Συνέντευξη: Communic

Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 22/08/2011 @ 11:44
Τους Communic τους γνωρίσαμε ως φερέλπιδες νέους το 2005, όταν κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, "Conspiracy In Mind". Η φρέσκια ηχητική τους πρόταση, που αναμίγνυε power, progressive, doom, thrash και παραδοσιακό metal, ανάγκασε πολύ κόσμο να τους προσέξει, κάτι που συνεχίστηκε με τα δύο επόμενα άλμπουμ τους. Κάτι ανάλογο επιχειρούν και με τον τέταρτο κατά σειρά δίσκο τους, "The Bottom Deep", ο οποίος αποτελεί την πιο προσωπική δημιουργία του ιθύνοντα νου τους, Oddleif Stensland. Το Rocking.gr επικοινώνησε με τον Νορβηγό τραγουδιστή, κιθαρίστα και βασικό συνθέτη του group, ο οποίος μοιράστηκε τις σκέψεις του σχετικά με το καινούριο άλμπουμ, τους Nevermore, αλλά και τη νέα τάξη πραγμάτων της μουσικής βιομηχανίας.

Πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα για τη μπάντα από την κυκλοφορία του "Payment Of Existence" μέχρι σήμερα;
Είμαστε ακόμα εδώ, απλά διανύσαμε μια χαλαρή περίοδο μετά το τελευταίο μας άλμπουμ, λόγω κάποιων προσωπικών συμβάντων. Έτσι αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αναδιοργανωθούμε. Όμως έχουμε επιστρέψει, με το ίδιο line-up και με νέο δίσκο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες.

Το "The Bottom Deep" είναι το τέταρτο άλμπουμ σας. Ήδη από τον τίτλο και το εικαστικό μέρος είναι φανερό πως πρόκειται για μία ιδιαίτερα σκοτεινή και εσωστρεφή δουλειά. Ισχύει;
Ναι, έχεις δίκιο. Είναι με διαφορά το πιο βαρύ και σκοτεινό υλικό που έχουμε συνθέσει ποτέ. Το άλμπουμ αντικατοπτρίζει σκέψεις σχετικά με το θάνατο και το artwork αγγίζει επίσης το ίδιο ζήτημα. Το εξώφυλλο λειτουργεί πολύ καλά και, για όσους ενδιαφέρονται, στο βιβλιαράκι περιέχονται πολλά ενδιαφέροντα θέματα που δίνουν κάποια στοιχεία πάνω στο γενικό θέμα.

Θα έλεγες ότι αποτελεί το πιο «ανθρώπινο» άλμπουμ σας, τρόπον τινά;
Σίγουρα είναι ανθρώπινο από την πλευρά του concept, γιατί όλοι πρέπει να πεθάνουμε κάποτε, και όλοι μας οφείλουμε να έχουμε μία σχέση με το θάνατο, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Οπότε ναι, είναι πολύ ανθρώπινο άλμπουμ όσον αφορά στον τρόπο που γράφτηκε. Έχω φτάσει στο πιο προσωπικό μου επίπεδο έκφρασης, εκθέτοντας πλήρως τον πυρήνα του εαυτού μου και των σκέψεών μου. Επίσης, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να λειτουργήσουμε με τον πιο «οργανικό» τρόπο που θα μπορούσαμε, άρα το ανθρώπινο στοιχείο είναι μια πολύ σωστή παρατήρηση. Εδώ που τα λέμε, ο τίτλος «Human» θα ήταν πολύ ταιριαστός για το άλμπουμ, όμως έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από μία πολύ σπουδαία μπάντα.

Αναμφίβολα, ο Eliran Kantor έκανε φανταστική δουλειά στο εξώφυλλο. Υπάρχει κάποιος συσχετισμός με το concept;
Ναι, φυσικά, πάντα προσπαθώ να αφήνω το εξώφυλλο να οδηγεί τον ακροατή στην ατμόσφαιρα και στη γενική αίσθηση που εκπέμπει η μουσική. Η δουλειά του Eliran είναι όντως εκπληκτική, του έδωσα τους στίχους και τις βασικές πληροφορίες του concept και κατέληξε σ' αυτό το αποτέλεσμα. Στο εξώφυλλο απεικονίζεται ένας ηλικιωμένος άντρας που συλλογίζεται την πορεία της ζωής του, ενώ πίσω του βρίσκεται ένας γύπας που τυλίγει τα φτερά του γύρω του, σαν να του συμπαραστέκεται στις ύστατες στιγμές του. Όμως καταλαβαίνεις ότι απλώς περιμένει για το θάνατό του, ώστε να περιμαζέψει τα υπολείμματα του νεκρού του σώματος. Μία ωραία λεπτομέρεια στην εικόνα βρίσκεται αν κοιτάξεις προσεκτικά στις σκιές που προβάλλουν στο πάτωμα ο άντρας και το αρπακτικό...

Όπως παρατηρώ, είναι η πρώτη δουλειά σας για την οποία ο Jacob Hansen δεν είναι υπεύθυνος για την παραγωγή. Ποιά είναι τα υπέρ και τα κατά του να είσαι ο παραγωγός του εαυτού σου;
Όταν συνεργάζεσαι με έναν γνωστό παραγωγό μπορείς να χαλαρώσεις λίγο παραπάνω, αφού ξέρεις ότι τελικά κάποιος θα φροντίσει για όλα και ότι η παραγωγή θα είναι όσο σύγχρονη μπορεί να είναι. Όμως είναι πολύ πιθανό να καταλήξεις με τον τυποποιημένο ήχο του εκάστοτε παραγωγού, που θα σε κάνει να ακούγεσαι σαν τις περισσότερες από τις μπάντες με τις οποίες επίσης συνεργάζεται. Όταν κάνεις τα πάντα μόνος σου έχεις τη δυνατότητα να εμπιστεύεσαι το δικό σου αυτί και να προσπαθείς να πετύχεις τον ήχο που ψάχνεις. Από την άλλη όμως υπάρχει και ο φόβος της αποτυχίας, φοβάσαι μήπως δεν το έχεις κάνει όσο καλά πρέπει, ή μήπως το έχεις παρακάνει, μην ξέροντας πότε να σταματήσεις. Για το συγκεκριμένο δίσκο είχαμε κλείσει το στούντιο για 21 μέρες, οπότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε και το «τέρας» της προθεσμίας που αιωρούταν συνεχώς από πάνω μας. Βέβαια υπήρχε και εφεδρικό σχέδιο για την περίπτωση που κάτι θα πήγαινε στραβά στο τέλος, όμως ήμασταν τυχεροί και δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την τελευταία λύση.

Τη διαδικασία του mastering ανέλαβε ο Dan Swano. Πώς ήταν η συνεργασία σας μαζί του;
Ό,τι είχε να κάνει με τον Dan κύλησε ομαλά και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δε συναντηθήκαμε μαζί του, αφού προτιμά να δουλεύει μόνος του στο δικό του στούντιο, όμως έτσι κι αλλιώς είναι πολύ εύκολο πλέον να στέλνεις μεγάλες ποσότητες ψηφιακών αρχείων μέσω internet. Οπότε του στείλαμε όλα τα αρχεία και το επόμενο πρωί είχαμε ήδη τη δυνατότητα να ελέγξουμε την πρώτη εκδοχή του αποτελέσματος. Ήταν πολύ ωραία που τον είχαμε μαζί μας για το mastering και πιστεύω ότι κατάφερε να δώσει στο υλικό μας τη δυναμική και το συναίσθημα που δικαιούταν. Επίσης, αυτή τη φορά το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει και σε μορφή βινυλίου, το οποίο θα έχει ξεχωριστό mastering με ακόμα περισσότερη δυναμικότητα.

Διάβασα κάπου μία δήλωση του Dan, στην οποία παρομοιάζει την αίσθηση που αφήνει ο δίσκος με την αντίστοιχη των Queensrÿche της περιόδου '84-'88. Τι έχεις να πεις γι' αυτή τη σύγκριση;
Ναι, γνωρίζω ότι έκανε τη συγκεκριμένη δήλωση. Ίσως να έχει τον ίδιο παλμό κατά κάποιον τρόπο, δεν ξέρω. Πάντως διάβασα το ίδιο πράγμα και σε κάποιες δισκοκριτικές, άρα τελικά ίσως και να ισχύει.

Ξέρεις Oddleif, πολλοί μπορεί να σκεφτούν ότι στη σημερινή εποχή αρκετές μπάντες προσπαθούν να μειώσουν τα έξοδα της δημιουργίας ενός δίσκου, λόγω των μειωμένων εσόδων από τις πωλήσεις τους. Δεν υπάρχει ένα μέρος αλήθειας σ' αυτό;
Είναι αλήθεια ότι όταν ηχογραφείς στο σπίτι σου σε ένα απλό αυτοσχέδιο στούντιο το κόστος είναι κατά πολύ μικρότερο και είναι κάτι που γίνεται πολύ εύκολα στην εποχή που ζούμε. Μετά μπορείς να στείλεις την ηχογράφησή σου σε έναν παραγωγό και το πιθανότερο είναι να πάρεις ένα σωστό αποτέλεσμα. Πολλά συγκροτήματα έχουν το προσωπικό τους μίνι-στούντιο, ώστε να ετοιμάζουν demo μορφές της μουσικής τους, κι εξάλλου ο εξοπλισμός γίνεται όλο και οικονομικότερος για τον καθένα. Ίσως κάποιες μπάντες συνηθίζουν να δουλεύουν κατ' αυτό τον τρόπο λόγω έλλειψης υποστήριξης από την εταιρεία τους, όμως στην περίπτωσή μας το "The Bottom Deep" αποτελεί την πιο δαπανηρή δουλειά που έχουμε κάνει ποτέ. Κλείσαμε το πιο σύγχρονο στούντιο που υπάρχει στα μέρη μας και είχαμε ένα συγκεκριμένο budget που μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε, όμως τελικά καταλήξαμε να ξοδέψουμε ένα λίγο μεγαλύτερο ποσό. Αυτό που λες πιθανώς να οφείλεται και στη μόδα της συμπιεσμένης μουσικής που καταλήγει στο YouTube, το Facebook και το MySpace. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι η προσπάθεια που βάζουν πολλές μπάντες στην ηχογράφηση των δίσκων τους δεν έχει τόση σημασία τώρα πια. Τα άλμπουμ δεν πουλάνε όπως κάποτε, οι περισσότεροι είναι ευχαριστημένοι με μια σκατένια δωρεάν κατεβασμένη κόπια από το διαδίκτυο. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πού θα καταλήξει όλο αυτό στο μέλλον, καθώς και τι θα συμβεί στο CD σα μέσο αναπαραγωγής μουσικής. Παρ' όλα αυτά, φαίνεται πως το βινύλιο επιστρέφει στη ζωή μας και ότι οι οπαδοί του metal έχουν ακόμα την επιθυμία να διαβάζουν τους στίχους και να χαζεύουν ένα ωραίο βιβλιαράκι όταν εξερευνούν τα αγαπημένα τους συγκροτήματα.

Είπες ότι οι στίχοι σου αυτή τη φορά είναι πολύ προσωπικοί. Θέλεις να μας πεις λίγα πράγματα γι' αυτούς;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, υπάρχει μία ενιαία θεματική που συνδέει όλα τα τραγούδια του άλμπουμ. Ασχολούνται με μια προσωπική μου στενή επαφή με το θάνατο που ήρθε ξαφνικά πολύ κοντά μου, όταν κάποιος δικός μου άνθρωπος έφυγε από τη ζωή πολύ σύντομα. Αυτό το γεγονός με άφησε με πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τη ζωή και το θάνατο και όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου επέστρεψαν στο μυαλό μου με τη μορφή λέξεων και μουσικής. Δε μου είναι εύκολο να περιγράψω τους στίχους λεπτομερειακά, αλλά μου είναι πολύ ευκολότερο να εκφράζομαι μέσω της μουσικής μου. Άλλωστε όλα βρίσκονται ανάμεσα στις γραμμές, οπότε όποιος θέλει μπορεί να ανακαλύψει το βαθύτερο νόημα του άλμπουμ. Αλλά και αυτοί που απλώς θέλουν να απολαύσουν μία ωραία συλλογή τραγουδιών, θα καλύψουν τις ανάγκες τους με το "The Bottom Deep".

Από την εποχή του παρθενικού σας άλμπουμ, η πλειονότητα των συγκρίσεων που γίνονταν από τον παγκόσμιο μουσικό Τύπο ανέφερε τους Nevermore σαν το πιο συγγενές άκουσμα για τον ήχο των Communic. Τελικά, όλο αυτό είχε θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στην καριέρα σας; Δεν ένιωσες ποτέ αποφασισμένος να συνθέσεις το πιο αντι-Nevermore υλικό που θα μπορούσες;
Να σου πω την αλήθεια, δεν το σκέφτομαι και πολύ τώρα πια. Το πιθανότερο είναι να συνεχίζουν να μας συγκρίνουν με τους Nevermore εξαιτίας της φωνής μου και του στυλ του τραγουδιού μου. Σε όσες μπάντες είχα παίξει στο παρελθόν, αναφερόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Πιστεύω πως έχουμε τη δική μας προσωπικότητα και θεωρώ ότι ο κόσμος δυσκολεύεται να κατηγοριοποιήσει τη μουσική μας κι έτσι οι συγκρίσεις με τους Nevermore είναι η εύκολη λύση. Αν ακουγόμουν σαν τον James Hetfield, θα μας συνέκριναν με τους Metallica, οπότε και πάλι το ίδιο θα συνέβαινε.

Υποθετικά μιλώντας, πώς θα αντιδρούσες αν σου γινόταν πρόταση για να πάρεις τη θέση του Jeff Loomis στους Nevermore, αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να διαλύσεις τους Communic;
Δε θα μπορούσα ποτέ να αντικαταστήσω τον Jeff Loomis έτσι κι αλλιώς, χαχα!

Ποιές ήταν οι προσδοκίες σου όταν δημιουργούσες τη μπάντα πριν από οχτώ χρόνια; Πόσες απ' αυτές έχεις πραγματοποιήσει;
Ξεκίνησα να ασχολούμαι αρκετά αργά, ήμουν 18 χρόνων όταν αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα, όμως αυτό που ανέκαθεν με οδηγούσε ήταν η ευχαρίστηση του να παίζω και να συνθέτω μουσική. Σήμερα, μετά από αρκετά χρόνια, νιώθω ακόμα την ίδια παρόρμηση, να είμαι δημιουργικός και να γράφω μουσική. Πάντως υπήρξαμε τυχεροί, αφού καταφέραμε να κυκλοφορήσουμε τους δίσκους μας μέσω μιας σπουδαίας δισκογραφικής αλλά και να εμφανιστούμε στις σκηνές των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών φεστιβάλ.

Ποιά είναι η άποψή σου σχετικά με τη νορβηγική progressive σκηνή; Έχεις να μας προτείνεις κάποια καλή μπάντα;
Η prog σκηνή μας δεν είναι και τόσο εκτεταμένη, αλλά μπορείτε να τσεκάρετε τους Fracture, όπως και τους συντοπίτες και φίλους μας Manitou, ένα παλιό συγκρότημα από τη δεκαετία του '90, που κυκλοφόρησε ένα φοβερό άλμπουμ τότε, το "Entrance". Αυτό τον καιρό επαναδραστηριοποιούνται και ελπίζω να κυκλοφορήσουν σύντομα καινούριο άλμπουμ.

Στο "The Bottom Deep" θα συμπεριλαμβάνεται και ένα bonus κομμάτι, το "In Union We Stand". Θα είναι διασκευή στο τραγούδι των Overkill;
Ναι, πρόκειται για το κομμάτι των Overkill. Είναι πολύ πιθανό να βρίσκεται στην πρώτη έκδοση του άλμπουμ. Έχουμε επίσης ηχογραφήσει διασκευές σε κομμάτια των Twisted Sister και των Nine Inch Nails, τα οποία ενδεχομένως θα συμπεριλαμβάνονται ως bonus στην ιαπωνική έκδοση και στην έκδοση του iTunes, αντίστοιχα. Ωστόσο, και τα τρία τραγούδια θα υπάρχουν στη bonus πλευρά της έκδοσης του βινυλίου.

Σ' ευχαριστώ για τον χρόνο σου, Oddleif! Τα τελευταία λόγια είναι δικά σου.
Πρόκειται να βγούμε σε περιοδεία στην Ευρώπη μαζί με τους Forbidden και τους Demonica, από τις 26 Αυγούστου έως τις 10 Σεπτεμβρίου. Έχετε τον νου σας στη σελίδα μας στο Facebook για ενημερώσεις και νέες ημερομηνίες.

Βαγγέλης Ευαγγελάτος
  • SHARE
  • TWEET