Συνέντευξη Pharaoh
«Ενδεχομένως να έχουν παιχτεί πλέον τα πάντα στο power, να έχει πεθάνει δια παντός σαν το NWOBHM»
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 09/03/2012 @ 11:09
Υπάρχει άραγε power metal της προκοπής σήμερα; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά θετική, όσο υπάρχουν συγκροτήματα σαν τους Pharaoh που δε διστάζουν να εξελίξουν το Maidenικό τους US power με προοδευτικά στοιχεία, παραμένοντας πρωτότυποι και ενδιαφέροντες. Με αφορμή τον εξαιρετικό τέταρτο δίσκο της μπάντας, "Bury The Light", συνομιλήσαμε με τους Matt Johnsen και Chris Black, οι οποίοι μας έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες γύρω από τη δημιουργία του, μοιράστηκαν τις απόψεις τους για το παρόν και το μέλλον του ιδιώματος, αλλά και για τις ελληνικές μπάντες που ξεχωρίζουν στον ευρύτερο χώρο του σύγχρονου heavy metal.
Καλησπέρα παιδιά, είμαι ο Βαγγέλης από το Rocking.gr. Μιας και αυτή είναι η πρώτη μας επικοινωνία, τι θα λέγατε να ξεκινούσαμε με κάποιες γενικές πληροφορίες για τους Pharaoh;
Matt Johnsen: Γεια χαρά! Είμαστε μία τετραμελής μπάντα από τις ΗΠΑ και παίζουμε κάτι μεταξύ power και παραδοσιακού metal. Στο πρώτο μας άλμπουμ είχαμε πολλές ομοιότητες με τους Iron Maiden, κι έτσι πολύς κόσμος θα μας συγκρίνει για πάντα μαζί τους, αν και δεν υπάρχει η ίδια συνάφεια πλέον.
Λοιπόν, το "Bury The Light" είναι το τέταρτο άλμπουμ της μπάντας και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχατε ούτε μία αλλαγή στη σύνθεσή σας, αν δεν κάνω λάθος. Ποιός θα ήταν, υποθετικά, ο μόνος λόγος για τον οποίο θα θυσιάζατε ποτέ την σταθερότητα του lineup σας;
Matt: Έχεις περίπου δίκιο επειδή, αν το εξετάσουμε αυστηρά, ουσιαστικά σχηματιστήκαμε με δύο κιθαρίστες, όμως ο άλλος τύπος, ο Keith Barnard, έφυγε από την μπάντα μετά από δύο περίπου μήνες, κι αυτό έγινε πολύ πριν πάρουμε τον Tim (σ.σ.: Aymar). Όσο για το τι θα μας έκανε να χαλάσουμε το συγκεκριμένο lineup: βουνά χρημάτων. Έχεις καθόλου; (γέλια)
Πώς θα περιέγραφες το ύφος της μουσικής των Pharaoh με δικά σου λόγια;
Matt: Αμερικάνικο power metal, το οποίο μπορείς να το πεις και μελωδικό heavy metal με μια έμφαση στα κιθαριστικά riff. Δεν είμαστε «ζαχαρένιοι» ή «cheesy» σαν κάποιες ευρωπαϊκές power μπάντες, ενώ είμαστε αρκετά progressive ώστε να μην χαρακτηριζόμαστε παραδοσιακοί. Θα έλεγα ότι υπάρχουν ελάχιστα συγκροτήματα που καταλαμβάνουν ακριβώς τη θέση στην οποία βρισκόμαστε.
Υπάρχει μία συλλογική διαδικασία που ακολουθείτε, όσο αφορά στον συνθετικό τομέα;
Matt: Δεν ζούμε κοντά ο ένας στον άλλο, οπότε η σύνθεση γίνεται μεμονωμένα σε γενικές γραμμές, ωστόσο έχουμε βρει τρόπους να συνεργαζόμαστε. Για παράδειγμα, συνήθως εγώ γράφω ένα τραγούδι μέχρι τέλους, με όλα τα riff και τους ρυθμούς και κατόπιν το στέλνω στον Tim για να συνθέσει τις φωνητικές μελωδίες. Κάποιες φορές προσθέτει επίσης και στίχους, όμως συνήθως το δίνει στον Chris Black για να τους γράψει αυτός. Ο Chris Kerns πολλές φορές συνθέτει τον σκελετό ενός κομματιού και μου ζητάει να γεμίσω τα κενά σημεία με riff. Μόνο ο Chris Black προτιμάει να ολοκληρώνει ένα κομμάτι μόνος του όταν ξεκινάει να το γράψει, όμως ακόμα και τότε βρίσκω έναν τρόπο να παρέμβω και να προσθέσω μερικά δικά μου κιθαριστικά πραγματάκια. Δεν υπάρχουν πολλές μπάντες στις οποίες κάθε μέλος συμβάλλει στη συνθετική διαδικασία και πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που κάνει τους Pharaoh μία τόσο δυνατή μπάντα.
Πες μας μερικά πράγματα για ηχογραφήσεις, στούντιο, παραγωγούς, κλπ.
Matt: Ο πρώτος μας δίσκος ηχογραφήθηκε σε ένα στούντιο στη μέση του πουθενά. Τότε ήμασταν όλοι αρκετά άπειροι, ενώ και ο μηχανικός ήχου δεν βοηθούσε ιδιαίτερα με την έννοια του παραγωγού. Σαν αποτέλεσμα, το ντεμπούτο μας δεν ήταν πολύ καλό ηχητικά. Όλα τα άλμπουμ που ακολούθησαν, τα ηχογραφήσαμε με τον φίλο μας τον Matt Crooks, ο οποίος ήταν μέλος της μπάντας Division και τώρα έχει τους Fool’s Game. Ο Matt είναι πολύ καλός τεχνικός, αλλά και παραγωγός, και κατά κάποιον τρόπο όλοι μας έχουμε ωριμάσει σαν ομάδα, ο καθένας στον ρόλο του. Κάθε δίσκος μας έχει καλύτερο ήχο από τον προηγούμενο. Τα στούντιο του Matt βρίσκονται στην Virginia και εκεί ηχογραφούμε τα drums, τις ρυθμικές κιθάρες, το μπάσο και κάνουμε κάποια overdubs στις κιθάρες, ενώ τα φωνητικά και τις υπόλοιπες lead κιθάρες τα ηχογραφούμε στο σπίτι μου.
Με τι θέματα ασχολούνται οι στίχοι των τραγουδιών;
Matt: Μερικά κομμάτια έχουν πολιτικό περιεχόμενο, κάποια μεταφυσικό, ενώ κάποια άλλα ασχολούνται απλώς με φανταστικά θέματα, αν και δεν έχουν σχέση με σπαθιά, δράκους και τέτοια. Προσπαθούμε να γράφουμε στίχους που να αντικατοπτρίζουν το βασικό γεγονός ότι δεν είμαστε έφηβοι πια˙ είμαστε ενήλικες και έχουμε ανάλογες ανησυχίες.
Chris Black: Κάποια από τα ενδιαφέροντά μου είναι όντως πολύ «ενήλικα», χα χα! Πέρα από την πλάκα, πάντως, ο Matt έχει δίκιο. Για να κάνεις ένα τραγούδι να λειτουργήσει, θα πρέπει να γράφεις για πράγματα που γνωρίζεις, ή τουλάχιστον που πιστεύεις ότι είναι πραγματικά.
Διάβασα κάπου ότι οι στίχοι του "Graveyard Of Empires" αναφέρονται στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Ισχύει;
Matt: Ναι, ισχύει. Αυτή η έκφραση είναι ένας πολύ γνωστός όρος για την χώρα, η οποία κατανίκησε τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες πολλών μεγάλων κρατών. Ήμουν κατά της αμερικανικής εισβολής από την αρχή και πιστεύω ότι ολόκληρη η τελευταία δεκαετία με τους πολέμους ήταν τελικά μία οικονομική βύθιση κι ένα μεγάλο χάσιμο χρόνου.
Chris: Νομίζω ότι είναι προφανές στον καθένα το γεγονός ότι η κυβέρνησή μας δεν νοιάζεται για τις ζωές των απλών πολιτών του Αφγανιστάν. Η υποστύλωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ και η στενή παρακολούθηση των αποθεμάτων οπίου είναι πολύ πιο σημαντικά για αυτήν. Πρόκειται για ένα ατυχές γεγονός. Συμφωνώ με τον Matt στο ότι δεν θα έπρεπε να ήμασταν καν εκεί.
Υπάρχουν κάποιες εμφανίσεις καλεσμένων στο άλμπουμ, κάτι που το συνηθίζετε. Τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτές; Πώς συνέβη η καθεμία;
Matt: Η πρώτη είναι από τον Jim Dofka, έναν πολύ καλό φίλο που συμμετέχει με ένα solo σε κάθε έναν από τους δίσκους μας. Ο Jim ήταν στην ίδια μπάντα με τον Tim στα μέσα των 90s, τους Psycho Scream. Η πρώτη φορά που άκουσα τον Tim ήταν σε αυτήν την μπάντα και η φωνή του με εντυπωσίασε απ’ την αρχή. Όταν διαλύθηκαν, ο Jim μου έδωσε τα στοιχεία του Tim ώστε να επικοινωνήσω μαζί του και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Ο Jim είναι τρομερός κιθαρίστας, αλλά και καταπληκτικός συνθέτης. Παρακολουθώ διαρκώς με δέος οτιδήποτε κάνει και είναι πάντα ωραίο να ακούω ό,τι έχει να προσφέρει στα τραγούδια που του στέλνουμε. Πολλές φορές δεν είναι εύκολο για κάποιον να σολάρει πάνω στα riff μου, οπότε είναι πραγματική πρόκληση για αυτόν να προσπαθήσει να τα ταιριάξει. Από το δεύτερο άλμπουμ μας κι έπειτα, είχαμε πάντα κι από έναν δεύτερο καλεσμένο για ένα solo. Πρώτα ήταν ο Chris Poland, μετά οι Mike Flyntz και Mark Reale (R.I.P.) των Riot, ενώ αυτή τη φορά έχουμε τον Mike Wead των Memento Mori, King Diamond, Bibleblack, Hexenhaus και σχεδόν ενός εκατομμυρίου ακόμα συγκροτημάτων... Ήταν υπέροχα που ήρθαμε σε επαφή με τον Mike, αφού υπήρξε τεράστια επιρροή για μένα για πολύ καιρό. Χρειάστηκε να ρωτήσω όλους τους Σουηδούς μεταλλάδες που ήξερα προκειμένου να τον βρω και τελικά η δουλειά έγινε μέσω του Teddy Möller των Loch Vostok και FKÜ. Teddy, σ’ ευχαριστώ!
Ποιά συγκροτήματα θα ονοματίζατε ως τα πιο επιδραστικά για τους Pharaoh, αναφορικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σας;
Matt: Ο καθένας μας έχει τις δικές του επιρροές, παρόλο που υπάρχουν και κάποιες κοινές, όπως οι Iron Maiden ή οι Metal Church. Ο Chris Black λατρεύει το NWOBHM˙ όσο πιο άγνωστο είναι, τόσο το καλύτερο.
Chris: Δεν παίζει απαραίτητα ρόλο το πόσο άγνωστο είναι κάτι. Έτσι κι αλλιώς, το ίντερνετ έχει μετατρέψει την αφάνεια σε κάτι παρωχημένο. Έχει να κάνει απλά και μόνο με τα τραγούδια.
Matt: Ο Tim είναι περισσότερο των κλασικών, πιθανότατα θα ανέφερε τους Nazareth, τους Bad Company, τους Deep Purple και άλλες τέτοιες μπάντες. Ο Chris Kerns ακούει πρωτίστως death metal, παρόλο που η αδυναμία που έχει στους Helloween είναι μυθική. Όσο για μένα, λατρεύω το ευρωπαϊκό power, αλλά και το progressive / τεχνικό metal, από τους Angra μέχρι και τους Watchtower. Προσωπικά, σαν κιθαρίστας, οι μεγαλύτερες επιρροές μου είναι ο Chris Poland, ο James Murphy, οι τύποι απ’ τους Angra και ο Andy Summers των The Police.
Chris, συμμετέχεις σε τρεις ακόμη μπάντες (τουλάχιστον από όσο ξέρω), όλες από τις οποίες έχουν αρκετά διαφορετικά στυλ και κυκλοφόρησαν κάποια εξαιρετικά άλμπουμ κατά τα τελευταία χρόνια. Πώς καταφέρνεις να διατηρείς τέτοιο βαθμό διαφορετικότητας σε καθένα από αυτά τα project;
Chris: Σ’ ευχαριστώ! Για μένα δεν είναι κάτι δύσκολο, βασικά είναι στη φύση μου να δημιουργώ μουσική κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ήμουν πάντα ο τύπος που εμπλεκόταν σε 500 μπάντες, ακόμη και στα σχολικά μου χρόνια. Είναι ένας τρόπος να δημιουργώ δεσμούς με τους φίλους μου. Κάποιοι μπορεί να αράζουνε και να λένε, «ας ανοίξουμε το Xbox», ή «ας πάμε για μπάσκετ». Εγώ είμαι αυτός που λέω, «χμ, φανταστείτε να υπήρχε μια μπάντα που να έπαιζε έτσι...». Μ’ αρέσει να είμαι μονίμως απασχολημένος. Δεν μπορώ να διαχειριστώ τη βαρεμάρα για πολύ καιρό χωρίς να στραφώ σε πιο αυτοκαταστροφικά πράγματα.
Μου άρεσε ιδιαιτέρως το "Another Night" των High Spirits. Ήταν μία από τις καλύτερες ανεξάρτητες κυκλοφορίες που άκουσα μέσα στο 2011. Σ’ αυτή την μπάντα επιλέξατε να κρατήσετε την ανωνυμία σας. Γιατί έγινε αυτό; Θέλατε ο κόσμος να δώσει περισσότερο βάρος στη μουσική αυτή καθεαυτή;
Chris: Βασικά, μόνο στην αρχή κράτησα συγκεκριμένες πληροφορίες για τους High Spirits κρυφές. Νομίζω πως μέχρι τώρα έχει γίνει αρκετά γνωστό ποιοί συμμετέχουν και πώς λειτουργούν τα πράγματα. Όμως έχεις δίκιο, ο στόχος μου γι’ αυτή την μπάντα είναι να έχει κυρίως μουσική οντότητα. Μου δίνει κίνητρο ώστε να γράψω όσο το δυνατόν καλύτερα τραγούδια και στίχους, ώστε ο ακροατής να λάβει ολόκληρο το «πακέτο». Πιστεύω ότι και στους Pharaoh αυτό κάνουμε. Το οπτικό κομμάτι είναι ελάχιστο, αν εξαιρέσεις τα εξώφυλλα των δίσκων. Πάντοτε, σε κάθε άλμπουμ επιδιώκω να υπάρχει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα και μία ορισμένη μοναδικότητα, οπότε αυτό βοηθάει στην προετοιμασία. Μιας και το αναφέρω, όταν πρωτοείδα την δουλειά του JP Fournier για το artwork του "Bury The Light" πήρα μεγάλη ώθηση αυτοπεποίθησης. Είμαι πολύ χαρούμενος που ο κόσμος θα έχει αυτή την ατμόσφαιρα στο μυαλό του όσο ακούει το άλμπουμ. Πάντως, σ’ ευχαριστώ πολύ που τσέκαρες τους High Spirits! Χαίρομαι που σου άρεσαν τόσο πολύ.
Ας επιστρέψουμε στο "Bury The Light", το οποίο θα είναι διαθέσιμο στην Ευρώπη σχεδόν δύο βδομάδες πριν την ημερομηνία κυκλοφορίας του στην Αμερική. Συνεχίζει η Ευρώπη να αποτελεί το κύριο αγοραστικό πεδίο ενός power metal συγκροτήματος;
Matt: Σίγουρα, όμως και στις ΗΠΑ δεν τα πάμε καθόλου άσχημα. Βέβαια, θα ήθελα πολύ να έχουμε κοινό και στην Ιαπωνία ή στη Νότια Αμερική, όμως κάτι τέτοιο πιθανότατα συνεπάγεται πολλή δουλειά κι εμείς είμαστε αρκετά τεμπέληδες.
Τι ήταν αυτό που οδήγησε, κατά τη γνώμη σας, το power metal στο τέλμα που επήλθε την περασμένη δεκαετία;
Matt: Η υπερβολή πάντα βλάπτει. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τους λόγους. Φαντάζομαι ότι, στις ρίζες του, το power metal είναι ένα αρκετά περιοριστικό ιδίωμα. Είναι πολύ δύσκολο για τις περισσότερες μπάντες να μείνουν μακριά από το 99,9% των περισσότερων καλών τραγουδιών που ήδη υπάρχουν. Μάλλον έχει έρθει η ώρα για όλους να κάνουν και πάλι ένα διάλειμμα, όπως στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ούτως ώστε το power metal να γεμίσει τις μπαταρίες του. Τότε, ίσως να ξαναδούμε μία αναγέννηση για το είδος, όπως συνέβη το 1997. Ή, ενδεχομένως να έχουν παιχτεί πλέον τα πάντα στο power, να έχει πεθάνει δια παντός σαν το NWOBHM, με μόνο λίγους παράξενους μοναχικούς που προσκολλώνται σε μία φθαρμένη μορφή μουσικής. Ποιός ξέρει...
Chris: Πιστεύω πως, για ένα νεότερο ακροατήριο, το τυπικό power των τελών των 90s δεν είναι αρκετό. Δεν συμβαίνουν και πολλά ως προς την εικόνα που βγάζει προς τα έξω, ενώ οι τραγουδιστές και οι στίχοι τείνουν να γίνονται πολύ συνηθισμένοι. Νομίζω ότι όταν εκτίθεσαι τόσο πολύ σε ένα μόνο πράγμα, αρχίζει να χάνει τη δυναμική του.
Πρόσφατα υπογράψατε ένα συμβόλαιο με την Cruz Del Sur Music. Ποιά είναι τα υπέρ και τα κατά του να ανήκεις σε μία περιορισμένης εμβέλειας εταιρεία;
Matt: Μας φέρονται σαν βασιλιάδες, όπως μας αξίζει δηλαδή, χα χα! Στην ουσία, οι απολαβές είναι λίγο καλύτερες στις μικρότερες εταιρείες, επειδή οι μεγαλύτερες έχουν χιλιάδες τρόπους για να σε αποστραγγίξουν. Σίγουρα θα πουλούσαμε παραπάνω αν ήμασταν σε μεγαλύτερη εταιρεία, όμως δεν θα κερδίζαμε περισσότερα. Μπορεί η Cruz Del Sur να μην μας παρέχει ακριβώς υποστήριξη για περιοδείες, ενώ σίγουρα δεν έχουμε budget για video clip ή τίποτα τέτοιο, όμως μας καλύπτει τα έξοδα των ηχογραφήσεων, της παραγωγής, των εξωφύλλων, του promotion και όλων αυτών, κι επίσης αγοράζει τα δικαιώματά μας (τελικά!). Επιπλέον, η Cruz Del Sur δεν εμπλέκεται, κατά μία έννοια, στην καλλιτεχνική διαδικασία. Μας εμπιστεύεται να κάνουμε αυτό που ξέρουμε, με τα δικά μας χρονοδιαγράμματα, κι αυτό για μας είναι ίσως το πιο σημαντικό πλεονέκτημα.
Chris: Υπάρχει μία αμοιβαία αφοσίωση ανάμεσα στους Pharaoh και την Cruz Del Sur, η οποία δοκιμάστηκε πραγματικά τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως βγήκε δυνατή.
Ευχαριστώ για τη συνέντευξη, σας εύχομαι ό,τι καλύτερο γιατί πραγματικά το αξίζετε! Τα τελευταία λόγια σας ανήκουν...
Matt: Κάθε συνέντευξη τελειώνει κάπως έτσι, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σκεφτούμε κάτι για το κλείσιμο... Θα ήθελα απλά να δώσω τα εύσημα μου σε δύο ελληνικές μπάντες που μου αρέσουν πολύ τον τελευταίο καιρό: τους Heathendom και τους Innosense. Φαίνεται ότι δεν είναι πολλές οι ελληνικές μπάντες που προοδεύουν στην ευρύτερη metal σκηνή, όμως όταν το κάνουν τα αποτελέσματα είναι συνήθως εντυπωσιακά. Οπότε, stay heavy!
Καλησπέρα παιδιά, είμαι ο Βαγγέλης από το Rocking.gr. Μιας και αυτή είναι η πρώτη μας επικοινωνία, τι θα λέγατε να ξεκινούσαμε με κάποιες γενικές πληροφορίες για τους Pharaoh;
Matt Johnsen: Γεια χαρά! Είμαστε μία τετραμελής μπάντα από τις ΗΠΑ και παίζουμε κάτι μεταξύ power και παραδοσιακού metal. Στο πρώτο μας άλμπουμ είχαμε πολλές ομοιότητες με τους Iron Maiden, κι έτσι πολύς κόσμος θα μας συγκρίνει για πάντα μαζί τους, αν και δεν υπάρχει η ίδια συνάφεια πλέον.
Λοιπόν, το "Bury The Light" είναι το τέταρτο άλμπουμ της μπάντας και όλα αυτά τα χρόνια δεν είχατε ούτε μία αλλαγή στη σύνθεσή σας, αν δεν κάνω λάθος. Ποιός θα ήταν, υποθετικά, ο μόνος λόγος για τον οποίο θα θυσιάζατε ποτέ την σταθερότητα του lineup σας;
Matt: Έχεις περίπου δίκιο επειδή, αν το εξετάσουμε αυστηρά, ουσιαστικά σχηματιστήκαμε με δύο κιθαρίστες, όμως ο άλλος τύπος, ο Keith Barnard, έφυγε από την μπάντα μετά από δύο περίπου μήνες, κι αυτό έγινε πολύ πριν πάρουμε τον Tim (σ.σ.: Aymar). Όσο για το τι θα μας έκανε να χαλάσουμε το συγκεκριμένο lineup: βουνά χρημάτων. Έχεις καθόλου; (γέλια)
Πώς θα περιέγραφες το ύφος της μουσικής των Pharaoh με δικά σου λόγια;
Matt: Αμερικάνικο power metal, το οποίο μπορείς να το πεις και μελωδικό heavy metal με μια έμφαση στα κιθαριστικά riff. Δεν είμαστε «ζαχαρένιοι» ή «cheesy» σαν κάποιες ευρωπαϊκές power μπάντες, ενώ είμαστε αρκετά progressive ώστε να μην χαρακτηριζόμαστε παραδοσιακοί. Θα έλεγα ότι υπάρχουν ελάχιστα συγκροτήματα που καταλαμβάνουν ακριβώς τη θέση στην οποία βρισκόμαστε.
Υπάρχει μία συλλογική διαδικασία που ακολουθείτε, όσο αφορά στον συνθετικό τομέα;
Matt: Δεν ζούμε κοντά ο ένας στον άλλο, οπότε η σύνθεση γίνεται μεμονωμένα σε γενικές γραμμές, ωστόσο έχουμε βρει τρόπους να συνεργαζόμαστε. Για παράδειγμα, συνήθως εγώ γράφω ένα τραγούδι μέχρι τέλους, με όλα τα riff και τους ρυθμούς και κατόπιν το στέλνω στον Tim για να συνθέσει τις φωνητικές μελωδίες. Κάποιες φορές προσθέτει επίσης και στίχους, όμως συνήθως το δίνει στον Chris Black για να τους γράψει αυτός. Ο Chris Kerns πολλές φορές συνθέτει τον σκελετό ενός κομματιού και μου ζητάει να γεμίσω τα κενά σημεία με riff. Μόνο ο Chris Black προτιμάει να ολοκληρώνει ένα κομμάτι μόνος του όταν ξεκινάει να το γράψει, όμως ακόμα και τότε βρίσκω έναν τρόπο να παρέμβω και να προσθέσω μερικά δικά μου κιθαριστικά πραγματάκια. Δεν υπάρχουν πολλές μπάντες στις οποίες κάθε μέλος συμβάλλει στη συνθετική διαδικασία και πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που κάνει τους Pharaoh μία τόσο δυνατή μπάντα.
Πες μας μερικά πράγματα για ηχογραφήσεις, στούντιο, παραγωγούς, κλπ.
Matt: Ο πρώτος μας δίσκος ηχογραφήθηκε σε ένα στούντιο στη μέση του πουθενά. Τότε ήμασταν όλοι αρκετά άπειροι, ενώ και ο μηχανικός ήχου δεν βοηθούσε ιδιαίτερα με την έννοια του παραγωγού. Σαν αποτέλεσμα, το ντεμπούτο μας δεν ήταν πολύ καλό ηχητικά. Όλα τα άλμπουμ που ακολούθησαν, τα ηχογραφήσαμε με τον φίλο μας τον Matt Crooks, ο οποίος ήταν μέλος της μπάντας Division και τώρα έχει τους Fool’s Game. Ο Matt είναι πολύ καλός τεχνικός, αλλά και παραγωγός, και κατά κάποιον τρόπο όλοι μας έχουμε ωριμάσει σαν ομάδα, ο καθένας στον ρόλο του. Κάθε δίσκος μας έχει καλύτερο ήχο από τον προηγούμενο. Τα στούντιο του Matt βρίσκονται στην Virginia και εκεί ηχογραφούμε τα drums, τις ρυθμικές κιθάρες, το μπάσο και κάνουμε κάποια overdubs στις κιθάρες, ενώ τα φωνητικά και τις υπόλοιπες lead κιθάρες τα ηχογραφούμε στο σπίτι μου.
Με τι θέματα ασχολούνται οι στίχοι των τραγουδιών;
Matt: Μερικά κομμάτια έχουν πολιτικό περιεχόμενο, κάποια μεταφυσικό, ενώ κάποια άλλα ασχολούνται απλώς με φανταστικά θέματα, αν και δεν έχουν σχέση με σπαθιά, δράκους και τέτοια. Προσπαθούμε να γράφουμε στίχους που να αντικατοπτρίζουν το βασικό γεγονός ότι δεν είμαστε έφηβοι πια˙ είμαστε ενήλικες και έχουμε ανάλογες ανησυχίες.
Chris Black: Κάποια από τα ενδιαφέροντά μου είναι όντως πολύ «ενήλικα», χα χα! Πέρα από την πλάκα, πάντως, ο Matt έχει δίκιο. Για να κάνεις ένα τραγούδι να λειτουργήσει, θα πρέπει να γράφεις για πράγματα που γνωρίζεις, ή τουλάχιστον που πιστεύεις ότι είναι πραγματικά.
Διάβασα κάπου ότι οι στίχοι του "Graveyard Of Empires" αναφέρονται στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Ισχύει;
Matt: Ναι, ισχύει. Αυτή η έκφραση είναι ένας πολύ γνωστός όρος για την χώρα, η οποία κατανίκησε τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες πολλών μεγάλων κρατών. Ήμουν κατά της αμερικανικής εισβολής από την αρχή και πιστεύω ότι ολόκληρη η τελευταία δεκαετία με τους πολέμους ήταν τελικά μία οικονομική βύθιση κι ένα μεγάλο χάσιμο χρόνου.
Chris: Νομίζω ότι είναι προφανές στον καθένα το γεγονός ότι η κυβέρνησή μας δεν νοιάζεται για τις ζωές των απλών πολιτών του Αφγανιστάν. Η υποστύλωση του ριζοσπαστικού Ισλάμ και η στενή παρακολούθηση των αποθεμάτων οπίου είναι πολύ πιο σημαντικά για αυτήν. Πρόκειται για ένα ατυχές γεγονός. Συμφωνώ με τον Matt στο ότι δεν θα έπρεπε να ήμασταν καν εκεί.
Υπάρχουν κάποιες εμφανίσεις καλεσμένων στο άλμπουμ, κάτι που το συνηθίζετε. Τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτές; Πώς συνέβη η καθεμία;
Matt: Η πρώτη είναι από τον Jim Dofka, έναν πολύ καλό φίλο που συμμετέχει με ένα solo σε κάθε έναν από τους δίσκους μας. Ο Jim ήταν στην ίδια μπάντα με τον Tim στα μέσα των 90s, τους Psycho Scream. Η πρώτη φορά που άκουσα τον Tim ήταν σε αυτήν την μπάντα και η φωνή του με εντυπωσίασε απ’ την αρχή. Όταν διαλύθηκαν, ο Jim μου έδωσε τα στοιχεία του Tim ώστε να επικοινωνήσω μαζί του και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Ο Jim είναι τρομερός κιθαρίστας, αλλά και καταπληκτικός συνθέτης. Παρακολουθώ διαρκώς με δέος οτιδήποτε κάνει και είναι πάντα ωραίο να ακούω ό,τι έχει να προσφέρει στα τραγούδια που του στέλνουμε. Πολλές φορές δεν είναι εύκολο για κάποιον να σολάρει πάνω στα riff μου, οπότε είναι πραγματική πρόκληση για αυτόν να προσπαθήσει να τα ταιριάξει. Από το δεύτερο άλμπουμ μας κι έπειτα, είχαμε πάντα κι από έναν δεύτερο καλεσμένο για ένα solo. Πρώτα ήταν ο Chris Poland, μετά οι Mike Flyntz και Mark Reale (R.I.P.) των Riot, ενώ αυτή τη φορά έχουμε τον Mike Wead των Memento Mori, King Diamond, Bibleblack, Hexenhaus και σχεδόν ενός εκατομμυρίου ακόμα συγκροτημάτων... Ήταν υπέροχα που ήρθαμε σε επαφή με τον Mike, αφού υπήρξε τεράστια επιρροή για μένα για πολύ καιρό. Χρειάστηκε να ρωτήσω όλους τους Σουηδούς μεταλλάδες που ήξερα προκειμένου να τον βρω και τελικά η δουλειά έγινε μέσω του Teddy Möller των Loch Vostok και FKÜ. Teddy, σ’ ευχαριστώ!
Ποιά συγκροτήματα θα ονοματίζατε ως τα πιο επιδραστικά για τους Pharaoh, αναφορικά με τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σας;
Matt: Ο καθένας μας έχει τις δικές του επιρροές, παρόλο που υπάρχουν και κάποιες κοινές, όπως οι Iron Maiden ή οι Metal Church. Ο Chris Black λατρεύει το NWOBHM˙ όσο πιο άγνωστο είναι, τόσο το καλύτερο.
Chris: Δεν παίζει απαραίτητα ρόλο το πόσο άγνωστο είναι κάτι. Έτσι κι αλλιώς, το ίντερνετ έχει μετατρέψει την αφάνεια σε κάτι παρωχημένο. Έχει να κάνει απλά και μόνο με τα τραγούδια.
Matt: Ο Tim είναι περισσότερο των κλασικών, πιθανότατα θα ανέφερε τους Nazareth, τους Bad Company, τους Deep Purple και άλλες τέτοιες μπάντες. Ο Chris Kerns ακούει πρωτίστως death metal, παρόλο που η αδυναμία που έχει στους Helloween είναι μυθική. Όσο για μένα, λατρεύω το ευρωπαϊκό power, αλλά και το progressive / τεχνικό metal, από τους Angra μέχρι και τους Watchtower. Προσωπικά, σαν κιθαρίστας, οι μεγαλύτερες επιρροές μου είναι ο Chris Poland, ο James Murphy, οι τύποι απ’ τους Angra και ο Andy Summers των The Police.
Chris, συμμετέχεις σε τρεις ακόμη μπάντες (τουλάχιστον από όσο ξέρω), όλες από τις οποίες έχουν αρκετά διαφορετικά στυλ και κυκλοφόρησαν κάποια εξαιρετικά άλμπουμ κατά τα τελευταία χρόνια. Πώς καταφέρνεις να διατηρείς τέτοιο βαθμό διαφορετικότητας σε καθένα από αυτά τα project;
Chris: Σ’ ευχαριστώ! Για μένα δεν είναι κάτι δύσκολο, βασικά είναι στη φύση μου να δημιουργώ μουσική κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ήμουν πάντα ο τύπος που εμπλεκόταν σε 500 μπάντες, ακόμη και στα σχολικά μου χρόνια. Είναι ένας τρόπος να δημιουργώ δεσμούς με τους φίλους μου. Κάποιοι μπορεί να αράζουνε και να λένε, «ας ανοίξουμε το Xbox», ή «ας πάμε για μπάσκετ». Εγώ είμαι αυτός που λέω, «χμ, φανταστείτε να υπήρχε μια μπάντα που να έπαιζε έτσι...». Μ’ αρέσει να είμαι μονίμως απασχολημένος. Δεν μπορώ να διαχειριστώ τη βαρεμάρα για πολύ καιρό χωρίς να στραφώ σε πιο αυτοκαταστροφικά πράγματα.
Μου άρεσε ιδιαιτέρως το "Another Night" των High Spirits. Ήταν μία από τις καλύτερες ανεξάρτητες κυκλοφορίες που άκουσα μέσα στο 2011. Σ’ αυτή την μπάντα επιλέξατε να κρατήσετε την ανωνυμία σας. Γιατί έγινε αυτό; Θέλατε ο κόσμος να δώσει περισσότερο βάρος στη μουσική αυτή καθεαυτή;
Chris: Βασικά, μόνο στην αρχή κράτησα συγκεκριμένες πληροφορίες για τους High Spirits κρυφές. Νομίζω πως μέχρι τώρα έχει γίνει αρκετά γνωστό ποιοί συμμετέχουν και πώς λειτουργούν τα πράγματα. Όμως έχεις δίκιο, ο στόχος μου γι’ αυτή την μπάντα είναι να έχει κυρίως μουσική οντότητα. Μου δίνει κίνητρο ώστε να γράψω όσο το δυνατόν καλύτερα τραγούδια και στίχους, ώστε ο ακροατής να λάβει ολόκληρο το «πακέτο». Πιστεύω ότι και στους Pharaoh αυτό κάνουμε. Το οπτικό κομμάτι είναι ελάχιστο, αν εξαιρέσεις τα εξώφυλλα των δίσκων. Πάντοτε, σε κάθε άλμπουμ επιδιώκω να υπάρχει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα και μία ορισμένη μοναδικότητα, οπότε αυτό βοηθάει στην προετοιμασία. Μιας και το αναφέρω, όταν πρωτοείδα την δουλειά του JP Fournier για το artwork του "Bury The Light" πήρα μεγάλη ώθηση αυτοπεποίθησης. Είμαι πολύ χαρούμενος που ο κόσμος θα έχει αυτή την ατμόσφαιρα στο μυαλό του όσο ακούει το άλμπουμ. Πάντως, σ’ ευχαριστώ πολύ που τσέκαρες τους High Spirits! Χαίρομαι που σου άρεσαν τόσο πολύ.
Ας επιστρέψουμε στο "Bury The Light", το οποίο θα είναι διαθέσιμο στην Ευρώπη σχεδόν δύο βδομάδες πριν την ημερομηνία κυκλοφορίας του στην Αμερική. Συνεχίζει η Ευρώπη να αποτελεί το κύριο αγοραστικό πεδίο ενός power metal συγκροτήματος;
Matt: Σίγουρα, όμως και στις ΗΠΑ δεν τα πάμε καθόλου άσχημα. Βέβαια, θα ήθελα πολύ να έχουμε κοινό και στην Ιαπωνία ή στη Νότια Αμερική, όμως κάτι τέτοιο πιθανότατα συνεπάγεται πολλή δουλειά κι εμείς είμαστε αρκετά τεμπέληδες.
Τι ήταν αυτό που οδήγησε, κατά τη γνώμη σας, το power metal στο τέλμα που επήλθε την περασμένη δεκαετία;
Matt: Η υπερβολή πάντα βλάπτει. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τους λόγους. Φαντάζομαι ότι, στις ρίζες του, το power metal είναι ένα αρκετά περιοριστικό ιδίωμα. Είναι πολύ δύσκολο για τις περισσότερες μπάντες να μείνουν μακριά από το 99,9% των περισσότερων καλών τραγουδιών που ήδη υπάρχουν. Μάλλον έχει έρθει η ώρα για όλους να κάνουν και πάλι ένα διάλειμμα, όπως στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ούτως ώστε το power metal να γεμίσει τις μπαταρίες του. Τότε, ίσως να ξαναδούμε μία αναγέννηση για το είδος, όπως συνέβη το 1997. Ή, ενδεχομένως να έχουν παιχτεί πλέον τα πάντα στο power, να έχει πεθάνει δια παντός σαν το NWOBHM, με μόνο λίγους παράξενους μοναχικούς που προσκολλώνται σε μία φθαρμένη μορφή μουσικής. Ποιός ξέρει...
Chris: Πιστεύω πως, για ένα νεότερο ακροατήριο, το τυπικό power των τελών των 90s δεν είναι αρκετό. Δεν συμβαίνουν και πολλά ως προς την εικόνα που βγάζει προς τα έξω, ενώ οι τραγουδιστές και οι στίχοι τείνουν να γίνονται πολύ συνηθισμένοι. Νομίζω ότι όταν εκτίθεσαι τόσο πολύ σε ένα μόνο πράγμα, αρχίζει να χάνει τη δυναμική του.
Πρόσφατα υπογράψατε ένα συμβόλαιο με την Cruz Del Sur Music. Ποιά είναι τα υπέρ και τα κατά του να ανήκεις σε μία περιορισμένης εμβέλειας εταιρεία;
Matt: Μας φέρονται σαν βασιλιάδες, όπως μας αξίζει δηλαδή, χα χα! Στην ουσία, οι απολαβές είναι λίγο καλύτερες στις μικρότερες εταιρείες, επειδή οι μεγαλύτερες έχουν χιλιάδες τρόπους για να σε αποστραγγίξουν. Σίγουρα θα πουλούσαμε παραπάνω αν ήμασταν σε μεγαλύτερη εταιρεία, όμως δεν θα κερδίζαμε περισσότερα. Μπορεί η Cruz Del Sur να μην μας παρέχει ακριβώς υποστήριξη για περιοδείες, ενώ σίγουρα δεν έχουμε budget για video clip ή τίποτα τέτοιο, όμως μας καλύπτει τα έξοδα των ηχογραφήσεων, της παραγωγής, των εξωφύλλων, του promotion και όλων αυτών, κι επίσης αγοράζει τα δικαιώματά μας (τελικά!). Επιπλέον, η Cruz Del Sur δεν εμπλέκεται, κατά μία έννοια, στην καλλιτεχνική διαδικασία. Μας εμπιστεύεται να κάνουμε αυτό που ξέρουμε, με τα δικά μας χρονοδιαγράμματα, κι αυτό για μας είναι ίσως το πιο σημαντικό πλεονέκτημα.
Chris: Υπάρχει μία αμοιβαία αφοσίωση ανάμεσα στους Pharaoh και την Cruz Del Sur, η οποία δοκιμάστηκε πραγματικά τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως βγήκε δυνατή.
Ευχαριστώ για τη συνέντευξη, σας εύχομαι ό,τι καλύτερο γιατί πραγματικά το αξίζετε! Τα τελευταία λόγια σας ανήκουν...
Matt: Κάθε συνέντευξη τελειώνει κάπως έτσι, οπότε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σκεφτούμε κάτι για το κλείσιμο... Θα ήθελα απλά να δώσω τα εύσημα μου σε δύο ελληνικές μπάντες που μου αρέσουν πολύ τον τελευταίο καιρό: τους Heathendom και τους Innosense. Φαίνεται ότι δεν είναι πολλές οι ελληνικές μπάντες που προοδεύουν στην ευρύτερη metal σκηνή, όμως όταν το κάνουν τα αποτελέσματα είναι συνήθως εντυπωσιακά. Οπότε, stay heavy!