Bush

The Kingdom

Zuma Rock (2020)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 15/09/2020
Βουτιά στα '90s
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πολλές φορές ο ροκ κόσμος μοιάζει να ξεχνά πόσο ιδιαίτερη περίπτωση είναι ο Gavin Rossdale και η μπάντα του. Πίσω στη δεκαετία που οι δυνατές κιθάρες και το ευθύ attitude της σκηνής του Σηάτλ κατέκλυζε ραδιόφωνα, περιοδικά και τηλεοράσεις, οι Bush κατάφεραν να χωθούν στο τρένο και να γίνουν ένα αναπάντεχα υπολογίσιμο όνομα στον μουσικό χάρτη. Πριν οποιοδήποτε σχόλιο για μόδες, φάσεις ή βιομηχανίες, βαθιά ανάσα. Δεν ήταν ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που έφτιαξαν όνομα στις πλάτες ενός πετυχημένου ήχου. Και, για να λέμε του στραβού το δίκιο, παρά το μίσος για το οποίο έχουν κατά καιρούς γίνει αποδέκτες, κυκλοφόρησαν πραγματικά αξιόλογους δίσκους.

Κοιτώντας από απόσταση, το μέγεθός τους μοιάζει δυσανάλογο της παρουσίας τους. Σίγουρα, η περσόνα του μπροστάρη έπαιξε το ρόλο της. Το άνοιγμα στο πιο-ευρύ-πεθαίνεις κοινό (βλ. βρετανικό "The Voice") πάντα θα αφήνει παράξενη γεύση. Από την άλλη, όποιος χαρακτηρίζει το "Sixteen Stone" ως δίσκο της σειράς, μάλλον δεν κατέχει πολύ από grunge. Ή από μία δεκαετία ολόκληρη. Σε μικρότερο βαθμό, κάτι αντίστοιχο ισχύει για τους δύο δίσκους που ακολούθησαν. Μετά την επιστροφή στα πολύπαθα '10s, τα πράγματα απείχαν από το ιδανικό, με το προ τριετίας "Black And White Rainbows" να διεκδικεί θέση ανάμεσα στα πιο αδιάφορα ροκ άλμπουμ των τελευταίων χρόνων. Κάπως έτσι, το "The Kingdom" σκάει σαν ωραιότατη σφαλιάρα.

Αν το βάρος του comeback πίσω στο 2011 και το "The Sea Of Memories" έπεσε στις μεγάλες μελωδίες και τη ραδιοφωνική προσέγγιση, εδώ το στήσιμο κουβαλάει επιπλέον κάτι από τον αέρα των πρώιμων ημερών της μπάντας. Εντάσεις και riffs χτυπάνε δυνατά. Οι ρυθμοί δεν χαμηλώνουν παρά ελάχιστα. Οι κιθάρες του Chris Traynor δεν φεύγουν στιγμή από το προσκήνιο, μένοντας σταθερά δίπλα στη χαρακτηριστική χροιά του Rossdale. Η εισαγωγή με το "Flowers On A Grave" και το ομώνυμο κοιτάζει χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής τις χρυσές ημέρες του συγκροτήματος. Εκ των υστέρων το "Bullet Holes", που κυκλοφόρησε πέρσι συνοδεία John Wick, ήταν άψογη προειδοποίηση. Ποιος να μας το έλεγε και ποιοι να τον πιστεύαμε.

Ο όγδοος δίσκος των Bush είναι ένας φόρος τιμής στο grunge. Είναι ουσιώδες, καλοφτιαγμένο και γεμάτο νεύρο. Απέχει χιλιόμετρα από τους δύο προκατόχους του, χωρίς να μοιάζει με βεβιασμένο πισωγύρισμα. Δεν προσπαθεί να αναπαράγει ξερά τον ήχο μιας περασμένης εποχής. Οι εναλλακτικές, ελλείψει πιο ταιριαστού όρου, λεπτομέρειες είναι ακόμα παρούσες. Πάει καιρός από τότε που το κουαρτέτο είχε να βγάλει τόση φρεσκάδα όπως στα "Blood River", "Undone" και "Crossroads". Η παραγωγή είναι αναμενόμενα γυαλισμένη. Στα περίπου πενήντα λεπτά, οι μόνες στιγμές που ξενίζουν, είναι εκείνες που για κάποιο λόγο πέφτουν εφέ στα φωνητικά. Επίσης, το εξώφυλλο. Πέρα από αυτά, η νίκη είναι ξεκάθαρη.

  • SHARE
  • TWEET