Guilfest @ Guildford (Αγγλία), 11-12/07/09

Από τον Κώστα Σακκαλή, 17/09/2009 @ 17:51
Το φεστιβάλ του Guilfest είναι ένα κατά βάση τοπικό φεστιβάλ που αφορά κυρίως την περιοχή του Guildford. Η σχετικά κοντινή του απόσταση όμως από το Λονδίνο και κυρίως η παρουσία σε αυτό του νέου αστέρα του blues rock, αξιότιμου κυρίου Joe Bonamassa, υπήρξαν καθοριστικά κριτήρια για την παρουσία μου σε αυτό. Το υπόλοιπο πρόγραμμα ήταν μάλλον συμπληρωματικό, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορώ να πω ότι δεν υπήρξαν ουκ ολίγες απολαυστικές στιγμές.

Η πρώτη μέρα του τριημέρου είχε ως headliners τους Motorhead και τους πλαισίωναν στις τρεις βασικές σκηνές ονόματα όπως οι Stranglers και Nouvelle Vague. Όπως γίνεται κατανοητό, το συγκεκριμένο φεστιβάλ εστιάζει στην ποικιλία και ουχί στην ειδίκευση, με αποτέλεσμα μία χαρακτηριστική πολυμορφία που σε αγκάλιαζε κάνοντας τις βόλτες σου από σκηνή σε σκηνή, όπως διαπιστώσαμε και ιδίοις ώτοις την επόμενη ημέρα. Και λέω την επόμενη, διότι η πρώτη μέρα του φεστιβάλ μας βρήκε αρκετά χιλιόμετρα μακριά να παρακολουθούμε τους Thunder (www.rocking.gr/article6206.php) και καθόλου δε μετανιώσαμε για αυτό.

Η δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ έμελλε λοιπόν να είναι και η πρώτη δική μας και ξεκίνησε με τη Linda Lewis επί σκηνής να τραγουδάει με τη χαρακτηριστικά soul φωνή της και να παιχνιδίζει με το κοινό. Αν και βρίσκεται στο «κουρμπέτι» από τα 60s, η προσωπική της καριέρα είναι μικρή, σε πλήρη αντίθεση δηλαδή με τις συμμετοχές της σε δίσκους άλλων. Ευχάριστη, αλλά όχι εντυπωσιακή, μας έβαλε στο κλίμα του φεστιβάλ πριν καλά καλά έχουμε την ευκαιρία να περιδιαβούμε το χώρο... Το οποίο κάναμε αμέσως μετά και εκμεταλλευόμενοι το κενό ενδιαφέροντος που είχε στο πρόγραμμα ερευνήσαμε τις πάμπολλες σκηνές με μαγαζάκια και τις ακόμα περισσότερες με φαγητά κάθε κουζίνας (από ιταλική μέχρι ταϋλανδέζικη), τα οποία θα τιμούσαμε φυσικά στη συνέχεια. Επίσης εντυπωσιακό ήταν το πόσο οικογενειακό ήταν το κλίμα, με γονείς και παιδιά κάθε ηλικιών να έχουν κατασκηνώσει στο χώρο και να απολαμβάνουν αυτό που φανερά για αυτούς ήταν παραπάνω από τη μουσική, ήταν μία τοπική γιορτή.

Με αυτές τις σκέψεις κατευθυνθήκαμε στην τρίτη σε μέγεθος σκηνή, όπου εμφανίζονταν πιο καινούργια ονόματα και συνήθως του πιο σκληρού ήχου. Εκεί μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τους Laika Dog, το συγκρότημα του τραγουδιστή των Terrorvision (τους θυμάται κανείς;), που ρόκαραν όμορφα κυρίως πάνω σε indie μονοπάτια. Αν μη τι άλλο η εμπειρία του frontman δεν κρύβεται.



Στην ίδια σκηνή μεγάλη απήχηση, ειδικά στο νεαρόκοσμο, έδειξαν να έχουν οι Devil Sold His Soul, δικαιολογημένα εν μέρει, αφού τα hardcore / metal τραγούδια τους, σε συνδυασμό με το ασταμάτητο χτύπημά τους στο σανίδι, έβγαζαν πολύ ενέργεια αλλά και ελαφρώς ανωριμότητα.



Επιστροφή για λίγο στη μεγάλη σκηνή, όπου παρακολουθήσαμε για λίγο την παράσταση των Toploader, που είχαν όμορφες pop μελωδίες στη φαρέτρα τους και με αυτές κατάφεραν να κουνήσουν αρκετά σώματα, αν και προσωπικά μου φάνηκαν μάλλον βαρετοί. Η επιτυχία τους "Dancing In The Moonlight" ήταν φανερά η καλύτερη στιγμή τους και μου έδειξαν ότι θα μπορούσαν να βελτιωθούν στη συνέχεια, αλλά ακριβώς εκεί έπρεπε να αφήσω τη συναυλία για να είμαστε παρόντες στο ραντεβού με τον Joe Bonamassa στα παρασκήνια, όπου και θα μας παραχωρούσε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη (περισσότερα για αυτό στο εγγύς μέλλον).



Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να θυσιάσω τους Athlete, που μου φαίνονταν πολλά υποσχόμενοι, τους Kylesa, που είχαμε ήδη δει στο Rockwave, και τους Charlatans. Ας είναι, άξιζε ο κόπος.



Η επόμενη ακολουθία περιελάμβανε την ευχάριστη pop των Lightning Seeds, που όμως μετριαζόταν αρκετά από τη στατική τους παρουσία επί σκηνής, και τον headliner της ημέρας, τον θρυλικό Brian Wilson, εγκέφαλο των Beach Boys. Αυτός εμφανίστηκε στη σκηνή με πολυμελή ορχήστρα (πάνω από 15 άτομα πρέπει να ήταν επί σκηνής) στην προσπάθειά του να μεταφέρει με ακρίβεια στο live τις δαιδαλώδεις ενορχηστρώσεις των δίσκων του.



Το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, αν και ο ρόλος του περιοριζόταν στο να παίζει πιάνο και σπανιότερα να τραγουδάει. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα τραγουδιστής, τα προβλήματά υγείας που τον έχουν χτυπήσει έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.



Σε κάθε περίπτωση, το μισάωρο που παρακολούθησα προμήνυε μία εξαιρετική παράσταση που θα ευχαριστιόμουνα μέχρι τέλους (ή έστω μέχρι να ακουστεί το "Good Vibrations"), αν δεν προέκυπταν δύο μειονεκτήματα. Το ένα είχε να κάνει με τον καιρό, που υγράνθηκε απειλητικά και σε καμία περίπτωση δεν ταίριαζε με τη sunshine & surf pop του Wilson, και το δεύτερο με το γεγονός ότι έπρεπε να τρέξω στη μεσαία σκηνή, όπου ήδη ήταν όλα έτοιμα για να υποδεχτούν τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής μου στο Guilfest, τον Joe Bonamassa.



Από τους 10.000 περίπου θεατές που χοντρικά εκτιμώ ότι είχε ο χώρος, μόλις 1.500 άτομα επέλεξαν να τρέξουν να δουν τον Αμερικανό κιθαρίστα, αριθμός πάντως που στα πρώτα κιόλας τραγούδια διπλασιάστηκε. Αυτό που πολλαπλασιάστηκε με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό ήταν η βροχή που, ενώ όλη μέρα δήλωνε διακριτικά την παρουσία της, επέλεξε (ω τι έκπληξη!) αυτήν ακριβώς τη στιγμή να μετατραπεί σε μπόρα διαρκείας. Αυτό φυσικά δεν πτόησε κανέναν και ο Joe έκανε την εμφάνισή του, ξεκινώντας με το "The Ballad Of John Henry".



Παρατήρηση πρώτη, πολύ χαμηλά, δυστυχώς, στον ήχο τα πλήκτρα αλλά και η κιθάρα του. Παρατήρηση δεύτερη, είναι τόσο εξαιρετικός κιθαρίστας όσο υποψιαζόμαστε. Τα τραγούδια απογειώνονται, τόσο λόγω της έντασης του live, όσο και εξαιτίας των προσεκτικά σχεδιασμένων επεκτάσεων στη εκτέλεσή τους. Καλύτερη στιγμή φυσικά και ήταν το "Sloe Gin" και είμαι σίγουρος ότι η ανατριχίλες που ένιωθα δεν είχαν να κάνουν μόνο με το γεγονός ότι είχα βραχεί μέχρι και το κόκαλο. Άξιοι συμπαραστάτες η ρυθμική βάση του μπασίστα και του drummer, ενώ η πρακτική απουσία των πλήκτρων, που χρειαζόταν προσπάθεια για να τα προσέξεις, συχνά έκανε την μπάντα να μοιάζει με τρίο.



Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά αυτός έκλεισε το φεστιβάλ, headliner θεωρήθηκε ο Wilson, με αποτέλεσμα το set του να ήταν περιορισμένο σε διάρκεια μίας ώρας και κάτι. Σε αυτό το διάστημα προλάβαμε και απολαύσαμε κατά σειρά τα:

"The Ballad Of John Henry" / "So Many Roads" / "Further On Up The Road" / "Sloe Gin" / "Great Flood" / "Lonesome Road Blues" / "Blues Deluxe" / "Just Got Paid" / (encore) "Mountain Time".



Η ικανοποίησή μου για το γεγονός ότι είδα έναν μεγάλο κιθαρίστα σε μία σπουδαία εμφάνιση, στην ακμή της καριέρας του, χάραξε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου για το υπόλοιπο της βραδιάς.

Με το ίδιο χαμόγελο ξεκίνησε και η επόμενη ημέρα, που, βάσει προγράμματος, ήταν αφιερωμένη κυρίως σε ska και reggae ρυθμούς. Παρ' όλα αυτά ξεκίνησε με ένα κλασικό blues rock τρίο, τους Hamsters, που αν και έχουν γίνει γνωστοί κυρίως ως μπάντα διασκευών του Hendrix έχουν και πολύ καλό δικός τους υλικό να προσφέρουν. Ως κατ' εξοχήν συναυλιακή μπάντα, έδωσαν μία πολύ καλή παράσταση που ολοκληρώθηκε με το "Sharp Dressed Man" των ZZ Top και τους τρεις μουσικούς να αλλάζουν μεταξύ τους όργανα.



Τον τόνο της ημέρας έδωσαν αρχικά οι βετεράνοι Beat με το ska punk τους και στους ίδιους ρυθμούς οι Skaville UK. Αμφότεροι κατάφεραν (αν και Βρετανοί) να φέρουν λίγο από τον Τζαμαϊκανό ήλιο στο συννεφιασμένο Guildford και μία ατμόσφαιρα πάρτυ.



Οι κάκιστοι ραπ-κάτι Goldie Lookin Chain που ακολούθησαν στη μεγάλη σκηνή και τα αδιάφορα pop ακούσματα που έρχονταν από τις άλλες σκηνές μας έσπρωξαν με οδηγό τη μύτη στα παρακείμενα «βρώμικα», μέχρι να έρθει η ώρα του σημαντικότερου, κατά τη γνώμη μου, ονόματος τη ημέρας. Μπορεί από τους Wailers του Bob Marley να έχει μείνει μόνο o μπασίστας (θέση κομβική όμως στη reggae μουσική), αλλά το greatest hits set που διαμόρφωσαν και η εξαιρετική απόδοσή τους εμφανώς δεν άφησε κανέναν παραπονούμενο, αφού οι θεατές σαν ένα σώμα χόρευαν και τραγουδούσαν όλους τους στίχους στο ρυθμό τους. Ακούστηκαν κατά σειρά τα:

"Natural Mystic" / "Lively Up Yourself" / "Rastaman Vibrations" / "I Shot The Sheriff" / "Hypocrites" / "Jammin'" / "Waiting In Vain" / "Kinky Reggae" / "Is This Love" / "Three Little Birds" / "One Love".



Η αναμονή για τους headliners της ημέρας μας έδωσε το χρόνο να ρίξουμε μία ματιά στους πολύ καλούς hardcore πάνκηδες Ghost Of A Thousand, που σε μικρή σκηνή έδειξαν τα δόντια τους, αλλά τους αφήσαμε πριν τελειώσουν το σετ τους για να παρακολουθήσουμε (κυρίως από περιέργεια ομολογουμένως) τους Happy Mondays που θα ολοκλήρωναν το φεστιβάλ. Η κίνηση αποδείχθηκε μάλλον λανθασμένη, αν και η εμπειρία θα μου μείνει αξέχαστη. Ομολογώ ότι ποτέ δεν ήμουν φίλος του συγκροτήματος, αλλά αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε τη φαντασία μου. Κακός ήχος, κακά τραγούδια, κακή απόδοση και συνεχόμενα λάθη από το συγκρότημα και επιπλέον ένας (ο Θεός να τον κάνει) χορευτής που επαναλάμβανε μονίμως τις ίδιες τρεις (3) σπαστικές κινήσεις, κρατώντας ένα μπουκάλι Jameson στο χέρι. Το σκηνικό μου φαινόταν τρομερά αστείο, αλλά η αποθεωτική αποδοχή που έτυχαν από μέρος του κοινού με έκανε να απορώ για την ψυχική μου υγεία, οπότε και επέλεξα να αποχωρήσω πριν το τέλος του show τους.



Ως επιμύθιο του διημέρου κρατάω την πραγματοποίηση της φιλοδοξίας να δω τον Bonamassa, αν και όχι με τις καλύτερες (ηχητικές και καιρικές) συνθήκες, και την παρουσία μου σε ένα συμπαθέστατο φεστιβάλ που από πεποίθηση προσπαθεί να ικανοποιήσει όλα τα γούστα, προσφέροντας κάτι για τον καθένα.

Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET