Bible Black

The Complete Recordings 1981-1983

High Roller Records (2023)
Από τον Θοδωρή Ξουρίδα, 08/08/2023
O Eric Adams, ο πρωταγωνιστής του "Jesus Christ Superstar" στο Broadway και o Joey Belladonna με το αυθεντικό rhythm section των Rainbow
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο για τους τρόπους που συγκεκριμένοι μουσικοί από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης συνδέονται μεταξύ τους. Η σύντομη ιστορία των Bible Black αποτελεί μόλις ένα μικρό κομμάτι αυτού του πολύ ενδιαφέροντος μπουρδοκλώματος για όποιον έχει όρεξη να ψάξει, και ήταν παντελώς άγνωστη στο ευρύ κοινό μέχρι πριν από λίγα χρόνια.

Πριν λίγα χρόνια λοιπόν, διέρευσαν στο διαδίκτυο κάποια demo των Bible Black, με την προσοχή να τραβάει σαν μαγνήτης το καταπληκτικό "Gone". Ήταν και το τραγούδι το ίδιο, ένας hard rock δυναμίτης, από εκείνους τους καλύτερους που δεν είχες ακούσει ποτέ, ήταν βέβαια και η φωνάρα του ανυπέρβλητου Eric Adams, αλλά και αυτή η γάργαρη κραυγή στο τέλος που κανένας άλλος δεν έχει μπορέσει να βγάλει.

Μιας και το 'φερε η κουβέντα, τα γνωστά δείγμα γραφής του Louis Marullo στην προ Manowar εποχή είναι το single των The Kids από το 1965 (!) κι ένα ακόμη single με τους Harlequin το 1978. Ναι και καλά το Discogs, και γι' αυτό, και για ένα σωρό άλλους θησαυρούς που έχουμε ανακαλύψει ή περιμένουν να τους ανακαλύψουμε.

Πάμε τώρα να πιάσουμε το νήμα από την πλευρά του κιθαρίστα Andrew "Duck" MacDonald. Το 1970, σε ηλικία 16 χρονών, ήταν τραγουδιστής σε μια μπάντα ονόματι The Grey Ghost, στην οποία συμμετείχε και ο Joey DeMaio. Fast forward μια δεκαετία αργότερα, αντικατέστησε τον Ross The Boss στους Shakin' Street, συμμετέχοντας μαζί τους στην περιοδεία "Black And Blue". Όπου Black βάζουμε Black Sabbath και Blue βάζουμε Blue Öyster Cult.

Manager και στα τρία συγκροτήματα ήταν ο Sandy Pearlman. Χωρίς την συμβολή του στα γεγονότα, οι Manowar είναι πολύ πιθανόν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία και με τα «αν», ως γνωστόν, δεν κάνουμε πραγματικότητες. Σε εκείνο λοιπόν το χωροχρονικό πλαίσιο, ο MacDonald, μετέπειτα κιθαρίστας των Blue Cheer σε τρεις διαφορετικές περιόδους, τραβάει την προσοχή του μπασίστα Craig Gruber και του ντράμερ Gary Driscoll.

Οι δυο τους συνυπήρξαν στους Elf του Ronnie James Dio και μαζί συμμετείχαν στο θρυλικό "Ritchie Blackmore's Rainbow". O Gruber φέρεται να είχε ενεργό ρόλο και στην δημιουργία του "Heaven And Hell" των Black Sabbath, όταν ο Geezer Butler κοιτούσε αλλού, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν έβλεπε τί γινόταν μπροστά του. Ευτυχώς για εκείνον και για την ιστορία, δεν άργησε να καταλάβει τί γίνεται.

Οι τρεις τους πλέον, ηχογραφούν το πρώτο τους demo το 1981, με τραγουδιστή τον Eric Adams, και την συμμετοχή του κιμπορντίστα Micky Lee Soule, σταθερού μέλους των Elf και αυθεντικού μέλους επίσης των Rainbow. Για το σαρωτικό "Gone" τα είπαμε, τα άλλα δύο τραγούδια του πολυσυλλεκτικού όσον αφορά το ύφος demo ήταν το "Metal Man" που μοιάζει αρκετά με τα τσαχπίνικα των Whitesnake και το "Back To Back" που θυμίζει αρκετά Elf με το πανέμορφο πιάνο του Micky Lee Soule να κυριαρχεί.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο ήχος του εν λόγω demo σε παραγωγή του MacDonald είναι σχεδόν επαγγελματικός και ο καλύτερος σε όλες τις διαθέσιμες ηχογραφήσεις των Bible Black. Κατά τα λεγόμενά του, η φωνή του Eric Adams δεν άρεσε στον Gruber (τί όνειρο είχε δει δεν ξέρω, μέσα έπεσε πάντως), και επόμενος τραγουδιστής γίνεται ο κύριος Jeff Fenholt.

Αυτός κι αν ήταν περίπτωση. Πρωταγωνιστής του "Jesus Christ Superstar" στο Broadway το 1971, ασχολήθηκε στα '70s με πολλά διαφορετικά project, ισχυριζόταν πως συνεργάστηκε με τον Tony Iommi και τους Black Sabbath στην μετά "Born Again" εποχή, στην πορεία μας προέκυψε τηλε-ευαγγελιστής, αναμφισβήτητα όμως ήταν ικανότατος τραγουδιστής, με τρανταχτή απόδειξη τις ερμηνείες που καταγράφονται για τους Bible Black.

Με τον Fenholt, οι Bible Black επανηχογράφησαν τα "Gone" και "Metal Man" από το πρώτο demo, και προχώρησαν σε δύο ακόμα session, με πιο heavy κατεύθυνση και εμφανή την επιρροή των Black Sabbath. To πρώτο σε παραγωγή Geoff Clixman περιελάμβανε τα τραγούδια "Down On The World", "Ain't No Crime", "Fighting The Wind" και "Back Door". Το δεύτερο session, σε παραγωγή του Felix Pappalardi, ευρύτερα γνωστού ως μπασίστα των Mountain και παραγωγού των Cream, περιελάμβανε μια εκτέλεση του πολυδιασκευασμένου "Paint It Black", καθώς και τα "Fires Of Old" και "You Got Me Where You Want Me".

Το υλικό ήταν στο σύνολό του αξιόλογο, με καλύτερα δείγματα το ατμοσφαιρικό "Fighting The Wind" και το "You Got Me Where You Want Me", με ένα μικρό δάνειο από το θεϊκό riff του "Falling Off Τhe Edge Οf Τhe World" των Sabbath στο υπέροχο ρεφρέν, και μια υποψία από Rainbow και "Still I'm Sad" στο φινάλε του.

Παρότι βρίσκονταν μέσα στα πράγματα, οι Bible Black δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τότε δισκογραφικό συμβόλαιο, πέρασαν σε εσωστρέφεια και είδαν τους Gruber και Fenholt να αποχωρούν. Τελευταία τους απόπειρα να παραμείνουν ζωντανοί ήταν η ηχογράφηση δύο ακόμη τραγουδιών, των "Deceiver" και "Midnight Dancer" με τον νεαρό Joseph Bellardini πίσω από το μικρόφωνο. Ο νεαρός είχε δυνατότητες, το σχήμα στο σύνολό του όμως φαίνεται πως είχε στερέψει από δυνάμεις, οπότε κάπου σε εκείνο το σημείο μοιραία γράφτηκε ο επίλογος στην «μαύρη βίβλο».

Για την ιστορία και για να κλείσει με κάποιον τρόπο ο ατέρμονος κύκλος, ο Bellardini θα γινόταν λίγο αργότερα παγκοσμίως γνωστός ως frontman των Anthrax υπό το όνομα Joey Belladonna, αφού προηγουμένως ο Ross The Boss είχε επιμεληθεί την παραγωγή του πρώτου τους single "Soldiers Of Metal".

Τρεις από τους βασικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας μας δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Ο Gary Driscoll βρέθηκε δολοφονημένος το 1987 σε ηλικία μόλις 41 ετών, ο Craig Gruber νικήθηκε από τον καρκίνο του προστάτη το 2015 στα 63 του χρόνια και ο Jeff Fenholt πέθανε από φυσικά αίτια το 2019 στα 68 του.

Τι κρατάμε από τους Bible Black; Είπαμε, πρώτο και καλύτερο το καταπληκτικό κομμάτι που λέγεται "Gone" και έναν Eric Adams που μετράει τις δυνάμεις του λίγο πριν μεγαλουργήσει με τους Manowar. Δεύτερον, μια πολύ ενδιαφέρουσα συνολικά ιστορία από το δίκτυο μουσικών της Νέας Υόρκης. Τρίτον, μια πολύ περιεκτική αποτύπωση της κοσμογονικής περιόδου όπου το hard rock της δεκαετίας του '70 θα μεταμορφωνόταν στο heavy metal της δεκαετίας του '80. Τέταρτον και τελευταίο, το γεγονός ότι όλα γίνονται ή δεν γίνονται για κάποιο λόγο, ή με άλλα λόγια, το ότι η αποτυχία και η επιτυχία, η ακμή και η παρακμή, η αφάνεια και η αναγνώριση, αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος που κινεί την μουσική βιομηχανία.

  • SHARE
  • TWEET