Crippled Black Phoenix

Banefyre

Season Of Mist (2022)
Οι Crippled Black Phoenix φιλοτεχνούν μία εικόνα της εποχής τους, ώστε κανείς να μην μπορεί να πει πως δεν ήξερε
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ο Justin Greaves συνέλαβε τους Crippled Black Phoenix ως ένα μουσικό όχημα υπεράσπισης όσων δεν έχουν φωνή. Μία φωνή για τους άφωνους, όπως αναφέρουν στην ανακοίνωση της δισκογραφικής τους. Από τους σχεδόν verbatim μαρξιστικούς στίχους του "We've Forgotten Who We Are" (στο ανυπέρβλητο I, Vigilante του 2010), μέχρι την παράθεση αντιολοκληρωτικών απόψεων του Alan Watts στην εισαγωγή του προ τετραετίας "Great Escape", αλλά και με το φιλοζωικό μήνυμα που εντοπίζουμε διαχρονικά στην τέχνη τους (με το αποπνικτικό video του "Lost" να δείχνει την παραλληλία της απαξίωσης ανθρώπων και ζώων στον ύστερο καπιταλισμό [trigger warning: σκληρές εικόνες]), οι Crippled Black Phoenix επιχειρούν σταθερά να συνδέσουν την προσωπική υπαρξιακή κρίση του σύγχρονου - λευκού άνδρα κατά κύριο λόγο - καλλιτέχνη, της progressive rock και post rock σκηνής, με μείζονα κοινωνικοπολιτικά θέματα. Καταφέρνουν να τοποθετήσουν πλήρως την κριτική τους μέσα στο ιστορικό συγκείμενο; Κρίνοντας από τη διαρκή αναφορά σε μία ανθρώπινη φύση που φταίει για όλα (την μόνιμη και εύκολη επωδό που απολιτικοποιεί κάθε συζήτηση) θα λέγαμε πως μάλλον όχι, όμως αυτό δεν τους σταματάει από το να αναφέρονται με κάθε τους δίσκο στο τώρα, στο παρόν, με όλα τα μείζονα θέματα που το διαμορφώνουν.

Ο λόγος που μένουμε τόσο στα μηνύματα είναι επειδή οι ίδιοι φροντίζουν να γεμίζουν το έργο τους με πλούτο μη μουσικών σημείων που προσφέρονται για συζήτηση. Τα σύμβολα που χρησιμοποιούν μοιάζουν προσεκτικά τοποθετημένα ώστε να παραπέμπουν στο γενικότερο μήνυμα εναντίωσης και ανατροπής της καταπίεσης. Ήδη το εξώφυλλο που κοιτάζει στην ψυχή σου, σε κάνει μάρτυρα μίας απόκρυφης τελετής, και επιστρέφει την βία και τον φόβο που υφίστανται τα ζώα πίσω στους ανθρώπους/παρατηρητές. Η παλαιική απόδοση του bonfire στον τίτλο μας πηγαίνει στις απαρχές της νεωτερικότητας, στον 16ο αιώνα, όπου δεκάδες χιλιάδες γυναίκες κάηκαν στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας. The burning flames / Into a fire blaze / She's going up in flames τραγουδά η Belinda Kordic στο "Wyches and Basterdz", αφηγούμενη την ιστορία της μικρής μάγισσας Liza, στο πρώτο συμβατικό κομμάτι του δίσκου. Περισσότερο, όμως, απ' όλα, τον τόνο θέτει το "Intro - Incantation for the Different", που ξεκινάει με μία καταγγελία - έστω, μελοδραματική - της ταξικής βίας και του κοινωνικού κανιβαλισμού. Έτσι, το "Banefyre" μοιάζει με την προσπάθεια των CBP να μιλήσουν για το πώς μέσα στην ιστορία κατασκευάζεται η εικόνα του κτήνους, της ανάξιας ζωής του Άλλου, που πρέπει να εκμηδενίζεται.

Η συγχρονικότητα του δίσκου με την εποχή του διαφαίνεται και από το ότι φέρει μέσα του την πανδημική εμπειρία. Ένα από τα πράγματα που ακούσαμε κατά τη διάρκεια του πρώτου εγκλεισμού ήταν ότι λόγω της μειωμένης ανθρώπινης δραστηριότητας, η φύση επανακάμπτει, θεραπεύεται. See nature's wild come out to play / In the absence of man they are now unafraid λένε στο "Everything Is Beautiful But Us" με το ασταμάτητο άρπισμα της κιθάρας, και μοιάζει να φλερτάρουν με την μισανθρωπία, καθώς ο άνθρωπος προβάλλει σαν την άρνηση της ζωής, της ομορφιάς, της φύσης. Πολύ γρήγορα, όμως, ο μισανθρωπισμός γίνεται κατανοητός ως μίσος προς τους σύγχρονους όρους ζωής, με το "Bonefire" και το "Blackout77" να λένε μία ιστορία αφαίμαξης και εξέγερσης των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων. Ο δυναμισμός των δύο κομματιών, η σκοτεινιά τους, και το βαρύθυμο drumming που χτίζει την ένταση διαρκώς πριν κάποιο στρίγκλισμα της κιθάρας οδηγήσει στην κορύφωση, δίνουν έναν παλμό εξέγερσης, και σχεδόν βλέπουμε τις φιγούρες των αποκτηνωμένων ανθρώπων να καταλαμβάνουν την Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια του ιστορικού blackout του 1977.

Οι CBP υποστηρίζουν ότι γράφουν μπαλάντες για το τέλος του κόσμου, και πολλά από τα κομμάτια που βρίσκουμε εδώ παραπέμπουν σε αυτήν την δήλωση, κυρίως οι τέσσερις (!) συνθέσεις άνω των δέκα λεπτών. Το μυστηριακό "Rose of Jericho", που σε αγκαλιάζει με ένα σεντόνι από τρομπέτες, χορωδιακά φωνητικά, και κιθαριστικό tremolo, δίνει την αίσθηση πως βλέπεις την αρχαιότερη πόλη του κόσμου να αναδύεται πίσω από την σκόνη της ιστορίας, ενώ λεπτεπίλεπτα κιθαριστικά licks προσφέρουν αυτήν την post-rock ονειρικότητα και θολούρα. Hey there darkness, you're so bold / I'm stronger than you, but I think you know / Go away you have no claim to my soul ακούμε στο σπαραξικάρδιο "Down the Rabbit Hole", που αποτελεί και μία από τις πιο όμορφες συνθέσεις του άλμπουμ, κυρίως λόγω της εξαιρετικής ερμηνείας της Belinda Kordic. Αδελφό κομμάτι στη μάχη ενάντια στο σκοτάδι είναι το "I'm OK, Just Not Alright", που τα κάνει όλα σωστά, από τα χτισίματά του, ως τις κορυφώσεις του, αλλά κατά βάση με τη θεματική της ευτυχιοκρατίας σε μία κοινωνία διαρκούς ψυχικής εξάντλησης.

Τελευταίο στη σειρά ακριβώς λόγω ιδιαιτερότητας το δεκαπεντάλεπτο "The Scene Is A False Prophet", στο οποίο ο Joel Segerstedt - η τελευταία μεταγραφή στα φωνητικά - με εύθραυστη αποστασιοποίηση τραγουδάει στο πρώτο, αργόσυρτο μέρος στίχους που παραλλάζουν το "Sound of Silence" των Simon & Garfunkel (μία ανάμεσα σε διάφορες αναφορές στη ροκ ιστορία) και ακούγονται ως ένα θλιμμένο γράμμα στο punk rock. My love for you is so untrue, It dyed my life to black and blue εξομολογείται ο Segerstedt στην μεγαλειώδη κορύφωση της σύνθεσης, παραπέμποντας όχι μόνο σε επίπεδο στίχων, αλλά και σε επίπεδο θέματος στο "Hey Hey, My My" του Neil Young. Είναι οι προφητείες της ροκ σκηνής περί ανατροπής και αντίστασης ένα ψέμα; Υπάρχει κάτι από το μήνυμα της ροκ που χάθηκε στην πορεία της βιομηχανοποίησης της μουσικής; Ο τρόπος με τον οποίο προφέρονται με τέτοια ένταση οι τελευταίες λέξεις the scene, the prophet, the clown, the end μαζί με ένα πραγματικά εντυπωσιακό κιθαριστικό solo (ας πούμε εδώ επιτέλους τη λέξη «Gilmourικό») φαίνεται να κρύβουν μία φορτισμένη δήλωση, και αναδεικνύουν τη σύνθεση αυτή ως μία από τις κορυφές του δίσκου.

Η γενική συνταγή του "Banefyre" δεν δείχνει να διαφοροποιείται ουσιαστικά από τα προηγούμενα άλμπουμ τους, αν και βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πάνω από τις χρυσές μετριότητες που έβγαλαν τα τελευταία έτη - του "Ellengaest" εξαιρουμένου. Oι Crippled Black Phoenix έχουν βρει τον ήχο τους, και επιτρέπουν ελάχιστες - αν και καλοδεχούμενες - αποκλίσεις από αυτόν, όπως στο τελετουργικό "Ghostland", ή στο black ξέσπασμα του "No Regrets". Ίσως οι διαρκείς ανακατατάξεις μελών να προσέφεραν στον Greaves το απαραίτητο καλλιτεχνικό ταρακούνημα για να γράψει με περισσότερη ουσία και συγκέντρωση, και αναρωτιέται κανείς αν θα ωφελούνταν και από λίγο περισσότερο ψαλίδι στις διάρκειες, ώστε το τελικό σύνολο να ακούγεται πιο μεστό, και το ψαχνό των ιδεών να βγαίνει πιο σύντομα στην επιφάνεια. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως βρίσκονται σε μία φάση ανανέωσης, και μας προσφέρουν για δεύτερη συνεχόμενη φορά μέσα στην τρέχουσα δεκαετία ένα έργο αντάξιο της ιστορίας τους. Η καλολαδωμένη μηχανή τους υπόσχεται ένα νέο άλμπουμ σε δύο χρόνια, και μένει μόνο να δούμε αν αυτό το σερί θα συνεχιστεί. Μέχρι τότε, έχουμε στα χέρια μας ένα έργο που μας καλεί να αναλογιστούμε, να ζυγίσουμε, και να πάρουμε θέση. Κανείς δεν μπορεί να πει πια πως δεν ήξερε.

YouTube Stream

  • SHARE
  • TWEET