Rock Culture #28: Μιλήσαμε με τον συγγραφέα λαογραφικού τρόμου Χρυσόστομο Τσαπραΐλη

Η σύνδεση του νέου βιβλίου "De Mysteriis" με τον εμβληματικό δίσκο του black metal, τα ιδιαίερα Βαλκάνια, η Αθήνα και το σύμπαν του "Lord Of The Rings"

Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 24/05/2024 @ 16:18

Ανέμενα με σχετική αγωνία τη νέα συγγραφική προσπάθεια του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, καθώς η ανάγνωση των Παγανιστικών Δοξασιών της Θεσσαλικής Επαρχίας υπήρξε καθηλωτική, με στιγμές ανατριχίλας. Στη νέα του τολμηρή δημιουργία συνεχίζει να προσφέρει μπόλικες μεταφυσικές και αλλόκοτες στιγμές, ανοίγει τα σύνορα των ιστοριών του και επιβεβαιώνεται ότι το Hammerheart θα μνημονεύεται ες αεί. Δικαίως.

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Χρυσόστομε καλώς ήρθες στις σελίδες του rocking.gr και συγχαρητήρια για τη νέα σου συγγραφική προσπάθεια, που φέρει έντονα και metal στοιχεία. Προφανές το πρώτο «γιατί», αφού τίτλος και σημείωση στην πρώτη σελίδα παραπέμπουν άμεσα στον εμβληματικό δίσκο των Mayhem. Γιατί λοιπόν επέλεξες να συνδέσεις τα διηγηματά σου με τη συγκεκριμένη μπάντα και το συγκεκριμένο δίσκο της και όχι με Bathory (ολέ) ας πούμε;

Σε ευχαριστώ πολύ Πάνο, για την πρόσκληση και τα καλά λόγια. Όσον αφορά την ερώτηση, είναι πολλοί οι αγαπημένοι δίσκοι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για ένα λογοτεχνικό έργο - μεταξύ αυτών, μιας και ανέφερες τους Bathory, και το Hammerheart (που είναι ο πλέον αγαπημένος μου δίσκος). Όμως το De Mysteriis Dom Sathanas ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω επιτακτικά την ανάγκη να δημιουργήσω κάτι από τα σπλάχνα του. Νομίζω πως σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο τόσο το booklet του δίσκου (με τη χειροποίητη γραμματοσειρά των στίχων, την περγαμηνή του φόντου, τα εντυπωσιακά πρωτογράμματα του Jørgen Lid Widing), όσο και οι στίχοι με τον εφηβικό pulp αυθορμητισμό, την τραχύτητα, την απελπισία και την αφηγηματική δωρικότητα και ασάφεια: από τις πρώτες φορές που το άκουσα ένιωσα ότι σε αυτά τα οχτώ κομμάτια υπάρχουν οι σπόροι διηγημάτων, τις οποίες, πολλά χρόνια αργότερα, προσπάθησα να εκμαιεύσω. Αυτή ήταν και η μεγάλη πρόκληση: να φτιάξω κάτι με μπούσουλα τους στίχους, κάτι αυτόνομο και αυθύπαρκτο που να φέρει όμως μέσα του κάτι από το πνεύμα του δίσκου και γενικότερα της νορβηγικής black metal σκηνής των αρχών των '90s.

Στα μέρη μας έχουμε παραγωγή λαογραφικού τρόμου από τον 19ο αιώνα

Ας το πιάσουμε λίγο από την αρχή και την πρώτη δημιουργία σου, τις Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας. Μεγάλωσες κι εσύ με ιστορίες από τον παππού πως αν δεν κοιμηθείς θα έρθει να σε πάρει ο διακονιάρης ή όπως αλλιώς ονομαζόταν η μαυροντυμένη σκυφτή φιγούρα που μαζεύει μικρά παιδιά τα μεσάνυχτα;

Στην περίπτωσή μου τα μάζευε το μεσημέρι (ο λεγόμενος Μεσημεριάς), ενώ είχαμε και τη Μαρούσω (τοπική παραλλαγή της Μόρας που πλακώνει το στήθος των κοιμισμένων), όπως και μια εκδοχή της Παναγίας που σε κρεμάει από τον θόλο του ουρανού αν είσαι άτακτος. Αυτά όμως ήταν εξαιρέσεις, οι ιστορίες των παππούδων μου είχαν πολύ περιορισμένο το στοιχείο του τρόμου, και ίσως για αυτό μαγεύτηκα αργότερα από τη λογοτεχνία τρόμου, αλλά και τις πιο μακάβριες λαογραφικές παραδόσεις του τόπου - συνάντησα έναν σκοτεινό και μαγικό κόσμο που είναι συγχρόνως κοντά αλλά και τόσο μακριά με τον δικό μας.

Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντας το προαναφερθέν βιβλίο, μου δίνεις την εντύπωση πως όσα περιγράφεις είναι βιωματικά και πως τα συνάντησες κάποια στιγμή της ζωής σου. Υπήρξε έρευνα σχετικά με αυτές τις δοξασίες, έχεις προσθέσει δικά σου κομμάτια στους θρύλους αυτούς;

Θα λαχταρούσα να είναι βιωματικά, μα μέχρι τώρα πρόκειται κυρίως για καταστάσεις που θα ήθελα να ζήσω. Άλλωστε η αφετηρία και βασικός στόχος των Παγανιστικών Δοξασιών ήταν η επαναμάγευση του μέρους όπου μεγάλωσα, μια προσπάθεια να επενδύσω ένα (ομολογουμένως βαρετό για τα μάτια ενός εφήβου) τοπίο με ενδιαφέρον, μέσω του αλλόκοτου, του υπερφυσικού, του μαγικού. Έρευνα έχει γίνει, όχι πρωτογενής, ούτε με ιδιαίτερα ακαδημαϊκά και αυστηρά κριτήρια, αλλά εμμέσως λόγω της αγάπης μου για τα λαογραφικά και μυθολογικά αναγνώσματα, τα οποία θαρρώ πως έχουν πυρακτωθεί μέσα μου και αφήνουν το στίγμα τους σε καθετί που φτιάχνω.

Οι σκιές της πόλης είναι πολύ διαφορετικές από αυτές των βουνών και του λόγγου

Θεωρείς ότι ο λαογραφικός τρόμος που χαρακτηρίζει τα κείμενά σου αποτελεί υποκατηγορία της λογοτεχνίας τρόμου και δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά, ειδικότερα στα μέρη μας; Κάτι αντίστοιχο με τον κινηματογράφο και το “The VVitch” για παράδειγμα.

Σαφώς ο λαογραφικός τρόμος (folk horror) αποτελεί υποκατηγορία της λογοτεχνίας τρόμου, μιας και έχει τον ίδιο απώτερο στόχο: τη δημιουργία αίσθησης ανησυχίας και ανοικειότητας στον αναγνώστη. Στα μέρη μας έχουμε παραγωγή λαογραφικού τρόμου από τον 19ο αιώνα (έστω και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες μιας και τότε η αστικοποίηση είχε προχωρήσει ελάχιστα, εν συγκρίσει με σήμερα), με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα σκοτεινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη (ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν είναι διόλου άσχετος με τη λογοτεχνία τρόμου μιας και ήταν ο πρώτος που μετέφρασε στα ελληνικά τον Δράκουλα του Στόκερ), αλλά είναι κυρίως κατά την τελευταία δεκαετία που η παραγωγή αυτή έχει μεγαλώσει ποσοτικά και ποιοτικά (με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Αποδοχή Κληρονομιάς του Αντρέα Νικολακόπουλου και το Κακό Ανήλιο του Κωνσταντίνου Δομηνίκ). Αυτό εντάσσεται σε ένα γενικότερο, παγκόσμιο πλαίσιο αναβίωσης του λαογραφικού τρόμου σε κάθε τομέα της αφηγηματικής τέχνης: λογοτεχνία (The Loney του Andrew Michael Hurley), κινηματογράφο (με ταινίες όπως το The VVitch (2015) που ανέφερες, ή το πρόσφατο βορειομακεδονικό You Won't Be Alone (2022), μουσική (Malokarpatan αλλά και η εταιρεία Folklore Tapes) και video games (The Excavation of Hob’s Barrow του 2022).

Θαρρώ πως το όλο φαινόμενο είναι μια αντίδραση ενάντια στην έντονη αστικοποίηση και τον βασανιστικό τρόπο ζωής του ύστερου καπιταλισμού, μια προσπάθεια ιχνηλάτησης εναλλακτικών τρόπων κοσμοθεωρίας, οργάνωσης και ζωής, κάπως απομακρυσμένων (χωρικά και πνευματικά) από τον ορθολογιστικό και μηχανιστικό τρόπο σκέψης του σύγχρονου δυτικού κόσμου, αλλά και μια προσπάθεια διαλόγου με το παρελθόν και επαναδιαπραγμάτευσης με την παράδοση, έναν όρο που για τη γενιά μου είχε μια άχαρη αχλή.

Στην επαρχία και την ύπαιθρο είναι κατά μία έννοια πολύ πιο εύκολο να πετύχεις τον τρόμο

Σα να παρατήρησα μπόλικα Βαλκάνια στο De Mysteriis, ακόμα και σε εγχώρια ονόματα περιοχών όπου εξελίσσεται η ιστορία. Μαγλινίτσα & Μέρτοβο για παράδειγμα, με την πρώτη να παραπέμπει εκ νέου στο black metal (Mgla). Βέβαια, αν παρομοίαζα τα διηγήματα με είδος metal, αυτό θα ήταν ξεκάθαρα το doom.

Για να το πιάσω από το το τελικό σου σχόλιο, πρόκειται όντως για βραδύκαυστα αφηγήματα, μιας και πιστεύω ότι ο αργός ρυθμός ταιριάζει στο χτίσιμο της ανησυχητικής ατμόσφαιρας που είχα κατά νου για τις ιστορίες του βιβλίου. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρυθμός του τρόμου που προτιμώ: μεθοδικός βηματισμός με πολλούς υπαινιγμούς και κλιμακωτή οικοδόμηση της ατμόσφαιρας, δίχως να υπάρχει ξεκάθαρη κατάληξη και αποσαφήνιση.

Όσο για τα Βαλκάνια, η αρχική αφορμή ήταν ο Dead και η εμμονή του με την Τρανσυλβανία - οπότε και το Παγωμένο Φεγγάρι που είναι αφιερωμένο σε αυτόν (και περιέχει κάποιες από τις ιδιοτροπίες του) ήταν καταδικασμένο να διαδραματίζεται στην ορεινή Ρουμανία. Κατόπιν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να περιοριστώ από τα εθνικά σύνορα - το αντίθετο μάλιστα, στο βιβλίο αυτό θέλησα να δώσω μια εικόνα των υπόγειων διαδρομών ανάμεσα στους λαούς της χερσονήσου, και ειδικά με τη Νεκρώσιμη Ομίχλη να ασχοληθώ με το ζήτημα των μειονοτήτων και της αντιμετώπισής τους από το έθνος κράτος, στην προσπάθεια του τελευταίου να διαμορφώσει μια πλασματική αίσθηση πολιτισμικής ομοιογένειας. Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά κοινά στους βαλκανικούς λαούς, ειδικά αν σκάψουμε λίγο πιο βαθιά από τις γλωσσολογικές και θρησκευτικές διαφορές, και φτάσουμε στην παράδοση, στον τρόπο ζωής και στη νοοτροπία.

Όσο για τη Μαγλινίτσα, είναι επόμενο να θυμίζει Mgla μιας και η λέξη για την ομίχλη σε διάφορες σλαβικές γλώσσες έχει κοινή ρίζα.

Η πρώτη σεζόν του RoP, παρά τις αδυναμίες της, μου άρεσε πολύ γιατί έπιασε σε ικανοποιητικό βαθμό το πνεύμα που διατρέχει τα γραπτά του Τόλκιν

Πέρα από την επαρχία, το παρόν δίνουν και η Κυψέλη, τα Πατήσια, η Αχαρνών, σαν ένα τρίγωνο γύρω από το οποίο έχεις αναμνήσεις και ιστορίες. Πόσο και πώς πιστεύεις διαφέρει ο αστικός από τον τρόμο/φόβο στην επαρχία;

Ήθελα καιρό τώρα να γράψω για την Κυψέλη και το ευρύτερο κέντρο της Αθήνας, όπου έχω περάσει 13 χρόνια της ζωής μου, ένα μέρος που ξέρω ίσως καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο. Με ενδιέφερε να φέρω τον τρόμο και την επαναμάγευση στον αστικό ιστό, και να δω τις απαιτήσεις και διαφορετικές οπτικές που απαιτεί μια τέτοια αλλαγή σκηνικού. Στην επαρχία και την ύπαιθρο είναι κατά μία έννοια πολύ πιο εύκολο να πετύχεις τον τρόμο, μιας και πρόκειται για περιβάλλον ξένο προς τον σύγχρονο άνθρωπο, έναν εχθρικό χώρο μακριά από τις κοινότητες που ξέρουμε, ένα μέρος όπου τα πάντα είναι εν δυνάμει απειλητικά γιατί είναι άγνωστα.

Από την άλλη, ο μέσος αναγνώστης γνωρίζει καλά την πόλη μιας και είναι το πεδίο ζωής και δραστηριότητάς του. Εκεί ο δημιουργός πρέπει να ανιχνεύσει τα ανοίκεια σημεία, τον χώρο όπου το άγνωστο και η απειλή τέμνονται με τη ρουτίνα και την καθημερινότητα (που και οι ίδιες είναι πηγές ανησυχίας και φόβου). Οι σκιές της πόλης είναι πολύ διαφορετικές από αυτές των βουνών και του λόγγου, αλλά εξίσου (ή και περισσότερο) τρομακτικές, αν ειδωθούν υπό το κατάλληλο πρίσμα, μιας και είναι σκιές που ο αναγνώστης αντικρίζει σε καθημερινή σχεδόν βάση. Αυτό είναι που προσπάθησα να κάνω, ιδίως στα διηγήματα του δεύτερου μισού του De Mysteriis, τα οποία διαδραματίζονται ως επί το πλείστον στην Αθήνα.

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Υπεύθυνος για τα πρωτογράμματα που βρίσκουμε στην αρχή κάθε κεφαλαίου είναι ο Τόλης Γιοβανίτης. Θέλεις να μας πεις πώς προέκυψε και πώς εξελίχθηκε αυτή η συνεργασία;

Ο Τόλης είναι ένας από τους συντάκτες που μου έμαθαν το black metal, με τα κείμενά του στο Metal Hammer. Από κοντά γνωριστήκαμε γύρω στο 2017, την περίοδο που είχαν κυκλοφορήσει οι Παγανιστικές Δοξασίες, και είχαμε συζητήσει για πιθανές συνεργασίες (μιας και ο ίδιος είναι εξαιρετικός εικαστικός). Τελικά, όταν το De Mysteriis ήταν στα τελικά του στάδια, του πρότεινα να κάνει τα πρωτογράμματα, θεωρώντας ότι είναι το πλέον αρμόδιο άτομο για τη δουλειά αυτή. Νομίζω ότι το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και χαίρομαι πολύ που υπάρχει το όνομά του σε αυτό το βιβλίο.

Τα τελευταία χρόνια ζεις στην Ολλανδία. Έχεις ασχοληθεί καθόλου με θρύλους και δοξασίες της που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση;

Ελάχιστα, κυρίως γιατί υπάρχει το φράγμα της γλώσσας (την οποία γνωρίζω ελάχιστα, γεγονός για το οποίο φταίνε και οι ίδιοι οι Ολλανδοί, που γνωρίζουν καλά Αγγλικά και δεν σε κάνουν να νιώθεις πως πρέπει να εντρυφήσεις στη γλώσσα). Απ’ ό,τι έχω καταλάβει υπάρχει αρκετό υλικό και εδώ (όπως σε κάθε χώρα), το οποίο έχει πιο βορειοευρωπαϊκό αέρα και αναμφίβολα ταιριάζει με την black metal αισθητική - για παράδειγμα στις Κάτω Χώρες είναι αρκετά γνωστό το Άγριο Κυνήγι που απεικονίζεται και στο εξώφυλλο του Blood Fire Death των Bathory.

Αρκετοί συγγραφείς ξεκινάνε με διηγήματα πριν ασχοληθούν με το μυθιστόρημα. Υπάρχει η σκέψη για κάτι ανάλογο από μέρους σου;

Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει και με μένα, σε κάποιο βαθμό ασυναίσθητα. Από την πολύ μικρή φόρμα των Παγανιστικών Δοξασιών, πέρασα στις λίγο πιο εκτεταμένες ιστορίες των Γυναικών που Επιστρέφουν, και πλέον στο De Mysteriis έχω φτάσει σε «τυπικό» μέγεθος διηγήματος. Το επόμενο βιβλίο μου (το Κατέβασμα του Φεγγαριού) που προβλέπεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2025 από τις εκδόσεις Ίκαρος, είναι μια αφήγηση σε μέγεθος νουβέλας, ενώ ένα μυθιστόρημα είναι στα (πολύ αρχικά) σκαριά.

Thomas Ligotti & Teatro Grottesco, τη μεταφράση του οποίου επιμελήθηκες ο ίδιος. Πόσο απαιτητική και ενδιαφέρουσα είναι η μετάφραση/απόδοση σε άλλη γλώσσα, εν προκειμένω στα ελληνικά, ενός πρωτότυπου έργου;

Η αλληλεπίδραση με το Teatro ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, τόσο γιατί ήταν η πρώτη μου μετάφραση όσο και λόγω της ποιότητας αλλά και της δυσκολίας του πρωτότυπου υλικού. Δεν ξέρω αν ήταν η πιο σωστή επιλογή για παρθενική βουτιά στη μετάφραση, με δυσκόλεψε αρκετά και με έφθειρε λόγω της κατήφειας και του ζοφερού πνεύματος που διαποτίζει το έργο του Λιγκότι - δεν ήξερα το πόσο κοντά έρχεσαι με το έργο που μεταφράζεις, πόσο βαθιά βουτάς στο πνεύμα του συγγραφέα. Ήταν όμως μια εμπειρία που μου έμαθε πολλά για τη μεταφραστική διαδικασία (ιδίως χάρη στη βοήθεια του Κώστα Σπαθαράκη και της Εύας Πλιάκου που έκαναν την επιμέλεια), πράγματα που προσπαθώ να εφαρμόσω στις επόμενες μεταφράσεις που έχω αναλάβει (μια συλλογή διηγημάτων της Shirley Jackson και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα The Three Impostors του Arthur Machen - αμφότερες για τις εκδόσεις Μεταίχμιο).

Το σύμπαν του LOTR ξαναμπαίνει δυναμικά στη ζωή μας, αρχής γενομένης με το δεύτερο κύκλο του Rings of Power, στη συνέχεια με το War of the Rohirrim μέχρι να φτάσουμε στο The Hunt for Gollum. Τί κρατάς από τον πρώτο κύκλο και τί περιμένεις απο το δεύτερο; Δικαιολογημένο το κράξιμο που έφαγε η Galadriel; Η γνώμη σου για τα άλλα δύο projects;

Η πρώτη σεζόν του RoP, παρά τις αδυναμίες της (κυρίως όσον αφορά το σενάριο και τον ρυθμό), μου άρεσε πολύ γιατί έπιασε σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό που για μένα έχει τη μεγαλύτερη σημασία: το πνεύμα που διατρέχει τα γραπτά του Τόλκιν (ο οποίος παραμένει εδώ και 25 χρόνια ο αγαπημένος μου συγγραφέας). Από τον πρώτο κύκλο κρατάω τη λυρικότητα του λόγου των ξωτικών, το γεμάτο ελευθερία πνεύμα των Harfoots (και ειδικά το τραγούδι της Poppy), την πρώτη ματιά στο Numenor και την παρουσία των κειμηλίων από την Πρώτη Εποχή, την απεικόνιση των νάνων (που παρότι δεν με ικανοποίησε πλήρως, ήταν μίλια ανώτερη από αυτή στις ταινίες του Peter Jackson, και είχε συν τοις άλλοις κάτι από την αύρα του Conan the Barbarian του Milius), το μυστήριο που τυλίγει τον Stranger.

Από τον δεύτερο κύκλο περιμένω να σφίξει λίγο περισσότερο αφηγηματικά, να αποσαφηνίσει με ικανοποιητικό τρόπο τις αρκετές απορίες που μας άφησε ο πρώτος, και να συνεχίσει να αντιμετωπίζει με σεβασμό αλλά και δημιουργικότητα το legendarium του Τόλκιν.

Όσο για την Galadriel, η Morfydd Clark ήταν πολύ καλή στον ρόλο μιας Galadriel πολύ πιο νεαρής, διαφορετικής από αυτήν που γνωρίζουμε από τον Άρχοντα. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα, αλλά ανυπομονώ να δω την εξέλιξη του χαρακτήρα της και το πώς θα καταλήξει να γίνει η αρχόντισσα του Lothlorien.

Έχω ακούσει ελάχιστα για το War of the Rohirrim, το περιμένω με συγκρατημένη αισιοδοξία και χαίρομαι που θα δούμε μια όχι και τόσο γνωστή ιστορία της Τρίτης Εποχής της Μέσης Γης.

Τέλος, σχετικά με το The Hunt for Gollum, είναι πολύ νωρίς να πω οτιδήποτε. Η ιστορία με την οποία καταπιάνεται είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αυτό που θέλω κυρίως να δω είναι πώς θα χειριστούν το casting χαρακτήρων που έχουν εντυπωθεί μέσα μας από την κλασσική τριλογία του Jackson.

Χρυσόστομε σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και για την παρουσία σου στο σάιτ. Καλά, αλλόκοτα και μεταφυσικά γραψίματα εύχομαι.

Σε ευχαριστώ κι εγώ Πάνο για την πολύ ωραία κουβέντα!

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

  • SHARE
  • TWEET