Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Between The Buried And Me
The Blue Nowhere
Μία ακόμη περιδίνηση στο χαοτικό prog των BTBAM, με μία μουσική παλέτα που όσο συναρπάζει, άλλο τόσο μπορεί και να εξαντλεί
Αν αποσυνθέσεις τους Between the Buried and Me (ΒΤΒΑΜ), θα σου μείνει ένα concept album, μία ξεσαμάρωτη συνθετική προσέγγιση, μπόλικο prog, αρκετές metalcore παραφυάδες, και πολλή, μα πάρα πολλή πληροφορία. Εντάξει, δεν τα λες και λίγα, αλλά φαίνεται πως με άλλα τόσα τους ξαναφτιάχνεις. Τουλάχιστον, με αυτά τα συστατικά ξαναφτιάχνουν οι ίδιοι τον εαυτό τους, ξανά και ξανά, με κάθε νέα κυκλοφορία, και το "The Blue Nowhere" δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στο πιο βατό και μελωδικό άλμπουμ τους απ’ την εποχή του "Coma Ecliptic", οι Between the Buried and Me για πρώτη φορά δουλεύουν ως τετράδα. Με ένα μικρής κλίμακας δράμα να έχει εκτυλιχθεί εδώ και δύο χρόνια περίπου με τον κιθαρίστα τους Dustie Waring (που μπορεί να σχετίζεται με κάποιες καταγγελίες παρενόχλησης ή/και την απόδοση και την συμπεριφορά του εντός του συγκροτήματος), το συγκρότημα απ’ τη Νότια Καρολίνα αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να προχωρήσουν μείον έναν, κάτι το οποίο ηχητικά δεν γίνεται αντιληπτό. Η παράνοια και η αδιάκοπη ροή ιδεών και πληροφορίας παραμένουν αμείωτα, τα ξεχού περάσματα από bluegrass και jazz τα βρίσκουμε κι εδώ, με θεατρινισμούς, riffs, και μεγαλεπίβολες συνθέσεις. Στα εβδομήντα λεπτά διάρκειας του άλμπουμ, δύσκολα θα βρεις κενό κι υποεκπροσώπηση, αφού ο horror vacui που έχουν οι BTBAM επιτρέπει μόνο ένα διάλειμμα στον υπερερεθισμό, το "Pause", ένα τρίλεπτο ιντερλούδιο, που δεν στερείται φυσικά της δικής του οργάνωσης, εξέλιξης, και κλιμάκωσης.
Να μισοπαραδεχτώ ότι μιλάω με λεπτές στρώσεις ειρωνείας για το γνώριμο modus componendi του συγκροτήματος, παρ’ όλο που είμαι λάτρης της δουλειάς τους. Αυτό διότι το "The Blue Nowhere" μοιάζει να βαρύνεται αυτή τη φορά απ’ τα κλισέ του είδους, αλλά και της ηχητικής φυσιογνωμίας των μουσικών, αντί να εξυψώνεται και να ανδεικνύεται. Οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του δίσκου, δηλαδή, είναι αυτές που ξεφεύγουν απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει. Το κομμάτι που ανοίγει το δίσκο "Things We Tell Ourselves In The Dark" ήταν ιδανικό πρώτο single, ακριβώς διότι έδειξε μία πτυχή που σπάνια συναντούμε στους BTBAM. Funk μπασογραμμές που λοξοκοιτάζουν Prince, ‘80s feel, poppy φωνητικές γραμμές, σ’ ό,τι πιο κοντινό θα μπορούσαν να βγάλουν ως φόρο τιμής στο τελευταίο Haken.
Αντίστοιχα, ο δίσκος θα κλείσει με το ομώνυμο και το "Beautifully Human", που αποτελούν δύο εκπληκτικές στιγμές. Το πρώτο ξεκινάει με την καλύτερη Devin Townsend εισαγωγή που δεν έγραψε ο Devin Townsend, και αναδεικνύεται ως μία πρωτότυπη σύνθεση που θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί και ως radio-friendly (ίσως και με το κατάλληλο edit), με μία Coldplay – κι όμως - απαλότητα στο κουπλέ, κι ένα μεγάλο ρεφραίν. Ομοίως το "Beatifully Human", που με τα εισαγωγικά του αρπίσματα κλείνει το μάτι στο "Swim to the Moon" απ’ το προ δεκαπενταετίας "The Great Misdirect", και κλείνει το δίσκο με μελωδία, ξεκάθαρες ιδέες, και προοπτική.
Ίσως όχι τυχαίο πως κανένα απ’ αυτά τα τρία κομμάτια δεν ξεπερνά τα oκτώ λεπτά, βρίσκοντας έτσι ένα μονοπάτι που μπορεί να χωράει μεν τον μαξιμαλισμό τους, αλλά χωρίς να τον αφήνει αχαλίνωτο. Κι όσο για το συχνό prog δικαιολόγημα πως το κοινό φταίει που έχει διάσπαση προσοχής και δεν μπορεί να αφιερωθεί σ’ έναν δίσκο, είναι κάπως ειρωνικό να λέγεται όταν η ίδια η δομή των κομματιών δεν ξέρει προς ποια κατεύθυνση θέλει να πάει. Ο λόγος για τα μακροσκελή "Absent Thereafter", "Psychomomentum", και "Slow Paranoia", που εναλλάζουν θέματα, riffs και είδη, ενώ δεν αισθάνονται καμία ανάγκη να αφήσουν υλικό να τριμαριστεί και να μείνει στο πάτωμα. Για να φτάσουμε στο ζουμερό riff του "Psychomomentum", επί παραδείγματι, πρέπει να περάσουν πρώτα κάπου πέντε λεπτά συγχρονισμένης και πολυμετωπικής επίθεσης, μέχρι που διαφαίνεται μία υποψία κατεύθυνσης για ένα διάστημα, που θα διαλυθεί από το τυπικό "prog-μπάντα-το-γυρίζει-σε-παράνοια-γιατί-αυτό-είναι-prog", κι όταν ακούμε το πανέμορφο break είκοσι δευτερόλεπτα μετά το όγδοο λεπτό, αναρωτιόμασταν πώς θα ακουγόταν το ίδιο τραγούδι αν κάποιος έπαιρνε την ευθύνη να το χτενίσει.
Οι BTBAM είναι παιχταράδες, και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Όπως λέει κι ο Tommy Rogers στην συνέντευξη που έδωσε στον Χρήστο Καραδημήτρη, η σύνθεση γι’ αυτούς είναι μια πολύ πιο εύκολη και ρευστή διαδικασία απ’ όσο μπορεί να φαντάζεται ο κόσμος. Αυτή η ικανότητά τους, όμως, είναι μάλλον που δρα προνομιακά, και γι’ αυτό εις βάρος των άλλων. Εφόσον διασφαλίζεις ότι η ταχύτητα, η τεχνική, το εύρος, και οι ιδέες δεν συνιστούν πρόβλημα, τότε μένει να μπορέσεις να τα συνδυάζεις ώστε να χτίσεις μία προοπτική. Συνεχίζει, μάλιστα, λέγοντας πως τα πιο λιτά (sic) κομμάτια τους, ανέδειξαν μία ενδιαφέρουσα πλευρά που θα τους άρεσε να εξερευνήσουν. Ελπίζω ότι θα συνειδητοποιήσουν πως, καθότι πλέον αποτελούν βετεράνους του είδους, δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα και σε κανέναν, οπότε μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε κατεύθυνση θέλουν, χωρίς να επιστρέφουν στην επιτυχημένη συνταγή. Άλλα συγκροτήματα έχουν αυτή την υποχρέωση∙ αμφιβάλλω αν οι εν λόγω βρίσκονται ανάμεσά τους.