστω και λίγο τις συνθέσεις να αναπνεύσουν και συνεπώς τις μελωδίες να αποτυπωθούν πιο εύκολα.
Από εκεί και πέρα, τα "Last Man Stands" και "Give Me The Night" ανήκουν επίσης στις συνθέσεις που έχουν κάτι να πουν, ενώ τα "Holding On" και "Fallen Ground" που ανοίγουν το άλμπουμ είναι τυπικές συνθέσεις της μπάντας με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό για τον κάθε ακροατή. Το δεύτερο μάλιστα είναι το πιο γρήγορο τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει ποτέ, όπως υποστηρίζει η ίδια η μπάντα κι αν αυτό λέει κάτι. Τα εννέα τραγούδια που περιλαμβάνονται στην κανονική έκδοση του CD (συν μια ακουστική εκδοχή του "Seasons") αποτρέπουν την μεγάλη διάρκεια και βοηθούν έτσι την ακρόαση του άλμπουμ, χωρίς να κουράζει ιδιαίτερα.
Για να το συνοψίσουμε κάπως, στο "The Power Within" οι οπαδοί θα βρουν αυτά που θέλουν για να ικανοποιηθούν, οι haters θα βρουν πατήματα να συνεχίσουν να τους κράζουν και όσοι στέκονται ενδιάμεσα θα εισπράξουν έναν ακόμα αξιοπρεπή και καλοδουλεμένο δίσκο, στα standards της ποιότητας των DragonForce. Θέλω να πιστεύω πως όταν με το καλό αποφασίσουν να πάνε αλλού τη μουσική τους, θα εκπλήξουν πολύ περισσότερο κόσμο. Μέχρι τότε, θα συνεχίζουν να παίζουν με τα νεύρα των παικτών του «Guitar Hero»...
Όταν εμφανίστηκαν, παρακολουθούσα ακόμα πολύ ενεργά την power metal σκηνή και μπορώ να πω πως ελάχιστοι ήταν αυτοί που κράτησαν μια μετριοπαθή στάση απέναντί τους. Συνήθως βρίσκεις κόσμο που λατρεύει τη μουσική τους και κόσμο που την απεχθάνεται, με την πλειονότητα των ακροατών στη χώρα μας να τείνει μάλλον προς τη δεύτερη κατηγορία, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες του κόσμου και ιδιαίτερα την Αγγλία, τις Η.Π.Α. και την, πάντα φίλα προσκείμενη στο μελωδικό metal, Ιαπωνία.
Είναι γεγονός πως το δημοφιλές παιχνίδι «Guitar Hero» συνέβαλε τα μέγιστα στο να μεγαλώσει το εμπορικό τους όνομα, όπως επίσης είναι γεγονός το ότι ως (έστω και θεωρητικά) αγγλική μπάντα, είχαν τον -δυνατό σε επιρροή- βρετανικό Τύπο με το μέρος τους. Παρόλο που το brand name τους είναι πλέον εδραιωμένο, το νέο τους άλμπουμ "The Power Within" είναι αρκετά κομβικό για τους ίδιους, καθώς πρόκειται για την πρώτη δουλειά μετά την αποχώρηση του τραγουδιστή ZP Theart, ο οποίος είχε σημαντική συμβολή στην έως τώρα επιτυχία.
Όμως, ο αντικαταστάτης του Marc Hudson μπαίνει ζεστός και κάνει την μετάβαση να φαίνεται πολύ ομαλή, δικαιώνοντας όσους έλεγαν τα καλύτερα για τις επιδόσεις της φωνής του, βάσει των ζωντανών εμφανίσεων που προηγήθηκαν με αυτόν στο μικρόφωνο. Χωρίς να έχει κάτι το ξεχωριστό, στέκεται με άνεση και να ανταπεξέρχεται στον ρόλο που πρέπει να έχει στο συγκρότημα. Εν τέλει, ίσως είναι και δικό του επίτευγμα, το ότι η απουσία του ZP φαίνεται ανεπαίσθητη στο νέο άλμπουμ.
Από την άλλη, δεν νομίζω να είχε κανείς απαιτήσεις ή ψευδαισθήσεις ότι οι DragonForce θα άλλαζαν κάτι δραματικά, όσον αφορά τη μουσική κατεύθυνση. Σίγουρα, οι πιο φανατικοί οπαδοί θα βρουν διαφορές εδώ κι εκεί, αλλά για τον μέσο οπαδό το υπερβολικά γρήγορο και υπερβολικά τεχνικό (κιθαριστικά τουλάχιστον) power metal τους ακούγεται λίγο ως πολύ ίδιο. Παιγμένο στην εντέλεια μεν, αλλά περισσότερο ομοιόμορφο από όσο θα έπρεπε δε, νομίζω πως θα αλλάξει την άποψη που είχε διαμορφώσει κάποιος μέχρι σήμερα για την μπάντα. Εν έτη 2012, σε μένα τουλάχιστον, το "The Power Within" δεν μπορεί να κάνει την εντύπωση που προκάλεσε το "Sonic Firestorm" όταν είχε πρωτοβγεί και αφήνει μια παρόμοια γεύση με αυτή που μου άφησαν τόσο το "Inhuman Rampage", όσο και το "Ultra Beatdown". Πως πρόκειται, δηλαδή, για μια μπάντα που, ενώ έχει τεράστιες δυνατότητες, πηγαίνοντας για τα πολλά χάνει και τα λίγα, αδικώντας τον εαυτό της.
Για μια ακόμη φορά, υπάρχουν εκπληκτικά σημεία που αποδεικνύουν ότι οι Herman Li και Sam Totman είναι σπάνια ταλέντα, καθώς τα σόλο τους είναι εντυπωσιακά, αλλά το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς. Οι συνεχείς υψηλές ταχύτητες αφαιρούν την ουσία από κάποια τραγούδια και αυτό επιβεβαιώνεται σε συνθέσεις όπως το "Cry Thunder" ή το "Seasons" που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν, ακριβώς γιατί αφήνουν έστω και λίγο τις συνθέσεις να αναπνεύσουν και συνεπώς τις μελωδίες να αποτυπωθούν πιο εύκολα.
Από εκεί και πέρα, τα "Last Man Stands" και "Give Me The Night" ανήκουν επίσης στις συνθέσεις που έχουν κάτι να πουν, ενώ τα "Holding On" και "Fallen Ground" που ανοίγουν το άλμπουμ είναι τυπικές συνθέσεις της μπάντας με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό για τον κάθε ακροατή. Το δεύτερο μάλιστα είναι το πιο γρήγορο τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει ποτέ, όπως υποστηρίζει η ίδια η μπάντα κι αν αυτό λέει κάτι. Τα εννέα τραγούδια που περιλαμβάνονται στην κανονική έκδοση του CD (συν μια ακουστική εκδοχή του "Seasons") αποτρέπουν την μεγάλη διάρκεια και βοηθούν έτσι την ακρόαση του άλμπουμ, χωρίς να κουράζει ιδιαίτερα.
Για να το συνοψίσουμε κάπως, στο "The Power Within" οι οπαδοί θα βρουν αυτά που θέλουν για να ικανοποιηθούν, οι haters θα βρουν πατήματα να συνεχίσουν να τους κράζουν και όσοι στέκονται ενδιάμεσα θα εισπράξουν έναν ακόμα αξιοπρεπή και καλοδουλεμένο δίσκο, στα standards της ποιότητας των DragonForce. Θέλω να πιστεύω πως όταν με το καλό αποφασίσουν να πάνε αλλού τη μουσική τους, θα εκπλήξουν πολύ περισσότερο κόσμο. Μέχρι τότε, θα συνεχίζουν να παίζουν με τα νεύρα των παικτών του «Guitar Hero»...