Ved Buens Ende

Written In Waters

Misanthropy (1995)
Από τον Αντώνη Κονδύλη, 27/02/2020
Ένα ταξίδι στο άγνωστο, στα ανεξερεύνητα μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής, ένα avant garde αριστούργημα, χρόνια μπροστά από την εποχή του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το 1995 στο ιδίωμα που λεγόταν black metal και ιδιαίτερα στη Νορβηγική σκηνή τίποτα δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένο. Από τις αρχές της δεκαετίας οι φρενήρεις ή μη ρυθμοί, η κατασκότεινη και αποκρουστική πολλές φορές ατμόσφαιρα, όπως και οι περίεργες συνήθειες των Νορβηγών είχαν δημιουργήσει μια αποστροφή σε ένα ευρύτερο κοινό. Οι κυκλοφορίες δεν ήταν τόσες πολλές όσες ίσως νομίζουμε σήμερα και οι τιμές των ακόμα και τότε δυσεύρετων βινυλίων παρέμεναν σε προσιτά επίπεδα.

Την εποχή εκείνη λοιπόν ένα συγκρότημα που λεγόταν Ved Buens Ende κυκλοφόρησε το άλμπουμ που λεγόταν "Written In Waters" και η αδιαφορία που παρατηρήθηκε στις αντιδράσεις μπορεί να χαρακτηριστεί έως και αναμενόμενη αναλογιζόμενοι το αλλόκοσμο ύφος του άλμπουμ. Η πειραματική σκηνή του Όσλο ακόμα βρισκόταν στα σπάργανα και το metal κοινό γενικότερα, αν και είχε αποδεχτεί τις διαφοροποιήσεις της μεταλλικής μουσικής από τα κλισέ των 80s, δεν είχε ακόμα εκπαιδευτεί να παρακολουθεί τέτοιους μουσικούς ακροβατισμούς.

Σίγουρα δεν ήταν ο δίσκος που άνοιξε την «κερκόπορτα» σε ένα κοινό που δεν μπορούσε να πιαστεί από κάπου και να ασχοληθεί με αυτό το ακραίο ιδίωμα. Οι Ved Buens Ende δεν είχαν την ηχητική προσιτότητα των Cradle Of Filth, ούτε την δημοφιλία και την πρωτοπορία των Emperor, δεν ήταν αυτοί που έθεσαν τις ισχυρές βάσεις για την άνοδο του black metal όπως οι Darkthrone και οι Burzum. Έκαναν όμως κάτι που αποδείχτηκε καθοριστικό για το ιδίωμα και τους οπαδούς του σε βάθος χρόνου.

Οι Νορβηγοί άνοιξαν το δρόμο για όλα αυτά τα συγκροτήματα που τα επόμενα χρόνια θέλησαν να αποκλίνουν από τις παραδοσιακές φόρμες και ηχητικές αγκυλώσεις και να πορευτούν σε δυσπρόσιτα και απάτητα μονοπάτια διευρύνοντας τα όρια του ιδιώματος. Το ότι σήμερα εντάσσουμε στο black metal δίσκους των Solefald, των Sigh και των Dodheimsgard, το "La Masquerade Infernale" και το "Teethed Glory And Injury", σε ένα μεγάλο ποσοστό το οφείλουμε και στους Ved Buens Ende.

Ακούγοντας τον δίσκο μετά από τόσα χρόνια νιώθεις (πέρα από συγκίνηση και νοσταλγία) την αριστουργηματική του φύση και την απαστράπτουσα μοναδικότητά του. Δίνοντας έμφαση στο μεγαλύτερο ποσοστό στο ρυθμικό μέρος της σύνθεσης, η μπάντα δημιουργεί απανωτά layers στα οποία τοποθετούν καμουφλαρισμένα θέματα, με ως επί τω πλείστω καθαρά φωνητικά και με μόνο, σε πρώτη ανάγνωση, κοινό στοιχείο με τον παραδοσιακό ήχο του ιδιώματος την επανάληψη, ενώ η εμφάνιση περιορισμένων blast beats και ακραίων φωνητικών υπενθυμίζουν με τη σειρά τους ότι έχουμε να κάνουμε με black metal.

Αλλά οι πειραματισμοί και η διαφοροποίηση στην αισθητική που επιχειρούν οι Ved Buens Ende δεν μπορούν να σταματήσουν σε τέτοια ασήμαντα εμπόδια. Η αιθέρια, απρόβλεπτη και δυσαρμονική κιθάρα, το υπέροχο, αέρινο, άκρως τεχνικό και δαιδαλώδες drumming που όχι απλά δεν κουράζει, αλλά μαγεύει παντοιοτρόπως, οι απλές και εκφραστικές μπασογραμμές, τα κυρίως καθαρά, υπνωτικά, μερικώς ψυχεδελικά, σε άλλη διάσταση, γεμάτα συναίσθημα και υποβόσκουσα ένταση φωνητικά, ανοίγουν δρόμους που κανείς απολύτως δεν είχε φανταστεί. Η καθαρή και 100% αναλογική παραγωγή επιτρέπει να νιώσεις το κάθε άγγιγμα των τριών μουσικών στην κιθάρα, στο μπάσο και στα ντραμς.

Το άλμπουμ «πνίγεται» σε μια ατμόσφαιρα σκοτεινή, μελαγχολική, ψυχεδελική, με τους avant garde πειραματισμούς και τις οριακές μουσικές καταστάσεις να κυριαρχούν, ενώ το κινηματογραφικό / ανατριχιαστικό κλείσιμο με το ακορντεόν στο "To Swarm Deserted Away" σφραγίζει αυτό το ιδιαίτερο και μοναδικό δίσκο, που οι λέξεις δεν επαρκούν για να το περιγράψουν.

Ένας πιο τολμηρός θα έλεγε ότι σε ένα βαθμό το "Written In Waters" στην ψυχή του είναι ένας jazz δίσκος, ασφαλώς όχι ηχητικά, ούτε ατμοσφαιρικά ή αισθητικά, αλλά στο τρόπο που οι δημιουργοί του αφήνουν το ένστικτο τους και το ταλέντο τους να τους οδηγήσει, καθώς σε πολλές στιγμές παρατηρείται το κάθε όργανο να ακολουθεί ένα δικό του μονοπάτι και δεν πλησιάζουν τη συμπαγη, πειθαρχημένη και συντηρητική συνθετική προσέγγιση της metal μουσικής.

Δεν μπορώ να γνωρίζω τι μας επιφυλάσσει η επαναδραστηριοποίηση των Ved Buens Ende, αλλά με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ πριν από 25 χρόνια και εν γένει στο δεύτερο μισό των 90s ήταν ελάχιστοι αυτοί που αποδέχτηκαν το μουσικό και ηχητικό πείραμα των Νορβηγών. Το διπλό βινύλιο «σάπιζε» στα ράφια του Rock City για καιρό. Αν σήμερα έρθει κάποιος σαραντάρης και προσπαθήσει να σας πουλήσει φούμαρα για το πόσο λατρέψαμε στα 90s αυτό το συγκρότημα, μη δώσετε καμία σημασία. Εσείς πηγαίνετε να ακούσετε το άλμπουμ και αφεθείτε στη ανεξίτηλη λάμψη αυτού του μοναδικού μεταλλικού διαμαντιού.

Το "Written In Waters" ακόμα και ένα τέταρτο του αιώνα μετά φαντάζει ως ένα ταξίδι στο άγνωστο, ένα πέρασμα από τα ανεξερεύνητα μονοπάτια της ψυχής του ανθρώπου και αποτελεί ένα avant garde αριστούργημα που προέρχεται από τα άδυτα της ανθρώπινης φαντασίας, πρωτοποριακό και καινοτόμο, πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του.

  • SHARE
  • TWEET