Τάκης Μπαρμπαγάλας (Λευκή Συμφωνία, Will-o-The Wisp, Manticore’s Breath)

Μία ιστορική αναδρομή σε μία καριέρα που από το 1986 μέχρι και κυριολεκτικά σήμερα έχει μόνο υψηλής ποιότητας σταθμούς να επιδείξει

Από τον Κώστα Σακκαλή, 07/03/2016 @ 11:21

Πιθανολογώ ότι, ακόμα και στους πιο ψαγμένους Έλληνες ροκάδες, το όνομα Τάκης Μπαρμπαγάλας αρχικά μπορεί να μη θυμίσει τίποτα. Μια αναφορά σε οποιοδήποτε όμως από τα συγκροτήματα του βιογραφικού του είναι ικανό να συγκινήσει σχεδόν όλη την γκάμα των φίλων του εγχώριου rock. Από τη θρυλική Λευκή Συμφωνία μέχρι την υψηλή τέχνη των Will-o-the Wisp, ο δρόμος που έχει καλύψει είναι θαυμαστός και ο πρώτος προσωπικός του δίσκος έρχεται να καλύψει ένα ακόμα κενό. Με αφορμή αυτό βρίσκουμε το νήμα στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και το ξετυλίγουμε μέχρι σήμερα.

Θα ήθελα να το πιάσουμε από την αρχή το πράγμα, από το 80 και νωρίτερα αν γίνεται. Ας πούμε, πριν τη Λευκή Συμφωνία, υπάρχει κάτι;

Όχι, πριν τη Λευκή Συμφωνία δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχουν μέλη της Λευκής Συμφωνίας μαζί με άλλα παιδιά που στην πορεία αποχωρήσανε και έμεινε η τελική σύνθεση της Λευκής Συμφωνίας.

Είναι ουσιαστικά η Λευκή Συμφωνία συγκρότημα παρέας; Συγκρότημα σχολείου;

Είναι συγκρότημα παρέας.

Η παρέα λοιπόν της Λευκής Συμφωνίας μαζεύτηκε με αγγελίες; Πώς βρέθηκαν οι μουσικοί;

Είχα έναν φίλο, τον Διογένη τον μετέπειτα μπασίστα του συγκροτήματος, που τον είχα χάσει και τον βρήκα μέσα σε ένα λεωφορείο κάποια στιγμή και αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Ο Θοδωρής ο τραγουδιστής ήταν γείτονας, αυτός βρήκε και τον drummer τον Σπύρο και τον έφερε.

Takis Barbagalas1

Ποια είναι τα πρώτα ακούσματα που σας οδηγούνε μαζί με τους υπόλοιπους στην ενασχόληση με τη μουσική; Να πιάσεις κιθάρα και να φτιάξεις γκρουπ;

Τα πρώτα ακούσματα ήρθαν από μεγαλύτερα αδέρφια φίλων και ήταν progressive. Camel, Genesis και τέτοια. Αν και πρώτος δίσκος είναι το "II" των Led Zeppelin, μετά κανένα «κλασικοροκάκι» αλλά στη συνέχεια progressive. Θυμάμαι ότι από τα πρώτα γκρουπ που με οδήγησαν στο να ασχοληθώ με τη μουσική ήταν ένα ελληνικό γκρουπ, οι Apocalypsis.

Κάναμε πολύ πρόσφατα μία συνέντευξη με τον Γιάννη Παλαμίδα!

Πολύ καλό παιδί. Μιλάμε για αρχές 80 όταν πρωτοβγήκε ο δίσκος. Έκαναν πρόβες στο Δάσος Χαϊδαρίου στο σπίτι του μπασίστα (σ.σ. Χάρης Φωτόπουλος) που ήταν φίλος μας και μας έδειχνε κανά ακόρντο. Από εκεί κολλήσαμε, πηγαίναμε καθημερινά στις πρόβες και τους παρακολουθούσαμε, είχαμε «χεστεί» τότε που τους βλέπαμε από κοντά. Από τότε άρχισα να ασχολούμαι και εγώ.

Τους είχες δει και ζωντανά που έκαναν όλο το σόου;

Σχεδόν όλες τις συναυλίες, ήμουν από πίσω. Πρέπει να έχω και φωτογραφίες από τότε.

Παρά αυτές τις επιρροές σου, στη Λευκή Συμφωνία δε βγαίνουν αυτά τα ακούσματα.

Δε βγαίνει, να σου πω όμως το εξής περίεργο. Πέρα από το γνωστό σετ που είχαμε και παίζαμε στις συναυλίες, παίζαμε και γκαραζοψυχεδέλειες. Το οποίο θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή λόγω new wave ακουγόταν περίεργο. Και στις αρχές, πριν βγει ο δίσκος, είχαμε και μαλλιά, ήμασταν σαν παλιοροκάδες. Ακόμα και στον Πήγασο που παίζαμε δύσκολα μας αποδεχόντουσαν.

Ήταν πάντα η Λευκή Συμφωνία ένα σταυροδρόμι μεταξύ hard rock και new wave;

Ο δεύτερος δίσκος, "Ηχώ Του Πόθου", είναι αμιγώς rock δίσκος. Στον πρώτο μάλλον μας είχε συνεπάρει η εποχή, ο ήχος αυτός. Αλλά ακόμα κι εκεί, αν δεις, έχει πιο rock βάσεις από πίσω, μαζί με το new wave.

Ένα από τα περίεργα με τη Λευκή Συμφωνία είναι ότι κυκλοφορήσατε κατευθείαν πρώτο δίσκο σε πολυεθνική.

Πρέπει να σου πω ότι την παραγωγή του πρώτου δίσκου την κάναμε μόνοι μας, με δικά μας λεφτά. Είχαμε πάει σε διάφορες ανεξάρτητες, δε θυμάμαι ποιες τότε, και δεν είχαμε βρει άκρη. Ε, κάποια στιγμή λέμε να δοκιμάσουμε και σε καμμιά πολυεθνική μήπως και κάτσει. Και όντως, δεν ξέρω αν ήταν θέμα τύχης ή συγκυρίας, μας έκατσε. Και μας έκατσε και καλά γιατί το προώθησαν και καλά οι άνθρωποι τότε, ήταν ο Μουρατίδης στις δημόσιες σχέσεις και ο Μάνος Ξυδούς που ανέλαβε την παραγωγή στο δεύτερο δίσκο. Μην ξεχνάμε ότι τότε, νομίζω, είχαμε κάνει και την πρώτη μεγάλη συναυλία και είχαμε κόψει εισιτήρια, είχαμε βγάλει αφίσες μόνοι μας. Στην Αυτοκίνηση αν θυμάμαι καλά.

Είναι αυτός ένας λόγος που δεν υπήρξαν ποτέ οι Λευκή Συμφωνία μέρος του χώρου του τότε ελληνικού rock; Για παράδειγμα βλέπω τα ντοκιμαντέρ που γυρίζονται τώρα για τη σκηνή των 80s, που είναι ωραία και καλά κάνουν και βγαίνουν, και οι Λευκή Συμφωνία δεν είναι πουθενά. Γιατί;

Μου φαίνεται κι εμένα παράξενο και δεν ξέρω γιατί συμβαίνει. Ίσως επειδή δεν ήμασταν ποτέ σε κάποια κλίκα. Πάντα λειτουργούσαμε αυτόνομα, μόνοι μας. Και ό,τι κάναμε το κάναμε μόνοι μας.

Έλειψε μήπως και κάποια πολιτική άποψη;

Όχι τουναντίον. Και στα περιοδικά και τις συνεντεύξεις εκφράζαμε πολιτική άποψη. Καμμία σχέση.

Με το δεύτερο δίσκο γίνεται και μία επιτυχία στο εξωτερικό. Παίζετε στην Ισπανία και σας παίζει και το MTV.

Ναι, στην Ισπανία είχαμε παίξει στην Biennale και μετά ήρθε το MTV και μας ζήτησε να κάνουμε ένα βίντεο. Προφανώς μας ακούσανε και γουστάρανε και ήρθανε από μόνοι τους, ίσως να έπαιξε ρόλο και η πολυεθνική, δε θυμάμαι να σου πω την αλήθεια.

Αυτή η επιτυχία στο εξωτερικό πώς έφτασε ως εσάς, πώς την αντιληφθήκατε; Με πωλήσεις; Με συναυλίες;

Δεν είχε να κάνει με πωλήσεις ή με τη φήμη στο εξωτερικό. Πιο πολύ μας ανέβασε ψυχολογικά. Ούτε τις πωλήσεις επηρέασε, ούτε έγινε κάτι ιδιαίτερο έξω. Απλώς καλά λόγια.

Μετά το δεύτερο δίσκο έρχεται η αποχώρηση.

Είχαμε πάει στη Γερμανία και είχαμε βγάλει κάποια κομμάτια με αγγλικό στίχο, σαν Timedrops, που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Στο πιο rock ύφος του δεύτερου δίσκου.  Μόνο δύο από αυτά, που είναι και δικά μου, βγήκαν με ελληνικούς στίχους στον τρίτο δίσκο. Κάθισα στη Γερμανία κάτι λιγότερο από χρόνο και λίγο επειδή είχε αλλάξει το κλίμα στην μπάντα αλλά και επειδή το Βερολίνο σαν πόλη δε με ενθουσίασε για να μένω μόνιμα, έφυγα.

Ο σκοπός που πήγατε εξαρχής έξω;

Να μείνουμε μόνιμα και να κάνουμε καριέρα εκεί. Θυμάμαι ότι ήταν μία κίνηση αρκετά τολμηρή θα έλεγα γιατί εδώ είχαμε τα πάντα. Θέλαμε κάτι παραπάνω. Κάναμε πολλά lives, σχεδόν κάθε μέρα.

Είχε επιτυχία;

Μας έβαλαν σε περιοδικά, είχαμε καλές κριτικές.

Και πώς δέχονταν τα τραγούδια που ήδη υπήρχαν με τον ελληνικό στίχο;

Ω, κανονικά! Γουστάρανε. Κυλούσε το σετ κανονικά και με τον αγγλόφωνο και με τον ελληνόφωνο στίχο. Σα να μιλάγαμε μία γλώσσα.

Τη συνέχεια των Λευκή Συμφωνία πώς την είδες εσύ; Συνέχισαν να κάνουν επιτυχία, έφτασαν να παίξουν και support στους Metallica και κόπηκε κάπως απότομα η πορεία τους. Κράτησες επαφή;

Βεβαίως, δεν τα χαλάσαμε με τα παιδιά ποτέ. Ήμασταν και είμαστε ακόμα φίλοι. Να σου πω την αλήθεια δε θυμάμαι γιατί σταμάτησαν, προφανώς για εσωτερικούς λόγους.

Φτάνουμε λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ελληνόφωνο rock καλπάζει και εσύ αφήνεις τον ελληνικό στίχο και πας στον αγγλικό.

Έτσι είναι, ναι. Ήταν της στιγμής αυτό. Ουσιαστικά ήθελα να φτιάξω έναν σκληρό ήχο και νομίζω ότι του πήγαινε πιο πολύ ο αγγλικός στίχος. Δεν ξέρω, καλώς ή κακώς, εκείνη την περίοδο νόμιζα και ακόμα νομίζω, ότι ο αγγλικός στίχος είναι αυτό που ταίριαζε στον ήχο. Εν τω μεταξύ τραγουδιστής ήταν ο Μίλτος Τζαλαγιάννης από τους Selefice ο οποίος «το είχε» ο άνθρωπος.

Παρότι μπορεί να ακουστεί περίεργο, νομίζω ότι στους Red Mist φαίνεται στην κιθάρα σου πιο πολύ το μέλλον με τους Will-o-the Wisp κτλ παρά στη Λευκή Συμφωνία.

Ναι, ναι φαίνεται. Αλλά και στη Λευκή Συμφωνία υπάρχουν κιθαριστικά μέρη που θα φανούν στο μέλλον. Όπως για παράδειγμα το σόλο στο "Η Βροχή Πέφτει Δυνατά" είναι χαρακτηριστικό για μετέπειτα κομμάτια. Θα συμφωνήσω όμως ότι στους Red Mist φαίνεται περισσότερο.

Οι Red Mist βγάζουν ένα σινγκλάκι κι έναν δίσκο μόνο.

Θυμάμαι να έχω γυρίσω από Βερολίνο με ορέξεις τρελές για διαφορετικό ύφος, για hard rock μπάντα, με έτοιμες συνθέσεις. Είχα βρει και τα παιδιά και τους είχα στριμώξει άγρια να λειτουργούμε επαγγελματικά, με καθημερινές πρόβες και πολλές συναυλίες. Αλλά το χαρακτηριστικό των Red Mist ήταν ότι έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Πολλά live, πολλές πρόβες, γρήγορα σινγκλάκι, γρήγορα δίσκο και γρήγορα η διάλυση. Κάποια στιγμή είχαμε εσωτερικά προβλήματα, και με τον τραγουδιστή και κάποιος άλλος ήθελε να φύγει, με αποτέλεσμα όλο αυτό να αρχίσει να ξεφουσκώνει και το σταματήσαμε γιατί δεν υπήρχε ανάγκη να το πιέζουμε, δε θα έβγαινε και καλό το αποτέλεσμα. Πλάκα πλάκα ήταν σίγουρα τέσσερα χρόνια η πορεία των Red Mist. Είχαμε κάνει καλό όνομα πάντως, πήγαινε καλά η φάση, υπάρχει και βίντεο που είχαμε κάνει τότε, το έχω ανεβάσει πλέον και στο youtube.

Μέχρι και τους Red Mist θεωρώ ότι υπάρχει η λογική του να παίξεις rock που θα απευθύνεται σε πολύ κόσμο. Στα πλαίσια του εφικτού. Ακόμα και με τον πιο σκληρό ήχο των Red Mist. Οι Will-o-the Wisp που ακολούθησαν εξ ορισμού απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό. Συμφωνείς;

Βεβαίως. Απλά  όταν φτιάχνω μία μπάντα, και με τους Λευκή Συμφωνία και με τους Red Mist και με τους Will-o-the Wisp και με τους Manticore’s Breath που ήταν ένα δικό μου project, δε με ενδιέφερε σε πόσους θα απευθυνθεί. Με ενδιέφερε να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Είτε απευθύνεται σε ένα μικρό είτε σε ένα μεγαλύτερο κοινό, δεν ήταν γνώμονας για τη δημιουργία κάποιας μπάντας.

Η ερώτηση ήταν παγίδα όμως γιατί μου δίνεις την αφορμή να σε ρωτήσω το επόμενο. Παρότι ποντάρουν σε ένα πιο συγκεκριμένο κοινό, τελικά αποδεικνύεται ότι αυτό είναι το συγκρότημα που και σε διάρκεια κρατάει περισσότερο και αναγνωρίζεται πάρα πολύ σε Ελλάδα και εξωτερικό και παίρνει διθυραμβικές κριτικές, παρά αυτή την αντίφαση σε σχέση με τα άλλα συγκροτήματα που θεωρητικά είχαν μεγαλύτερες προοπτικές να κάνουν επιτυχία.

Ξέρεις γιατί; Πιστεύω ότι αυτό το υλικό ήταν το ύφος που με συγκίνησε και άρχισα να φτιάχνω μουσική. Είναι αυτό που με εκφράζει καλύτερα και μπορώ να έχω μία αμεσότητα στη σύνθεση και στο συναίσθημα που βγαίνει μέσω της μουσικής.

Takis Barbagalas2

Σε εσένα τι άλλαξε ανάμεσα στους Red Mist και τους Will-o-the Wisp;

Αφενός το είχα πάντα μέσα μου και ήθελα να παίξω αυτό το ύφος. Αφετέρου το είδα ως πρόκληση γιατί έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα υπήρχαν και υπάρχουν ελάχιστες progressive μπάντες.

Αλήθεια, θεωρείς τους Will-o-the Wisp progressive ή ψυχεδελικούς;

Πιο πολύ progressive συν folk και συν ψυχεδέλεια βέβαια. Αλλά σα σύνθεση είναι πιο περίπλοκη. Γι αυτό λέω ότι πάει περισσότερο προς το progressive. 

Πώς μαζεύτηκαν οι μουσικοί των Will-o-the Wisp;

Έχω τον drummer που ακολουθεί από τους Red Mist. Η κοπέλα του παίζει πλήκτρα, μου συστήνουν τον Άγγελο τον τραγουδιστή και έρχεται και ο μπασίστας επίσης από τους Red Mist οπότε συμπληρώνεται η μπάντα.

Και πώς πας στους μουσικούς από τους Red Mist και τους λες «παιδιά, θα παίξω αυτό το είδος»;

Δεν ξέρω! Και το πιο περίεργο είναι ότι υπήρχε και μία απόσταση από τους Red Mist μέχρι τους Will-o-the Wisp, 4-5 χρόνια στα οποία έβγαζα κομμάτια. Συνέθετα για να υπάρχει και κάτι να δείξω στους μουσικούς ως προς το τι σκέφτομαι να παίξουμε. Και επίσης περίεργο ότι κάποια στιγμή τους «αναγκάζω» μετά τους Will-o-the Wisp να φτιάξουμε τους Manticore’s Breath. Κι αυτό έγινε την επόμενη ημέρα. Ακριβώς οι ίδιοι μουσικοί με την τελευταία μορφή των Will-o-the Wisp. Αυτό ξεκίνησε έχοντας στο μυαλό μου να κάνω δυο πραγματάκια επειδή μου αρέσει ο σκληρός ήχος. Ανακαλύπτω μάλιστα ότι ο Άγγελος αποδίδει σε μεγάλο βαθμό και παραπάνω από αυτά που είχα στο μυαλό μου. Οπότε ενώ ξεκίνησε σαν project δικό μου, έγινε μπάντα μετά.

Με τον Άγγελο φαίνεται να έχετε δέσει γενικά, θα έλεγε κανείς πως μαζί με εσένα αυτός είναι στον πυρήνα του συγκροτήματος, όντας και ο στιχουργός εξάλλου.

Ναι, έχουμε δέσει, κάνουμε και περισσότερο παρέα και τα ακούσματά μας είναι κοινά.

Από τους Will-o-the Wisp και μετέπειτα, ξεκινάει μία επιμονή στο βινύλιο με την έννοια ότι όχι μόνο είναι από κυρίαρχο έως και μοναδικό μέσο κυκλοφορίας, αλλά συνοδεύεται από προσεγμένες και ειδικές εκδόσεις. Αυτό είναι αγάπη ή και σε ένα βαθμό ότι γνωρίζεις το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι;

Και τα δύο, βεβαίως. Ο πρώτος δίσκος, το 1999, είναι, για την ιστορία, το τελευταίο LP που κόπηκε στην Ελλάδα. Μετά πρέπει αυτή η εταιρία να έκοψε κάνα δυο σινγκλάκια πριν κλείσει. Ο πρώτος δίσκος βγήκε μόνο βινύλιο και μετά από χρόνια βγήκε σε cd. Επειδή ήξερα το κοινό ότι αγαπάει το συγκεκριμένο format, όπως κι εγώ που με αυτό μεγάλωσα κι ακόμα αγοράζω και αγαπάω, έγινε αυθόρμητα. Το cd δε με πολυενδιαφέρει αλλά το βγάζω γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που θέλουν να το ακούνε με αυτόν τον τρόπο. Αλλά το προσέχω το ίδιο. Το βινύλιο όμως το αγαπάω. Μου αρέσουν και οι εκδόσεις οι περίεργες...

Συλλέγεις κι εσύ;

Ναι, ναι. Δεν ξέρω που να τα βάλω!

Ο κόσμος του βινυλίου όμως δουλεύει λίγο περίεργα. Δηλαδή, θεωρείς ότι υπάρχει κόσμος που αγοράζει τα δικά σου στη λογική του συλλέκτη και όχι απαραίτητα επειδή γουστάρει τη μουσική; Σε ενοχλεί αυτό;

Ναι, αμέ. Και με ενοχλεί βέβαια.

Θεωρείς ότι θα μπορούσε αυτό να είχε αποφευχθεί αν κυκλοφορούσαν αντί για, π.χ. 400 αντίτυπα, 800; 

Ναι αλλά δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις μεγάλο αριθμό με το ρίσκο ότι μπορεί να σου μείνουν προκειμένου να αποφύγεις τέτοιες λογικές. Εξάλλου δεν ελέγχεις και δεν ξέρεις ποιος σε ακούει και γιατί σε ακούει έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν πάντως και αυτοί οι συλλέκτες που λέμε οι οποίοι είναι άσχετοι. Ή τουλάχιστον η αισθητική τους έγκειται στη σπανιότητα και όχι στη μουσική. Εξ αιτίας αυτού είναι πάρα πολλοί οι δίσκοι που αποθεώνονται επειδή είναι σπάνιοι ενώ θα έπρεπε να μην έχουν αξία.

Υπάρχει ένας κίνδυνος, ακριβώς επειδή υπάρχει ένα κοινό που θα αγοράσει τους δίσκους ακόμα και με κλειστά μάτια, να σε χαλαρώσει μουσικά; Δηλαδή να πεις ότι ακόμα και μία πατάτα να βγάλεις, θα πουλήσει. Παλιά οι πωλήσεις ήταν και μία ένδειξη στο μουσικό ότι κάνει κάτι καλά ή το αντίθετο.

Όχι γιατί το κάνω όταν έχω να πω κάτι που θεωρώ καλό. Δε με ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Για παράδειγμα, είναι τώρα επτά δίσκοι με τα τελευταία συγκροτήματα. Πιστεύω ότι αν είχε υπάρξει κάπου κοιλιά, θα είχε σπάσει αυτό. Νομίζω ότι μουσικά αξίζει τον κόπο τουλάχιστον, δεν μπορώ να είναι αντικειμενικός.

Πώς είναι η διαδικασία ενός μουσικού που πρέπει μόνος του να φροντίζει για τη σύνθεση, για την ηχογράφηση, την κυκλοφορία του δίσκου με τα πρότυπα που θέλει.

Γερό στομάχι θέλει!

Παρόλα αυτά από άποψη χρόνου δεν είναι αραιές οι κυκλοφορίες.

Συμπωματικά θα έλεγα, έτσι τυχαίνει να βγαίνει. Αν και μπορώ να πω ότι μου αρέσει να έχει μία ροή το πράγμα, να μην «κρεμάει» σε χρόνους πολύ. Παρόλο που δεν κάνουμε πολλές πρόβες. Ομολογώ ότι βγαίνουν κυκλοφορίες σε τακτά διαστήματα, κάθε δύο, δυόμιση χρόνια περίπου. Έχω βρει πλέον τους τρόπους και χειρίζομαι τα πράγματα. Υπάρχει η εταιρία από πίσω, υπάρχουν οι μουσικοί και το στούντιο, οι συνεργάτες που κάνουν τα εξώφυλλα, η εταιρία που κάνει τη διανομή, υπάρχουν δηλαδή πέντε πραγματάκια που είναι οι σταθερές.

Κλείνοντας τα των βινυλίων, ειδικά με τους δύο πρώτους δίσκους που μπορεί πολλοί να μην τους έχουν καν δει από κοντά και που κι αν τους βρεις μιλάμε για τριψήφιο νούμερο, υπάρχουν πλάνα να επανεκδοθούν όπως έχει γίνει μόδα στην Ελλάδα;

Ναι, αλλά όχι άμεσα. Το έχω στο μυαλό μου. Επειδή, όπως είπαμε και πριν, είμαι μόνος μου και επειδή βγαίνουν νέες δουλειές ανά δύο χρόνια ή δυόμιση, οπότε με ενδιαφέρει περισσότερο το καινούργιο που είναι πρόκληση, αφήνω πίσω τα παλιά. Ελπίζω να μην είναι μόδα που θα ξεφουσκώσει στο άμεσο μέλλον, οι επανεκδώσεις. Βλέπεις ακούμε διάφορα κουφά, του στυλ «κουρείο που παίζει βινύλιο». Και έχουν ανέβει και οι τιμές με αυτόν τον τρόπο.

Μια που το αναφέρεις όμως, και τα δικά σου βινύλια είναι στο από πάνω μέρος του μέσου όρου.

Με μία διαφορά όμως, είναι ακριβές παραγωγές. Από το στούντιο μέχρι το εξώφυλλο. Θεωρώ ότι οι τιμές είναι χαμηλές σχετικά με αυτό που παίρνεις τελικά στο χέρι σου. Και εξάλλου υπάρχει και το cd, αν θέλεις, που είναι πιο προσιτή η τιμή του. Πάντως όταν κυκλοφορούν τα πουλάνε στα 25 – 27 ευρώ, θα μπορούσε άνετα να είναι στα 35. Εδώ βλέπω δίσκους με μονό εξώφυλλο και έχουν 20 ευρώ.

Για να κλείσουμε και τους Will-o-the Wisp, έχουν ακουστεί πολύ στο εξωτερικό. Πώς το έχεις βιώσει αυτό;

Για να πω την αλήθεια όταν τους έφτιαξα, στον πρώτο δίσκο, πόνταρα πολύ στο εξωτερικό. Περισσότερο μάλιστα έξω παρά εδώ. Πήγε καλύτερα από όσο περίμενα στην Ελλάδα. Από την αρχή λοιπόν ξεκίνησα στη λογική να πηγαίνει ο δίσκος έξω, δεν ήταν έκπληξη, και στους δύο πρώτους δίσκους έδωσα περισσότερα κομμάτια έξω παρά εδώ. Από εκεί και πέρα είναι 50-50. Κυρίως Αμερική, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία και παίζουν κάτι Βραζιλίες κάτι Μεξικό... Στον προηγούμενο δίσκο των Manticore’s Breath η εταιρία μου έλεγε ότι υπάρχει κάτι σαν ένα άτυπο fan club στον Καναδά, σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό.

Πάμε λοιπόν στους Manticore’s Breath. Πώς προκύπτει η αλλαγή στον ήχο;

Ο ήχος προκύπτει γιατί αγαπώ το σκληρό ήχο και ήθελα να κάνω δύο πράγματα: μία μίξη σκληρού ήχου με το progressive το αγγλικό, όχι το γερμανικό heavy prog ας πούμε, και το δεύτερο ότι ήθελα στο σκληρό ήχο να βάλω ψυχεδελικά και blues στοιχεία. Έκανα αυτούς τους δύο δίσκους και μετά δε θεωρώ ότι είχα να πω κάτι παραπάνω.

Και γιατί αυτό δε θέλησες να βγει με τον τίτλο Will-o-the Wisp; Δεν έχει δικαίωμα ένα συγκρότημα να εξελίσσεται;

Αφενός ξεκίνησε σαν project δικό μου, να κάνω άλλο πράγμα. Αφετέρου είναι ηχητικά σα να είναι δύο διαφορετικά συγκροτήματα. Το είχα στο μυαλό μου ως κάτι το τελείως ξεχωριστό.

Takis Barbagalas3

Από όσο ξέρω δεν έχεις κάνει ποτέ live με τα δύο αυτά συγκροτήματα.

Ήρθε η κακιά ερώτηση τώρα! (γέλια) Μου την κάνουν συνέχεια την ερώτηση αυτή. Ξέρεις τι γίνεται; Μετά από τόσα χρόνια, το ενδιαφέρον μου δεν είναι πια για το live. Είναι για τη σύνθεση. Δεν έχω και μεγάλη ανάγκη να κάνω live, μου έρχεται σα δεύτερο η επαφή με τον κόσμο, με ενδιαφέρει περισσότερο η δημιουργία, το στούντιο. Επίσης θα πρέπει πάλι εγώ να τρέξω για να κλείσω μαγαζιά, να καλέσω guest μουσικούς, να φτιάξω τον ήχο...

Αυτό δείχνει και ότι δε σε ενδιαφέρει να επιστρέψεις σε συνθέσεις που έχεις ήδη φτιάξει; Με την έννοια ότι το live είναι μία ευκαιρία να ξαναεπισκεφθείς μία σύνθεση.

Σωστά, όχι, δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Από τη στιγμή που παραδίδω το δίσκο στον κόσμο, για μένα είναι σαν να κλείνει η πόρτα και πάω για κάτι καινούργιο.

Οι υπόλοιποι μουσικοί με τους οποίους συνεργάζεσαι μόνιμα, θα ήθελαν να κάνουν ένα live;

Ίσως να θέλουν, αλλά δε νομίζω ότι είναι και προτεραιότητά τους.

Πώς θα σου φαινόταν αν γινόσουν ένας Brian Wilson στους Beach Boys, δηλαδή να συνθέτεις, να παίζεις στο στούντιο και να απέχεις σε όλα τα άλλα; Να είσαι το mastermind και να λες βγείτε τώρα, αν θέλετε, στο δρόμο και παίξτε τα.

Δε νομίζω ότι θα με χαλούσε ιδιαίτερα. Αυτή την ερώτηση δεν την είχα σκεφτεί ομολογώ.

Πάμε και στον προσωπικό δίσκο που είναι και η αφορμή της συζήτησής μας. Κι εδώ ξεχωρίζει από την υπόλοιπη δισκογραφία. Ξανακάνω την ίδια ερώτηση, γιατί δε χωρούσε κάτω από ένα από τα άλλα ονόματα; Και ίσως με τους Will-o-the Wisp που ταιριάζει περισσότερο ηχητικά.

Όντως ταιριάζει περισσότερο. Δεν ξέρω, το σκέφτηκα ως κάτι προσωπικό, που πρέπει να βγει στο όνομά μου. Είναι και ότι δεν έχει τραγούδισμα.

Είπαμε ποια ήταν τα ηχητικά κίνητρα για τους Will-o-the Wisp και τους Manticore’s Breath. Το "Phosphorus Hesperus" τι εκφράζει λοιπόν;

Έχει μία διαφορετική λογική στη σύνθεση και ίσως και στο τελικό συναίσθημα που βγάζει ο δίσκος ως instrumental. Εκεί έγκειται η διαφορά.

Ο ήχος της κιθάρας έχει αλλάξει;

Ο ήχος όχι τόσο γιατί νομίζω ότι έχω κατορθώσει να έχω έναν ήχο που να ξεχωρίζει στο παίξιμο και δε θέλω να το αλλάξω αυτό.

Στο θεματολογικό κομμάτι, από τη μία ο Εωσφόρος και ο Έσπερος, από την άλλη τα βινύλια 665 τεμάχια, υπάρχει κάτι εδώ;

Τίποτα, τίποτα, εντελώς συμπτωματικό. Μιλάμε ουσιαστικά για το ίδιο άστρο, της Αφροδίτης, που τη μία φέρνει το φως την άλλη φέρνει το σκοτάδι. Η ιδέα ήταν εσωτερική, ότι υπάρχει κάτι μέσα μας που μας φέρνει και το φώς και το σκοτάδι. Συν ότι ακόμα και μέσα στο σκοτάδι υπάρχει φως και ανάποδα.

Μουσικά πώς αποτυπώνεται αυτό;

Είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, η μία σύνθεση έχει ένα διαφορετικό ύφος από την άλλη. Αυτό δεν υπήρχε από την αρχή. Παρότι είχα την ιδέα, βγήκανε πρώτα τα κομμάτια και τοποθετήθηκαν στο δίσκο για να ακούγονται έτσι.

Και η αποδοχή που είχε ήταν η συνηθισμένη;

Η συνηθισμένη ίσως και καλύτερη.

Και το μέλλον τι επιφυλάσσει πλέον; Κι άλλο προσωπικό, Will-o-the Wisp ή Manticore’s Breath;  Ή έκλεισαν αυτά τα γκρουπ;

Οι Manticore’s Breath νομίζω πως έχουν κλείσει. Οι Will-o-the Wisp είναι ανοιχτοί ακόμα. Το επόμενο βήμα όμως είναι μάλλον ένας ακόμα προσωπικός δίσκος και instrumental. Έχουν μείνει ήδη δύο κομμάτια που είναι σχεδόν έτοιμα και ηχογραφημένα. Προβάρουμε και κάνα δύο ακόμα, οπότε είναι σχεδόν μισοτελειωμένο. Υπάρχει η μαγιά δηλαδή για το μισό του δίσκου. Ομολογώ ότι ήταν μία δύσκολη απόφαση γιατί, μην έχοντας προβάρει στο στούντιο με τους guest μουσικούς, δεν ήξερα το τελικό αποτέλεσμα και είχα μεγάλο άγχος. Ευτυχώς φάνηκα τυχερός και τα παιδιά έπαιξαν καλύτερα και από ό,τι υπολόγιζα.

Σε κάθε αλλαγή είχες άγχος;

Ναι, αλλά εδώ μεγαλύτερο γιατί δεν είχα το τελικό αποτέλεσμα. Εξάλλου στα προηγούμενα είχα φωνή. Όταν έχεις φωνή, πατάς. Εδώ δεν ξέρεις πώς θα δυο βγει το τελικό αποτέλεσμα. Επίσης όταν παίζεις instrumental πρέπει κάθε μέρος να έχει ενδιαφέρον, να μην κάνει κοιλιά. Όταν έχεις έναν τραγουδιστή αυτό είναι πιο εύκολο. Η αλήθεια είναι ότι από τον τρίτο δίσκο των Will-o-the Wisp σκεφτόμουν να κάνω instrumental και αν προσέξεις στον τέταρτο υπάρχουν πολλά μεγάλα μουσικά μέρη. Με ενδιαφέρει πολύ σε κάθε δίσκο που βγάζω να μεταδώσω το συναίσθημα στον ακροατή, να μην είναι ψυχρός απέναντι σε αυτόν. Κι ας είναι άλλο συναίσθημα από αυτό που εγώ είχα, μου αρκεί να ταρακουνηθεί μέσα του. Πιστεύω ότι όλα έχουν να κάνουν με το υποσυνείδητο, ότι κάποιες συνθέσεις γίνονται ακούσια, από μέσα σου, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Νιώθω ότι λίγο πριν φτιάξω το δίσκο σα να ανοίγει μία πόρτα, να τσιμπάω από εκεί 5-6 πράγματα και μετά να κλείνει. Μετά μου είναι πολύ δύσκολο εκείνη την περίοδο να ξαναβγάλω κάτι. Την έμπνευση δεν την κυνηγάς, σε κυνηγάει.

  • SHARE
  • TWEET