ProgSession #52: Autograph

Το progressive rock πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα

Από τον Σπύρο Κούκα, 07/11/2018 @ 12:36

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 52:

Autograph - Автограф
(Melodija, 1986)

Autograph - Автограф

Η ασφάλεια και οι διευκολύνσεις που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογική πραγματικότητα στη διάδοση της πληροφορίας, τείνει να οδηγήσει στη λήθη την ανάμνηση των διαφορών και των δυσκολιών που υπήρχαν κάποτε, στην πραγματικότητα όχι πολλά χρόνια πριν. Συγκεκριμενοποιώντας, δε, την κουβέντα, στον καθαρά μουσικό τομέα, οι νεότερες γενιές έχουν συνηθίσει στην εύκολη πρόσβαση και την ύπαρξη πολλών διαφορετικών μέσων με τα οποία μπορούν να έρθουν σε επαφή με μουσικές από όλο τον κόσμο, γεγονός που τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες από εκείνη του 2000, δεν ίσχυε σε καμία των περιπτώσεων.

Μάλιστα, το τεχνολογικό εμπόδιο δεν υπήρξε ο σημαντικότερος παράγοντας περιορισμού, καθώς στην περίοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κοινωνικές αντιφάσεις, ο ιδεολογικός διχασμός και οι πολιτικές ανακατατάξεις που επικρατούσαν ανά τον κόσμο, προωθούσαν την εικόνα του επαναστατικού - και, επαγωγικά, επικίνδυνου - τρόπου έκφρασης για την ευρύτερη rock μουσική και τον «τρόπο ζωής» που, φαινομενικά, εκείνη εξέφραζε.

Μεταφερόμενοι στη Σοβιετική Ένωση, και ρίχνοντας μια ματιά στα όσα επικρατούσαν εκεί την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (1947 - 1991), δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η απαγόρευση που επικρατούσε για καθετί που αφορούσε το Δυτικό Κόσμο, πόσο δε μάλλον για τη μουσική και, γενικότερα, τις τέχνες εκτός του Ανατολικού Συνασπισμού. Οτιδήποτε πέραν του Σιδηρούντος Παραπετάσματος εθεωρείτο διεφθαρμένο και δυνητικά βλαπτικό για τον πληθυσμό και, κυρίως, για την εκκολαπτόμενη νεολαία, συνεπώς η οποιαδήποτε επαφή με την rock επανάσταση που λάμβανε χώρα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες και, λίγο έπειτα, Γερμανία, ήταν από απόλυτα περιορισμένη για τους ιδιαίτερα προνομιούχους έως κυριολεκτικά ανύπαρκτη για όλους τους υπόλοιπους.

Με τα σύνορα κλειστά, ήταν πρακτικά αδύνατο για τον απλό κόσμο ακόμη και να γνωρίζει την ύπαρξη του Elvis Presley ή των Beatles, πόσο μάλλον να έχει ακούσει οτιδήποτε τους αφορά ή - αν είναι δυνατόν - να κατέχει κάποιο άλμπουμ με τα πεπραγμένα τους. Οι μόνοι που είχαν τη δυνατότητα επαφής με το Δυτικό Κόσμο και μπορούσαν να περνούν σύνορα του Παραπετάσματος απρόσκοπτα ήταν οι αξιωματούχοι του κομμουνιστικού κόμματος και οι πράκτορες της KGB, οι οποίοι και πρέπει να θεωρούνται οι κύριοι «υπεύθυνοι» για την αρχική διάδοση των ξενόφερτων μουσικών στη Σοβιετική νεολαία, έστω και άθελα τους.

Φέρνοντας από τα ταξίδια τους στο εξωτερικό δίσκους, έδιναν στα παιδιά τους την ευκαιρία να γνωρίσουν αυτές τις «απαγορευμένες» μουσικές που άνθιζαν εκείνη την περίοδο στον υπόλοιπο κόσμο και εκείνα, με τη σειρά τους, αντιγράφοντας και πουλώντας τες, τις διέδιδαν στον περίγυρο τους χέρι με χέρι, σαν ένα καλά κρυμμένο αλλά τελικά κοινό μυστικό από τους έχοντες στους μη έχοντες. Παράλληλα, με το κίνημα των Stilyagi (κατ’ αναλογία, το hipster κίνημα της εποχής στη Σοβιετική Ένωση) να τραβά ολοένα και περισσότερους νέους στις τάξεις του μέχρι τις αρχές των '60s, οι περίφημοι "bone records" (ή αλλιώς "music on the ribs"), ήτοι δίσκοι-αντίγραφα, φτιαγμένοι από παλιές ακτινογραφίες νοσοκομείων με "home made" πρακτικές και διαμοιρασμό στη μαύρη αγορά, έκαναν θραύση, τουλάχιστον μέχρι οι αυστηροί περιορισμοί σχετικά με τη ξενόφερτη μουσική και οι τεχνολογικές εξελίξεις (ταυτόχρονα με το φυσιολογικά αυξημένο ρυθμό φθοράς του μέσου) οδηγήσουν το φαινόμενο σε σταδιακό μαρασμό.

Λογικό κι επόμενο, η ύπαρξη αμιγώς rock συγκροτημάτων στον σοβιετικό χώρο, υπήρξε για χρόνια ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ή τουλάχιστον ένα γεγονός για το οποίο, αναμενόμενα, δεν υπάρχουν επίσημα καταγεγραμμένες αναφορές, με τους Pojuschie Gitary, τους Tsvety και τους Aquarium (του πρωτοπόρου Boris Grebenshchikov) να είναι τα πρώτα σχετικά ονόματα που θα έκαναν την εμφάνιση τους, κάπου στα late '60s/early-mid '70s. Για συναυλίες ευρείας κλίμακας, τουλάχιστον όπως τις έχουμε κατά νου, ούτε λόγος, αφού ορισμένες εμφανίσεις σε περιορισμένο κύκλο (τα επονομαζόμενα - για ευνόητους λόγους - και "apartment concerts") ήταν ό,τι κοντινότερο ήταν δυνατόν, με το φόβο της Militsiya (ήτοι οι αυστηρές σοβιετικές αστυνομικές δυνάμεις) πανταχού παρόντα.

Το σημείο καμπής για την Σοβιετική rock σκηνή φαντάζει το "Tbilisi-80", το πρώτο επίσημο rock φεστιβάλ στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας, το Μάρτιο του 1980. Έχοντας τη φήμη του «Σοβιετικού Woodstock», αν και στην πραγματικότητα υπήρξε περισσότερο ένας μουσικός διαγωνισμός που εξυπηρετούσε ταυτόχρονα αρκετά πολιτικά συμφέροντα, ανέδειξε ωστόσο αρκετούς σημαντικούς δημιουργούς της περιοχής, ανάμεσα τους και τους Autograph του Alexander Sitkovetsky, εκ των πιο σημαντικών πιονέρων της progressive rock σκηνής της ΕΣΣΔ.

Η μπάντα, αποτελούμενη από επαγγελματιές μουσικούς και προσανατολισμένη σε περισσότερο οργανικές και τεχνοκρατικές φόρμες - σε σχέση με τον περίγυρο της, που επέλεγε να ρίξει το βάρος στο φωνητικό κομμάτι - υπήρξε πιθανόν η πλέον τεχνικά άρτια μπάντα της γενιάς της. Έχοντας, μάλιστα, κερδίσει τη δεύτερη θέση στο προαναφερθέν φεστιβάλ-μουσικό διαγωνισμό, μπορούσε να έχει σαφώς μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων με τις «ευλογίες» του κρατικού μηχανισμού και, προφανώς, μεγαλύτερη προβολή και αναγνωρισιμότητα, όντας από τις πρώτες σοβιετικές μπάντες που θα έπαιζε ζωντανά εκτός συνόρων (και, συγκεκριμένα, σε Βουλγαρία, Τσεχία και Ουγγαρία).

Φθάνοντας στο 1986, το πρώτο επίσημο άλμπουμ του σχήματος θα ήταν γεγονός, το οποίο θα αποκάλυπτε μια στροφή της μπάντας στον ήχο της εποχής, μπολιάζοντας αρκετά AOR και new wave στοιχεία στον παραδοσιακό art rock ήχο της και δημιουργώντας ένα crossover prog υβρίδιο που είχε σαν βάση τα πλήκτρα. Το εναρκτήριο "SOS", με τα synth keys του και τις κλασσικές δομές που έφερναν στο νου τους ELP (αλλά και τους Kansas εκείνης της περιόδου) επιτελούσε επαρκέστατα το καθήκον μιας αρκούντως ενδιαφέρουσας αρχής, αν και το φιλοπρόοδο rock του (φόρου τιμής στο έργο και τη μνήμη του John Lennon) "Requiem (To The Memory Of John Lennon)" θα αποτελούσε τη δημιουργική κορωνίδα όχι μονάχα της μπάντας, αλλά και ολόκληρης της σκηνής που εκείνη εκπροσωπούσε.

Από κοντά βρίσκονται και οι συνθέσεις που ακολουθούν εκείνο σε σειρά εμφάνισης, με το "Monologue" να ξεχωρίζει λίγο περισσότερο χάρη στις κλασσικίζουσες νόρμες του και τις φωνητικές γραμμές του Arthur Berkut που, αν και τραγουδάει σε ολόκληρο το δίσκο στη μητρική του γλώσσα, καταφέρνει να παραδώσει ανταγωνιστικές ερμηνείες που αξιολογούνται ανάλογα από έναν υποψιασμένο ακροατή. Έτσι, και με το σχήμα να έχει ήδη μερικά σπουδαία επιτεύγματα στο ενεργητικό του (μεταξύ των οποίων τη συμμετοχή στο Live Aid του 1985), θα κατάφερνε, κατόπιν του ντεμπούτου του, να εμφανιστεί τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην δυτική Ευρώπη και τη Νότια Αμερική, σε χώρους αξιοσημείωτης δυναμικής.

Βρισκόμασταν, ωστόσο, σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών, κάτι το οποίο θα επηρέαζε αναλογικά και την ολοένα αυξανόμενη δημοφιλία των Autograph μέχρι τότε. Ο «εξαμερικανισμός» της μπάντας θα την ωθούσε στο να χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, και το "Tear Down The Border" (που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τη διάλυση της, το 1991) θα αποτελούσε ένα μάλλον μέτριο ποιοτικά κύκνειο άσμα, σφραγίζοντας την πτώση της που, ειρωνικά σχεδόν, συνέπεσε με την αντίστοιχη της Σοβιετικής Ένωσης την ίδια περίπου περίοδο.

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η επανένωση των Autograph θα συνέβαινε για τον εορτασμό των 25 χρόνων τους, με μια εκτεταμένη περιοδεία εντός των ρωσσικών τοιχών να πραγματοποιείται και να ολοκληρώνεται με μια εντυπωσιακή συναυλία στο Ολυμπιακό στάδιο της Μόσχας. Έκτοτε, η μπάντα βρέθηκε μαζί ξανά για άλλη μια φορά το 2012 και πάλι στη Μόσχα (και στα πλαίσια του "Legends Of Russian Rock" συναυλιακού δρώμενου), με περαιτέρω σχέδια δραστηριοτήτων της να μην υπάρχουν στον ορίζοντα. Το λιθαράκι της, πάντως, στην ανάδειξη της (progressive) rock μουσικής το έχει βάλει και με το παραπάνω ακόμη κι έτσι, δραστηριοποιούμενη σε συνθήκες, εποχές και περιοχές που η έννοια της καλλιτεχνικής δημιουργίας έμοιαζε σχεδόν ποινικά επιλήψιμη - και έστω και μόνο για αυτό, αξίζει το σεβασμό μας.

  • SHARE
  • TWEET