Belphegor

The Devils

Nuclear Blast Records (2022)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 06/07/2022
Οι Αυστριακοί παραμένουν σταθεροί στο ιδιαίτερο black/death metal τους και το δωδέκατο άλμπουμ τους δικαιούνται μια θέση στην αφρόκρεμα του ήχου
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είμαι υπέρμαχος της άποψης πως η διατήρηση του προσωπικού ηχοχρώματος ενός συγκροτήματος είναι θεμιτό να υπερβαίνει τη διάθεσή της για διαφοροποίηση. Αν, και κατά μία έννοια, η άρνηση μιας κατάστασης μπορεί να επιφέρει την εξέλιξή της, μερικές φορές, η αναγωγή μιας τέτοιας οδού σε αυτοσκοπό μπορεί να δρμολογήσει επιφανειακά και επιτηδευμένα αποτελέσματα. Για όσα άτομα παρακολουθούν τον black/death metal ήχο, το όνομα των Belphegor είναι συνώνυμο με μια ηχητική σταθερότητα.

Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως η δισκογραφία των Αυστριακών, στις τέσσερις, αισίως, δεκαετίες της ύπαρξής της, δεν παρουσίασε σκαμπανευάσματα. Από την εξαιρετική εκκίνηση, με δίσκους όπως το "Blutsabbath" (1997) να θεωρούνται σημεία αναφοράς στον εν λόγω ήχο, πέρασαν σε μια μεταβατική περίοδο που φάνηκε να επανέρχεται αρχές προς μέσα των ‘00s, όταν μαζί με τους Behemoth και μερικούς άλλους (Γάλλους κατά βάση), έδιναν όψη στη συνένωση αμερικανικής κοπής death metal με σουηδικής προέλευσης black metal μελωδίες και αισθητική, με ενίοτε εξαιρετικά αποτελέσματα ("Pestapokalypse VI"), που διατηρήθηκαν για μερικά άλμπουμ.

Η προηγούμενη δεκαετία δεν παρουσίασε ανάλογης ποιότητας κυκλοφορίες από τη δυάδα, αν και το "Totenritual" (2017) ήταν αισθητή βελτίωση στο ύφος του "Conjuring The Dead". Παρόλα αυτά όμως, το πείσμα, παρά τα συχνά εμπόδια που συνάντησε στην πορεία, ο ιθύνων νους Helmuth, κατάφερε να διατηρήσει το συγκρότημα στο προσκήνιο, έχοντας αποκτήσει μάλιστα και πιστό πυρήνα οπαδών. Η δισκογραφική επιστροφή του συγκροτήματος, πέντε χρόνια μετά, με το, ελαφρώς γραφικά ονομασμένο, "The Devils", θα το βρει στην καλύτερη στιγμή του εδώ και 15 χρόνια.

Ο ήχος παραμένει ο γνώριμος, και η προέλευση των riffs αλλά και των δομών συχνά είναι η αναμενόμενη. Η παραγωγή, ογκώδης και διαυγής, και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς σε τέτοια δισκογραφική. H έναρξη με το εισαγωγικό ομότιτλο άσμα είναι μεν ελαφρώς τυπική, αλλά στη συνέχεια το "Totentanz - Dance Macabre" ανεβάζει άμεσα τον πήχη, βρίσκοντας το σχήμα να ξεδιπλώνει, με χαρακτηριστική άνεση, όλα του τα χαρακτηριστικά. Οι Belphegor, δίχως να αποταχθούν όμως την αναγνωρίσιμη ταυτότητά τους, επέλεξαν να συνεχίσουν το μοτίβο της διαφοροποίησης σε ταχύτητες και την εκμετάλλευση της θεατρικότητας του ήχου τους. Έτσι, το "Glorifizierung des Teufels" δίνει γρήγορα μια ενδιαφέρουσα πνοή, η οποία θα γίνει άνεμος στο, ομοίας αισθητικής, "Virtus Asinaria - Prayer". Στον αντίποδα, το τρίλεπτο "Kingdom Of Cold Flesh" με το ανατολίτικο εισαγωγικό riff επαναφέρει την ένταση στο μαύρο.

Σε 43 λεπτά οι Belphegor καταφέρνουν να παρουσιάσουν ένα απολαυστικό άλμπουμ. Μπορεί στο φινάλε το medley "Blackest Sabbath 1997" των κλασικών "Blackest Ecstasy" και "Blutsabbath", να ξεχωρίζει με χαρακτηριστική άνεση όπως όμως και να αναιρεί εν μέρει όσα ισχυριζόταν πριν από οκτώ χρόνια ο Helmuth, ελπίζω όχι για να συμπληρωθεί η απαιτούμενη διάρκεια, αλλά εν τέλει το "The Devils" είναι ένας δίσκος που παραδίδει όσα υποσχέθηκε, από ένα σχήμα ταγμένο στην τέχνη του. Βέβαια, το, ουσιαστικό κλείσιμο του δίσκου, με το "Creature Of Fire" δείχνει πως ακόμη και 30 χρόνια μετά, οι Αυστριακοί έχουν ακόμη ενδιαφέρουσες ιδέες. Οι Belphegor επέστρεψαν, ευτυχώς, και δείχνουν το πώς μπορεί ένα σχήμα που «ανοίγεται» σε μεγαλύτερα ακροατήρια να μην χάνει την ηχητική του ακρότητα.

  • SHARE
  • TWEET