Η ιστορία του Black Metal, από τους Venom μέχρι σήμερα

Μια σκοτεινή και δαιμονισμένη ιστορία ...στη σκιά του παραδείσου

Από τους Αντώνη Κονδύλη, Τόλη Δόση, 20/06/2014 @ 13:35
Sympathy For The Devil

Στις έξι δεκαετίες ύπαρξής της, η rock μουσική εστίασε από πολύ νωρίς σε θέματα που αφορούσαν σε πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, στην αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας και στην εξερεύνηση του αγνώστου για τον σύγχρονο κόσμο. Οι Rolling Stones και οι Led Zeppelin έχουν στο ενεργητικό τους τέτοιες απόπειρες. Αναφορές σε αυτά τα θέματα υπάρχουν ακόμα και σε πρωτόλεια blues, όπως είναι αυτά του μυθικού Robert Johnson.

Πέρα όμως από κάποια τέτοια μεμονωμένα τραγούδια, οι Black Sabbath στο ντεμπούτο τους δημιουργούν μια ιδιαίτερα σκοτεινή και ασυνήθιστη για εκείνη την εποχή ατμόσφαιρα, αλλά πολύ περισσότερο περιπτώσεις συγκροτημάτων όπως είναι οι Coven και οι Black Widow στο "Sacrifice" χρησιμοποιούν μαύρη θεματολογία σε εκτενέστερη αναφορά. Αμφότεροι έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη φήμη τα τελευταία χρόνια λόγω της αναβίωσης αυτού που συλλήβδην βαφτίστηκε occult rock.

Ακολούθησαν και άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις στην πορεία της rock και metal μουσικής. Ωστόσο, το ιδίωμα το οποίο κατεξοχήν ανέλαβε τον ρόλο να ασχοληθεί διεξοδικά, σε βάθος και σε λεπτομέρεια με μια θεματολογία σκοτεινή, «σατανική», απόκρυφη, ενδεχομένως περισσότερο εστιασμένη σε πραγματικές ανθρώπινες αξίες, αναμφίβολα ήταν το black metal. Πολλά μπορούν να γραφτούν για αυτό το ιδίωμα, που κυρίως από τις αρχές των '90s έχει απασχολήσει πολλούς με διαφορετικό τρόπο και για άλλη αιτία.

Τι ακριβώς εκφράζει και συμβολίζει το black metal, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ολόκληρου αφιερώματος, και σίγουρα μπορούν να δοθούν ερμηνείες με βάση την προσέγγιση του καθενός.

Σε αυτό εδώ το αφιέρωμα παρουσιάζουμε την ιστορία του ιδιώματος από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι και σήμερα, εστιάζοντας στην εξέλιξή του και στις διάφορες μορφές και εκφάνσεις, που παρουσίασε στην πάροδο των ετών.

Πώς παρουσιάστηκε το black metal;

Παρουσιάστηκε μέσω μιας μηδενιστικής, ατομικιστικής θεματολογικής προσέγγισης και μιας ακραίας, αντισυμβατικής, ενίοτε «αρρωστημένης» και σχεδόν πάντα «ενοχλητικής» μουσικής έκφρασης.

Η πρωτοβουλία αυτή προήλθε από κάποιους νέους του δυτικού κόσμου, κυρίως από ανεπτυγμένες χώρες. Οι νέοι αυτοί αναγνωρίζουν τον ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους και εκφράζουν την απέχθεια τους για την ύπαρξη αυτής της παρηκμασμένης και υλιστικής κοινωνίας, που βρίσκεται σε ένα ηθικό τέλμα και υπαρξιακό αδιέξοδο, με σημαία «αξίες» ευτελείς, τη στιγμή που οδηγείται σε μια διαφαινόμενη εκκωφαντική αυτοκαταστροφή, ξεχνώντας σημαντικές και αιώνιες αξίες, που αναδείχθηκαν μέσα από τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας.

Το black metal αρνείται τα δόγματα αυτού του κόσμου και τις «αλήθειες» που οι ιδεολογίες (θρησκευτικές, πολιτικές) διακηρύσσουν. Αρνείται επίσης και ευρέως αποδέκτες σταθερές, όπως είναι η δικαιοσύνη και η ελευθερία, έτσι όπως προκύπτουν μέσα από το υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο, θεωρώντας τες παράγωγα μιας μη αποδεκτής θεσμικής και άρα κοινωνικής διαδικασίας.

Τα ακραία γεγονότα που έλαβαν χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '90 αποτελούν κατά βάση κάποιες αφελείς, αλλά ειλικρινείς αντιδράσεις και μπορούν να αποδοθούν σε αυτή  την ιδεολογική προσέγγιση.

Ουσιαστικά το black metal εκφράζει μια επί της ουσίας άρνηση ενασχόλησης με τα καθημερινά και εξερευνεί το παρελθόν, μέσω της παράδοσης και της μυθολογίας και μέσα από αυτό αξίες και ιδέες που θάφτηκαν από νεώτερες κουλτούρες και δοξασίες. Παράλληλα, εκφράζει τη λατρεία του στη φύση, θεωρώντας ότι αποτελεί την απαρχή των πάντων, αυτή που θέτει τους κανόνες της ζωής και αποτελεί πηγή αρμονίας και ισορροπίας. Πάνω από όλα προτρέπει στην ανεξαρτησία της σκέψης και του πνεύματος.

Έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα. Το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι η σημασία, η αξία και η πληθωρική παρουσία ενός ιδιώματος που μας απασχολεί μέχρι και σήμερα έχοντας καταφέρει πολλές φορές να ανανεωθεί, να πειραματιστεί και να ενσωματώσει στον αρχικό πρωτογενές ήχο του πολλούς νεωτερισμούς στη διάρκεια της ύπαρξης του.

(ΑΚ)

Welcome To Hell

Η ιστορία του ακραίου metal ξεκινάει όταν οι Venom αποφάσισαν ότι το metal πρέπει να ξαναφτάσει στο επίπεδο των οπαδών. Δανείστηκαν στοιχεία από τον τραχύ ήχο των Black Sabbath και των Motorhead, οικειοποιήθηκαν την επιθετικότητα, αλλά και την νοοτροπία του punk και μας πρόσφεραν το "Welcome To Hell" (1981) και το "Black Metal" (1982). Ο ήχος τους ήταν ένα πρώτο δείγμα ακραίου metal, με έντονη διάθεση humor και σαρκασμού, που επηρέασε άμεσα thrash μπάντες της επόμενης διετίας (βλ. Metallica, Slayer), αλλά παρέμειναν ηχητικά μακριά από τον μεταγενέστερο black metal ήχο και πολύ σπάνια αναφέρονται ως άμεση επιρροή από νεότερα συγκροτήματα. Όμως, εφεύραν τον όρο και άνοιξαν την κερκόπορτα για αυτό που ακολούθησε.

Στην Ελβετία οι Hellhammer, μετά από κάποια demo, κυκλοφορούν το 1983 το EP "Apocalyptic Raids", που χαρακτηρίζεται από έναν ήχο αργό, βαρύ και τραχύ, κάτι καινούριο για εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια μετονομάζονται σε Celtic Frost και με τις δημιουργίες τους μέχρι και το "Into The Pandemonium" (1987) βάζουν σε σειρά πολλούς θεμέλιους λίθους πάνω στους οποίους χτίζεται το οικοδόμημα όλου του ακραίου metal. Με αληθινά αριστουργήματα και ασύγκριτο ήχο επιτυγχάνουν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα σκοτεινή και μακάβρια. Το "To Mega Therion" (1985) αποτελεί ένα από τα αρχετυπικά άλμπουμ του black metal και του ακραίου metal γενικότερα. Οι avant garde πειραματισμοί του "Into The Pandemonium" (1987) πιστοποιούν την ελεύθερη φύση αυτού του σπουδαίου συγκροτήματος, που όσο και να προσπάθησαν δεν μπόρεσε ποτέ κανένας να τους κατηγοριοποιήσει. Μια ιστορία μόνοι τους.

Λίγο πιο βόρεια έμελλε να εμφανισθεί αυτός που θα έπαιζε τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Quorthon (a.k.a. Thomas Forsberg) υπήρξε πολύ σημαντικός για τον χώρο, πιθανότατα χωρίς να το θέλει ούτε στο ελάχιστο. Στην προσπάθεια του να βρει τα ηχητικά του πατήματα και να αρχίζει να παίζει και αυτός κάτι, κατέληξε στο να αποτελέσει τον επί της ουσίας ιδρυτή του ιδιώματος. Ο πρώτος δίσκος των Bathory το 1984 ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία, τραχύς, σκοτεινός και δαιμονισμένος, αλλάζει το χάρτη της ακραίας μουσικής για πάντα, ενώ οι επόμενοι δύο ("The Return"[1985], "Under The Sign Of The Black Mark" [1987]) υπήρξαν πολύ σημαντικότεροι, επηρεάζοντας τους πάντες, ορισμένα χρόνια αργότερα. Η επική στροφή στο "Blood, Fire, Death" (1988), αποτέλεσε την απαρχή αυτού που ονομάζουμε viking metal, αλλά και μιας ακόμη άτυπης τριλογίας. Οι δύο τριλογίες υπήρξαν μεγάλες επιρροές για πολλούς Σκανδιναβούς και όχι μόνο για αυτούς.

Απόμακρος και αδιάφορος για ότι συνέβαινε στη μουσική βιομηχανία, ένας άνθρωπος με το δικό του και μόνο στίγμα, ο Quorthon υπήρξε μια εμβληματική μορφή, ένας πρωτοπόρος και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της metal μουσικής. Ο απρόσμενος θάνατος του το 2004 του προσδίδει μια μυθική διάσταση, αλλά ξέρουμε ότι η μουσική του θα υπάρχει για να μας τον θυμίζει και για να τον ευγνωμονούμε αιώνια.

Σημαντική ήταν και η συμβολή του thrash metal, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στην ακμή του. Οι πρώιμοι Slayer, οι Sodom, αλλά και οι Destruction προσέφεραν ιδέες, ήχο και ατμόσφαιρα σε αυτούς που θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματά τους. Το χαοτικό αποτέλεσμα των πρώτων προσπαθειών των Sodom ("In The Sign Of Evil" [EP, 1985], "Obsessed By Cruelty" [1986]), αλλά και του "Infernal Overkill" (1985) των Destruction συνέβαλλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση αυτού που λέμε πολεμικό ύφος στο black metal.
Επίσης θα πρέπει να τονιστεί και η παρουσία των σπουδαίων Mercyful Fate, οι οποίοι μουσικά δεν είχαν καμία σχέση με τον ήχο του black metal, αλλά το image, η evil θεματολογία και η κατάμαυρη και σκοτεινή ατμόσφαιρα των δίσκων τους αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς γείτονες τους. Το "Don't Break The Oath" (1984) ήταν ο πιο σκοτεινός και σατανικός δίσκος που κυκλοφόρησε μέχρι τότε στη metal μουσική και όχι μόνο.

Μια άλλη σημαντική για το black metal σκηνή ήταν αυτή της λατινικής Αμερικής. Η ανέχεια και η σκληρή καθημερινότητα αυτού του μέρος του πλανήτη συνέβαλλε στη δημιουργία πραγματικά ακραίας μουσικής, συνοδευόμενης από μια εικόνα που βρήκε πολλούς μιμητές. Συγκροτήματα σαν τους Sarcofago, τους Vulcano ή τους Mystifier (λίγο αργότερα) έδωσαν μια άλλη πιο ακραία και «αιματοβαμμένη» διάσταση στο ιδίωμα.

Τονίζεται ότι τη δεκαετία του '80 δεν υπήρχε ιδίωμα που ονομαζόταν black metal. Ο όρος χρησιμοποιούταν κυρίως σε περιπτώσεις διαφοροποίησης και χωρίς κριτήρια και ήταν ασαφές ποιος ήταν ο ήχος αλλά και γενικότερα τι αντιπροσωπεύει. Αυτό χρειάστηκε λίγα χρόνια ακόμα για να ξεκαθαρίσει και να οριστικοποιηθεί.

(ΑΚ)

A Blaze In The Northern Sky

Στα τέλη των '80s και στις αρχές των '90s εμφανίστηκαν στο underground συγκροτήματα που άρχισαν να μελετούν τις διδαχές όλων των προαναφερθέντων πατέρων του ιδιώματος. Οι Mayhem από τη Νορβηγία, οι Master’s Hammer από την Τσεχοσλοβακία, οι Tormentor  από την Ουγγαρία, οι Samael από την Ελβετία, οι Blasphemy από τον Καναδά, οι Beherit από την Φινλανδία ήταν κάποιοι από αυτούς. Η ελληνική σκηνή είχε και αυτή το δικό της μερίδιο με ονόματα σαν αυτά των Rotting Christ, Necromantia, Varathron να κυκλοφορούν τα πρώτα τους demo το 1989-'90, να κάνουν γνωστό το όνομα τους στον χώρο και να συμβάλλουν με τον τρόπο τους σε όλη αυτή τη ζύμωση.

Ωστόσο, στη Νορβηγία οργανώθηκε και αναπτύχθηκε η σκηνή, η οποία πρωταγωνίστησε στο black metal σε εκείνα τα πρώτα του βήματα. Η κεντρική φιγούρα εκείνων των χρόνων δεν ήταν άλλη από τον Euronymous (Øystein Aarseth), mainman των Mayhem. Οι Mayhem σχηματίστηκαν το 1984 και μετά από κάποια demos κυκλοφόρησαν το "Deathcrush" το 1987, σε μια εποχή που στη Νορβηγία δεν υπήρχε κάποιο άλλο στήριγμα, με εξαίρεση τον Metallion που κυκλοφορούσε το Slayer mag, ένα θρυλικό fanzine  στην ιστορία του ακραίου ήχου. H δράση του Euronymous υπήρξε καταλυτική. Προσέλκυσε και άσκησε επίδραση σε νέες τότε μπάντες, προβάλλοντας ένα όραμα για ένα ιδίωμα που το ονόμασε black metal. Τις μπάντες αυτές τις καθοδήγησε στο να ακολουθήσουν τον ήχο συγκεκριμένων συγκροτημάτων (Bathory, Venom, Celtic Frost), ώστε να διαμορφωθεί τελικά το ύφος, αλλά και η σκηνή. Μπορεί η παρουσία του να θεωρείται αμφιλεγόμενη, αλλά η αφοσίωση του υπήρξε παροιμιώδης. Οι μαρτυρίες όλων των μελών της σκηνής συγκλίνουν στο γεγονός ότι αφιέρωνε όλο του τον χρόνο στην ενεργοποίησή της, ενώ από την άλλη δεν εξασφάλιζε σε καμία περίπτωση τα ως προς το ζην.

Το σημείο καμπής ήταν το 1991, όταν στη Νορβηγία ο Euronymous διακηρύσσει ότι το death metal είναι «false», τυποποιημένο, ανούσιο και δεν έχει καμία σχέση με τον θάνατο. Το αποκαλεί life metal και δηλώνει ότι το black metal εκφράζει πραγματικά κάτι το ακραίο και πρέπει να κυριαρχήσει. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ανοίγει το δισκάδικο Helvete στο Όσλο, που αποτελεί σημείο συνάντησης και «κατήχησης» όλων των μελών της νορβηγικής σκηνής. Τα ονόματα των συγκροτημάτων, που μέχρι τότε έπαιζαν death metal, αλλάζουν. Οι Amputation μετονομάζονται σε Immortal, οι Thou Shall Suffer σε Emperor, οι Old Funeral σε Burzum, οι Phobia σε Enslaved.

Μόνο οι Darkthrone το διατήρησαν και μετά το death metal ντεμπούτο τους, υπό τον τίτλο "Soulside Journey" την άνοιξη του 1991, κυκλοφορούν στο τέλος του ίδιου έτους το θρυλικό "A Blaze In The Northern Sky" δίνοντας υπόσταση και ορίζοντας ουσιαστικά τον ήχο, το ύφος και το attitude του black metal. Η αναγραφή του οπισθόφυλλου «Darkthrone plays unholy black metal exclusively» αποτελεί την ιδρυτική πράξη του δεύτερου κύματος και το σημείο μηδέν για όλο το ιδίωμα. Η συνέχεια υπήρξε χειμαρρώδης με μυριάδες να ακολουθούν σε όλο τον κόσμο. Τίποτα πια δεν είναι όπως πριν.

Οι διδαχές κατά κύριο λόγο των Bathory, δευτερευόντως των Celtic Frost, αλλά και όσων αναφέρθηκαν στο πρώτο μέρος, πιάνουν τόπο με μερικά χρόνια καθυστέρηση. Τα συγκροτήματα του χώρου υιοθετούν έναν ήχο και image εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχαν επικρατήσει μέχρι τότε στη metal μουσική. Το corpse paint, τα κατάμαυρα εξώφυλλα, τα δυσδιάκριτα λογότυπα, η πρωτόγονη και απογυμνωμένη, low fi παραγωγή των δίσκων, η all black, με καρφιά και σφαίρες εμφάνιση των μελών των συγκροτημάτων ήταν κάποια από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν εκείνη την περίοδο.

Σίγουρα η Νορβηγία βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων και του ενδιαφέροντος, αλλά σε πολλά σημεία του πλανήτη εμφανίστηκαν συγκροτήματα που ακολούθησαν όλο αυτό το κύμα. Οι Blasphemy και οι Beherit σπέρνουν τον τρόμο με τις πρώτες τους προσπάθειες "The Fallen Angel Of Doom" και "The Oath Of Black Blood" αντίστοιχα. Burzum και Immortal στηρίζονται πιο πολύ στην παράδοση των Bathory, οι Impaled Nazarene σαρκάζουν και βλασφημούν σε σημείο αφέλειας οτιδήποτε χριστιανικό, οι Emperor και οι Enslaved δείχνουν από τα demo τους κιόλας στοιχεία του τεράστιου ταλέντου τους και προϊδεάζουν για την μετέπειτα πορεία τους. Οι Samael, οι Master's Hammer, οι Dissection, οι Root, οι Bestial Summoning, οι Rotting Christ παίρνουν και αυτοί θέση για αυτό που θα ακολουθήσει.

Αυτοί και ορισμένοι ακόμα ήταν οι ήρωες εκείνης της γενιάς, της περιόδου 1991-'93, που ουσιαστικά δεν αποσκοπούσαν σε καμία εμπορική επιτυχία, παρά μόνο στο να παίξουν αληθινό black metal και να εκφράσουν μέσα από αυτό τα συναισθήματά τους, αλλά και να διαδώσουν τα μηνύματα του κινήματος (!!!) - δεν είχαν ωριμάσει ακόμα κάποια πράγματα.

Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να τονιστεί κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σαφές. Σε αντίθεση με το thrash ή το death metal, στο black metal, ακόμα και σε εκείνα τα πρώτα του βήματα, υπήρξαν συγκροτήματα που παρουσίαζαν μια σημαντική διαφοροποίηση και απόκλιση στον ήχο και στο ύφος. Μουσικά έχει μικρή σχέση το ύφος συγκροτημάτων όπως είναι οι Emperor, οι Abruptum, οι Master's Hammer, οι Necromantia, οι Ved Buens Ende, οι Arcturus, ή οι Tormentor. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο attitude που επικρατούσε εκείνη την περίοδο των αρχών της δεκαετίας του’90, το οποίο επέβαλλε μια underground νοοτροπία και κατ' επέκταση μια αποφυγή σε δοκιμασμένες φόρμες και συνταγές επιτυχίας. Επίσης, αυτή η νοοτροπία κράτησε σε απόσταση εκείνες τις μπάντες από μεγάλες εταιρείες κάτι που θα οδηγούσε σε τυποποίηση του ήχου, όπως συνέβη με πολλά death metal συγκροτήματα και το σύνδρομο των Morrisound και Sunlight studios. Το γεγονός αυτό ώθησε πολλούς να αναζητήσουν τη δική τους ταυτότητα και όχι να μιμηθούν. Είναι μια νοοτροπία που διατηρήθηκε, σε ένα βαθμό, μέχρι και τις μέρες μας και έχει ανοίξει το δρόμο σε πολλούς, ακόμα και θεμελιωτές του ιδιώματος, να πειραματιστούν και να ανακαλύψουν νέα μουσικά ηχοτόπια, ανανεώνοντας και τη δική τους παρουσία και της σκηνής.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί το black metal κινήθηκε σε υπόγεια μονοπάτια, που σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν των δίσκων της περιόδου κυκλοφόρησαν από μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα κομμάτια βινυλίου να αποτελέσουν ορισμένους από τους πιο σπάνιους και συλλεκτικούς δίσκους στην ιστορία της metal μουσικής. Κυκλοφορίες διαμάντια που εκείνη την περίοδο απευθύνονταν αποκλειστικά σε λίγους εκλεκτούς, πριν γίνουν κτήμα πολλών λίγα χρόνια αργότερα.

Εκτός από το καθαρά μουσικό μέρος, κάτι άλλο που σημάδεψε εκείνη την περίοδο τη σκηνή ήταν τα γεγονότα που συνέβησαν στη Νορβηγία. Η αυτοκτονία του Dead μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο μια προσωπική υπόθεση, αλλά όταν κάηκε η πρώτη εκκλησία στις 6 Ιουνίου του 1992 στο Bergen, άρχισε να λαμβάνει χώρα το νοσηρό σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Euronymous με τον τότε φίλο του Varg Vikernes. Ακολούθησαν και άλλες πράξεις, εμπρησμοί και δολοφονίες, που υπογράμμιζαν την αποφασιστικότητα εκείνων των νέων να πραγματοποιήσουν τα λεγόμενά τους. Μια μανιασμένη και ψυχωτική αντίδραση που έδειχνε την επιθυμία τους να ακολουθήσουν κατά γράμμα το πνεύμα αυτής της μουσικής.

Η ταραγμένη περίοδος που έλαβε χώρα εκείνες τις πρώτες ημέρες αποτελεί και αυτή μέρος του σκηνικού, που καταλήγει στην δολοφονία του Euronymous στις 10 Αυγούστου του 1993 από τον Vikernes στο διαμέρισμα του στο Όσλο. Η κυκλοφορία του "De Mysteriis Dom Sathanas" το καλοκαίρι του 1994 συμβολικά σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός επεισοδιακού κύκλου και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για το ιδίωμα. Στη συνέχεια κάποια πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.

(ΑΚ)

Hell On Earth

Από εκείνο το σημείο η σκηνή είχε αρχίσει να αποκτάει φήμη και να ακούγεται σε πολλά μέσα (μουσικά ή μη) και ως επακόλουθο αυτό τράβηξε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών. Η πρώτη φορά που mainstream περιοδικό αναφέρθηκε στο black metal ήταν το βρετανικό Kerrang! στο τεύχος #436, τον Μάρτιο του 1993, με ένα άρθρο που αφορούσε στα μέχρι τότε γεγονότα στη Νορβηγία και με δηλώσεις των Euronymous και Vikernes. Στη συνέχεια σειρά πήραν και άλλα περιοδικά και η σκηνή απέκτησε φήμη, έστω και για τους λάθος λόγους σε ορισμένες περιπτώσεις.

Μετά τον αρχικό περιορισμένο αριθμό μπαντών που αποτέλεσαν το δεύτερο κύμα, από τα μέσα της δεκαετίας του '90 ο αριθμός αυτός άρχισε να αυξάνεται με παρουσία σε πολλά μέρη, κατά κύριο λόγο σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Εξίσου σημαντική και αντίστοιχης σπουδαιότητας με την νορβηγική, υπήρξε και η απάντηση των Σουηδών. Με σπουδαία συγκροτήματα σαν τους Μarduk, Dissection, Abruptum, Opthalamia, The Black, λίγο αργότερα τους Dark Funeral, αλλά και πολλούς άλλους που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Στη γειτονική Φινλανδία αρχικά ξεχώρισαν οι φοβεροί και τρομεροί Beherit, οι Impaled Nazarene, οι Thy Serpent. Με μια μικρή καθυστέρηση στο παιχνίδι μπήκε και η Γαλλία, με μπάντες όπως Blut Aus Nord, Mutilation, Anorexia Nervosa, Arkhon Infaustus, Seth, όπως επίσης και η Γερμανία, η Ιταλία, αρκετά αργότερα η Αγγλία και άλλες χώρες που είχαν τη δική τους μικρότερη ή μεγαλύτερη παρουσία, και η επίδραση έφτασε μέχρι και την λατινική Αμερική.

Βέβαια μην ξεχνάμε και τα δικά μας μέρη. Στην Ελλάδα υπήρξε επίσης αξιόλογη δραστηριότητα. Μια σκηνή με αρκετά συγκροτήματα και με χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος προέκυψε μετά την κυκλοφορία του πολύ σημαντικού και σπουδαίου "Thy Mighty Contract". Οι Rotting Christ, Necromantia και Varathron ήταν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί της και με φήμη στην παγκόσμια σκηνή της εποχής. Για την ιστορία να αναφέρουμε και μερικά ακόμα από αυτά τα συγκροτήματα που έβαλαν ένα λιθαράκι στη συνολική προσπάθεια, όπως ήταν οι Nergal, Thou Art Lord, Kawir, Zemial, Order Of The Ebon Hand, Astarte, Agatus, Fiendish Nymph κ.ά. Δυστυχώς χρόνιες παθογένειες της ελληνικής metal κοινότητας απέτρεψαν κάτι περισσότερο και σημαντικότερο.

Αλλά το black metal  δεν ήταν υπόθεση μόνο της Ευρώπης. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '90 στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού το ιδίωμα κινήθηκε με μια υποτονική διάθεση και η υποτυπώδης σκηνή δεν παρουσίασε καμία συνοχή. Με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάκτυλα των χεριών μπάντες όπως οι ABSU, οι Havohej, οι Profanatica, οι Demoncy, οι Grand Belial's Key, οι Abazagorath, έγραφαν πανέμορφα πράγματα, αλλά δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως υπήρξε κάποια γενικευμένη δραστηριοποίηση. Το 2000 οι Weakling κυκλοφορούν το "Dead As Dreams" παράλληλα ο Stephen O' Malley δημιουργεί τους SunnO))) και ο Wrest τους Leviathan. Η αλληλεπίδραση που προέκυψε ήταν καθοριστική και άρχισε να διαμορφώνει τον ήχο και τον χαρακτήρα μιας σκηνής που είχε σημαντική παρουσία και προσφορά τα επόμενα χρόνια.

Συγκροτήματα όπως ήταν οι Leviathan, οι Xasthur, οι Krieg, οι Judas Iscariot, λίγο αργότερα οι Nacthmystium, οι Panopticon, είναι κάποιοι από αυτούς που άνοιξαν το δρόμο για πολλούς που ακολούθησαν και έβαλαν και αυτή τη χώρα στο χάρτη της μαυρομεταλλικής μουσικής.

Με έναν περισσότερο εσωστρεφή χαρακτήρα και με ύφος που δημιουργεί μια πιο μελαγχολική διάθεση (τουλάχιστον στα πρώτα του βήματα στις αρχές των '00s) το αμερικάνικο black metal μπορεί πλέον και ανταγωνίζεται σε ποιότητα τους Ευρωπαίους και να θεωρείται ως μία από τις καλύτερες και πιο ζωντανές σκηνές παγκοσμίως.

Γίνεται σαφές ότι αποφεύγονται εκτενέστερες αναφορές, που πιθανότατα θα κούραζαν και δεν εξυπηρετούν τον σκοπό αυτού του αφιερώματος. Και όπως γίνεται πάντα με την μουσική, η περαιτέρω ενασχόληση με κάποιο είδος επαφίεται στην μαγεία του να ανακαλύπτεις μόνος σου συγκροτήματα, παλιότερα και νεότερα.

(ΑΚ)

Below The Lights

Με τη δημοσιότητα να αυξάνεται όλο και περισσότερο ήταν σίγουρο ότι ορισμένα συγκροτήματα θα έστρεφαν το βλέμμα τους σε ένα μεγαλύτερο κοινό, αλλά και το κοινό όπως και τα μέσα σε αυτά. Η αρχική (μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του '90) εξ' ολοκλήρου underground παρουσία, άρχισε να διαφοροποιείται, όταν ορισμένα συγκροτήματα θέλησαν να αποστασιοποιηθούν από τα υπόγεια μέχρι τότε σταυροδρόμια, αλλά και να αλλάξουν τον ήχο τους σε σχέση με τις αρχικές διδαχές. Σε αυτό συνετέλεσε και το ενδιαφέρον που προέκυψε από μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες, αλλά και από τη δημοσιότητα που απέκτησε το ιδίωμα για μουσικούς και μη λόγους.

Οι Cradle Of Filth ήταν μια μπάντα που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο και επιρροή στη σκηνή στο σύνολό της και εμπορικά αποτελεί την πιο πετυχημένη του ιδιώματος. Αυτό που έκαναν ήταν να προσθέσουν στον ήχο τους περισσότερα πλήκτρα, δίνοντας τους πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ υιοθέτησαν και ένα image γοτθικού ρομαντισμού κάτι που τους έκανε πιο προσιτούς σε ένα ευρύτερο κοινό, που δεν μπορούσε να ανεχθεί την δαιμονολατρεία των Σκανδιναβών.

Οι Cradle Of Filth επιπλέον κατάφεραν να διεμβολίσουν την νορβηγική σκηνή. Από αυτό προέκυψαν οι Dimmu Borgir και ήταν από αυτούς που τόλμησαν με θάρρος να ακολουθήσουν τα βήματά των Άγγλων και να κερδίσουν ένα σημαντικό κομμάτι της πίτας που αντιστοιχούσε στη σκηνή συνολικά.

Στην πορεία των ετών υπήρξαν πολλοί που δελεάστηκαν και ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο, επηρεαζόμενοι άμεσα από το ύφος και το image των προαναφερθέντων συγκροτημάτων.

Από τα σημαντικά συγκροτήματα του χώρου, που διαφοροποιήθηκαν χαρακτηριστικά σε σχέση με το αρχικό τους ύφος ήταν οι Satyricon, οι οποίοι κατάφεραν να υπογράψουν το 2002 συμβόλαιο με πολυεθνική εταιρεία, κάτι αδιανόητο μερικά χρόνια πριν. Η έντονα αμφιλεγόμενη ομώνυμη κυκλοφορία τους το 2013 δείχνει την επιθυμία της μπάντας να διευρύνει, έστω και άγαρμπα, την εμπορική της απήχηση.

Στις μέρες μας μια μπάντα που κατεξοχήν πορεύεται σε αυτά τα μονοπάτια είναι οι Watain και το κάνουν με τρόπο αρκετά «διπλωματικό». Η μουσική τους ενσωματώνει χαρακτηριστικά της σουηδικής σκηνής και παράλληλα αναδεικνύει ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες. Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά είναι η προβολή που απολαμβάνουν και οι αυτάρεσκες δηλώσεις του Erik Danielsson, ηγέτη της μπάντας.

Πέρα από αυτές τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρουσιάστηκαν και άλλες που δελεάστηκαν από τη δόξα της επιτυχίας και ακολούθησαν αυτά τα βήματα. Ανεξάρτητα από τις αρχικές διδαχές του ιδιώματος, η mainstream κατεύθυνση ήταν ένα μονοπάτι που έμελλε να ακολουθηθεί, χωρίς το αποτέλεσμα να είναι πάντα αποτρεπτικό για τον παραδοσιακό οπαδό.

(ΑΚ)

Imaninery Sonicscape

Ένα γεγονός που δεν έχει γίνει σαφές σε πολλούς είναι ότι στο black metal παρατηρείται μια μεγάλη διαφοροποίηση στο στυλ των συγκροτημάτων, γενικότερα ο ήχος χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο εύρος και δεν είναι εύκολο πλέον να δοθεί ένας ακριβής ορισμός για το ποιο είναι το ύφος του black metal, έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Από τη μία υπάρχει ο παραδοσιακός, old school ήχος, από την άλλη έχουν εμφανιστεί μέχρι και σήμερα πολλές μπάντες που έχουν καταφέρει να πειραματιστούν επιτυχώς με μουσικά είδη που δεν συνδέονταν εκ πρώτης όψεως με το ιδίωμα και να διευρύνουν τα όρια του, ανανεώνοντας ουσιαστικά την ύπαρξη του, αλλά και το ενδιαφέρον των οπαδών.

Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι αυτό ξεκίνησε από πολύ νωρίς και ήταν πολλά αυτά τα συγκροτήματα που θέλησαν να δοκιμάσουν κάτι το διαφορετικό και ορισμένοι το έκαναν με μεγάλη επιτυχία. Η electronica, η ψυχεδέλεια, το progressive, το industrial, το post rock, το folk και η συμφωνική μουσική είναι κάποια από αυτά τα είδη τα οποία, σε συνδυασμό με το black metal, οδήγησαν σε πειραματισμούς, που σε άλλα ιδιώματα της μεταλλικής μουσικής δεν θα είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Στο black metal όμως όχι μόνο βρήκαν παρουσία και δυνατότητα έκφρασης, αλλά κατάφεραν να το επηρεάσουν και να το διαμορφώσουν σε ένα βαθμό, οδηγώντας το σε σημεία που νωρίτερα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε.

Οι Sigh, οι Arcturus, οι Ved Buens Ende ήταν από τους πρώτους που τόλμησαν πολύ νωρίς να διαφοροποιηθούν και να κινηθούν σε περίεργα μονοπάτια για την περίοδο 1991-95. Η περίπτωση των υπέροχων Ved Buens Ende είναι χαρακτηριστική, καθώς η ψυχεδελική και avanta garde προσέγγιση, με μια jazzy χροιά του εκπληκτικού και ξεχασμένου σήμερα "Written In Waters" αγνοήθηκε από την πλειοψηφία των οπαδών. Αλλά αυτό ήταν κάτι που το αντιλήφθηκαν λίγοι και το εκτίμησαν ακόμα λιγότεροι.

Σημαντική χρόνια μπορεί να χαρακτηριστεί το 1997, όταν πολλά είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Το δεύτερο κύμα είχε εξασθενήσει αισθητά και μαζί με αυτό το ύφος που πρέσβευε. Αντί αυτού είχε δημιουργηθεί σημαντικό ρεύμα σε ότι έχει να κάνει με την gothic / vampire διάσταση του ιδιώματος σε ένα ύφος που πρωτοστατούσαν οι Cradle Of Filth και είχε φουντώσει η αγάπη για το thrash (κυρίως για τους Destruction), που οδήγησε σε αυτό που ονομάστηκε black / thrash.

Την ίδια χρονιά κάποιοι αποφάσισαν να προσδώσουν μια καλλιτεχνική διάσταση στον ήχο και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, πέρα από κάθε φαντασία. Περιπτώσεις όπως οι Arcturus και οι Solefald αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παράλληλα οι μεγάλοι Emperor κυκλοφορούν το "Anthems To The Welkin At Dusk" που αναγράφει στο οπισθόφυλλο το «Emperor perform sophisticated black metal art exclusively». Το άλμπουμ δικαιώνει απόλυτα αυτό τον ισχυρισμό και δείχνει ότι το black metal μπορεί να σχετιστεί με στιγμές πραγματικής τέχνης και υψηλής δημιουργίας.

Μια κομβική και σημαντική επίσης στιγμή στην εξέλιξη της σκηνής υπήρξε το "Themes From William Blake's The Marriage Of Heaven And Hell" με το οποίο οι Ulver χρησιμοποίησαν, εκτός των άλλων, στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής, διατηρώντας ωστόσο μια σκοτεινή ατμόσφαιρα στις συνθέσεις τους. Το πιο σημαντικό ήταν ότι αυτή η θεαματική και καθοριστική αλλαγή στον ήχο έγινε αποδεκτή ακομπλεξάριστα από σημαντικό ποσοστό οπαδών του χώρου.

Όλα αυτά τα χρόνια είδαμε πολλά. Οι Flereuty πειραματίστηκαν το 1995 με κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και post black metal, πριν ακόμα εμφανιστεί το post, οι  Enslaved ένιωσαν ότι περιορίζονταν στο black / viking metal και έδωσαν μια έντονα progressive διάσταση στον ήχο τους, πριν στραφούν αποκλειστικά σε αυτό, οι Thorns χρησιμοποίησαν industrial ήχους και αισθητική, οι Solefald περιπλανήθηκαν σε avant garde πεδία, oι Arcturus προσέδωσαν μια έντονη θεατρικότητα στον ήχο τους, ενώ οι Dodheimsgard συνέθεσαν την πιο παρανοϊκή μουσική στην ιστορία, τη στιγμή που ακόμα και οι Mayhem στο "Grand Declaration Of War" το 2000 εγκαταλείπουν το παραδοσιακό τους ύφος για χάρη ενός μετα-αποκαλυπτικού σκηνικού.

Για κάθε περίπτωση συγκροτήματος όπως οι Darkthrone και οι Marduk που υπηρετούσαν την παράδοση, υπήρχαν μπάντες όπως οι In The Woods..., αλλά και οι νεότεροι Virus που χαράσσουν καινούρια progressive / avant garde μονοπάτια.

Νεότερα συγκροτήματα, όπως είναι οι Wolves In The Throne Room, οι Fen, οι Agalloch αποτέλεσαν σημαντικές μονάδες σε αυτό που την τελευταία δεκαετία ονομάστηκε post black metal, αλλά και οι Ιρλανδοί Altar Of Plagues απομακρύνθηκαν από τις συνήθεις νόρμες, πριν διαλυθούν οριστικά μετά την κυκλοφορία του μοναδικού "Teethed Glory And Injury" το 2013.

Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που τέτοιου είδους πειραματισμοί προκάλεσαν τις αντιδράσεις οπαδών, αλλά από την άλλη ήταν πολλοί αυτοί που γοητευτήκαν, αποδέχτηκαν και αναγνώρισαν αυτά τα εγχειρήματα.

Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι από όλους αυτούς που δραστηριοποιήθηκαν στο black metal διακρίθηκαν από ένα ιδιαίτερο ταλέντο και προσέφεραν πραγματικά αριστουργήματα. Λόγω κυρίως του γεγονότος ότι προέρχονται από το χώρο αυτό, δεν χαίρουν της αναγνώρισης που δικαιούνται, καθώς το έργο τους ήταν δύσκολο να εκτιμηθεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο. Η προσφορά τους ωστόσο είναι σημαντική και αδιαμφισβήτητη και η μετέπειτα πορεία κάποιων εξ' αυτών σε ηχοτόπια διαφορετικά, απέδειξε εκ νέου τις δυνατότητες τους και το πολύπλευρο ταλέντο τους.

(ΑΚ)

Cursed In Eternity

Όπως συμβαίνει με κάθε μουσικό είδος που έχει ιστορία και χαρακτήρα, έτσι και με το black metal τίθεται το ερώτημα μέχρι που μπορεί να φτάσει και τι μπορεί να προσφέρει ακόμα. Θεωρείται δεδομένο ότι έχει διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο με πληθωρική παρουσία και πειστικούς πειραματισμούς.

Ένα ερώτημα που έχει προκύψει πρόσφατα αφορά στο τι μπορεί να θεωρηθεί στις μέρες μας black metal. Καθώς ο ήχος έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια, νέες τάσεις έχουν προκύψει το ερώτημα παραμένει εάν ακούσματα που δεν έχουν σχέση με τον πρωτογενή ήχο μπορούν να θεωρηθούν black metal.

Σε πρόσφατη συνέντευξη (Terrorrizer # 237) ο Ihsahn, ένας από τους αυθεντικούς και παλαιότερους εκπροσώπους του χώρου, τονίζει το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οτιδήποτε μαύρο και σκοτεινό μπορεί να αποτελέσει κομμάτι του χώρου. Δηλώνει εμφατικά ότι στο black metal δεν είναι ο ήχος, αλλά το attitude και η ατμόσφαιρα που κάνουν τη διαφορά και είναι αυτά που χαρακτηρίζουν το ύφος του κάθε συγκροτήματος.

Είναι ελπιδοφόρο ότι νεότερα συγκροτήματα τολμούν και πειραματίζονται και κάνουν πράγματα που δεν τα έχουμε ξανακούσει. Οι πρόσφατα διαλυμένοι Altar Of Plagues αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα, ακόμα και αν στο τελευταίο τους άλμπουμ απομακρύνθηκαν αισθητά ακόμα και από το metal. Οι Oranssi Pazuzu, Stagnant Waters, Ne Obliviscaris, Negative Plane, Aosoth, Ascension, Krallice, είναι κάποια από τα συγκροτήματα με κατακτούν κορυφές, το καθένα με την φιλοσοφία του και που δείχνουν να μπορούν να τραβήξουν το κάρο και να το πάνε λίγο μακρύτερα. Οπωσδήποτε πάντα ακολουθούν παλιότερα συγκροτήματα που μπορούν να προσφέρουν όπως έκαναν όλα αυτά τα χρόνια.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θα υπάρχουν πάντα οι θιασώτες, και βεβαίως οι μπάντες που θα τους ικανοποιούν, οι οποίοι παραμένουν αφοσιωμένοι σε πιο παραδοσιακά και πιο ορθόδοξα μονοπάτια, κρατώντας κάποιες σημαίες ψηλά. Βέβαια πέρα από αυτούς υπάρχουν πολλά νεότερα συγκροτήματα που προσέφεραν μεγάλες συγκινήσεις και ορισμένοι κατάφεραν να θεωρούνται άξιοι συνεχιστές της παράδοσης των παλαιότερων του χώρου.

Η πεποίθηση των «μεταλοπατέρων» ότι τίποτα αξιόλογο δεν κινείται στο metal σήμερα, είναι ούτως ή άλλως εσφαλμένη, αλλά ειδικά για το black metal φαντάζει αστεία. Μια ολοζώντανη μουσική σκηνή, ραγδαία εξελισσόμενη και συνεχώς μεταλλασσόμενη, πειραματίζεται και μεγαλουργεί, με μπάντες που ορκίζονται να κορέσουν την δίψα ακόμα και του πιο απαιτητικού ακροατή.

Γίνεται προφανές ότι μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να τελειώσει ποτέ και ασφαλείς εικασίες για το μέλλον του χώρου δεν μπορούν να γίνουν. Αυτό που πριν από μερικά χρόνια ονομάστηκε post black metal και θεωρήθηκε το  next big thing μάλλον δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες και ξεφούσκωσε, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν μπορείς να προδικάσεις το μέλλον.

(ΑΚ), (ΤΔ)



Κάθε αφιέρωμα που σέβεται τον εαυτό του περιλαμβάνει και μια λίστα. Η δική μας λίστα, η οποία θα δημοσιευτεί στις 27 Ιουνίου, θα σας παρουσιάσει τα συγκροτήματα με την πιο σημαντική παρουσία και προσφορά, τους ξεχωριστούς και ιδιαίτερους καλλιτέχνες, τους υπηρέτες του αυθεντικού ήχου αλλά και αυτούς που πειραματίστηκαν εκτός των ορίων του ιδιώματος.
  • SHARE
  • TWEET