The Body And BIG|BRAVE

Leaving None But Small Birds

Thrill Jockey (2021)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 11/10/2021
Όταν το ταξίδι είναι σημαντικότερο από τον προορισμό
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα metal σχήματα κυκλοφορούν συνεργατικά άλμπουμ, με αποτελέσματα που κυμαίνονται από αξιόλογα ως πάρα πολύ σπουδαία. Ίσως πέραν της φιλίας, του αμοιβαίου θαυμασμού και της όποιας απομάκρυνσης από το comfort zone τους, πολλά σχήματα βλέπουν στη δύναμη της ένωσης την αφορμή για μια στιγμιαία απόσχιση από το καλλιτεχνικό τους εγώ. Όσο όμως κι αν έχουμε ακούσει αρκετές συνεργατικές δουλειές στις οποίες οι δημιουργοί τους απομακρύνονται αρκετά από τα οικεία ηχητικά τους λημέρια, ίσως καμία άλλη metal συνεργασία δεν επιφύλασσε μια τόσο μεγάλη ανατροπή όσο του "Leaving None But Small Birds".

Από τους The Body και τους BIG|BRAVE, δύο κορυφαίους εκπροσώπους του σύγχρονου πειραματικού metal ήχου, θα περίμενε κανείς, αν μη τι άλλο, θόρυβο. Μέσα στο 2021 εξάλλου, οι μεν The Body έχουν προσθέσει στην έξοχη δισκογραφία τους ένα ακόμα φοβερό άλμπουμ, οι δε BIG|BRAVE έχουν συνεχίσει την ανοδική τους πορεία με το επίσης θαυμάσιο "Vital". Αντί θορύβου όμως, η σύμπραξη των δύο γεννάει ένα καθαρό folk άλμπουμ, μία δουλειά που αποτίει φόρο τιμής στην παράδοση της (κυρίως) αμερικανικής folk, περνώντας τη μέσα από ένα ελαφρώς ηλεκτρικό πρίσμα. Η ιδέα είναι απροσδόκητη και τρομερά καλοδεχούμενη.

Τα πέντε ενωμένα μέλη συνέθεσαν τη μουσική στο studio και η Robin Wattie ανέλαβε να συγκεντρώσει το folk υλικό. Επέλεξε λοιπόν μελωδίες και στίχους της προφορικής folk παράδοσης από τον Καναδά, την Αγγλία και την περιοχή της Appalachia, τους έδωσε συνοχή κι όλοι μαζί έπλεξαν το μωσαϊκό του "Leaving None But Small Birds". Ένα μωσαϊκό με συνεκτικό στιχουργικό storytelling και μια μουσική πρόταση που επιχειρεί να συνδυάσει το γνήσιο πνεύμα των roots με κάποια προσωπικά στοιχεία των δύο σχημάτων. Να πούμε εδώ ότι ο πανταχού παρών Seth Manchester έχει κάνει ξανά πολύ καλή δουλειά στην παραγωγή, εμφυσώντας ακουστικό χαρακτήρα σε δύο κατεξοχήν ηλεκτρικά γκρουπ.

Με τις πρώτες νότες του "Blackest Crow", η αρχική σου αντίδραση θα είναι να θες να σηκωθείς και να αρχίζεις να μοιράζεις standing ovations. Όλα δείχνουν να λειτουργούν άψογα: ο ράθυμος χαρακτήρας των επαναλαμβανόμενων ακουστικών μοτίβων, τα ευγενικά τύμπανα, η εξαιρετική φωνή της Robin, η πολύχρωμη συνεισφορά της multi-instrumentalist Morgan Eve Swain - της οποίας το βιολί προσθέτει μια βαθιά χαρακιά αυθεντικότητας - , όλα μοιάζουν να λειτουργούν. Από μία άποψη, η κριτική θα μπορούσε να λήξει εδώ. Η folk μουσική όμως είναι μια πολύ πολύπλοκη ιστορία για να δούμε αυτό το άλμπουμ τόσο μονοδιάστατα και σε τόσο μικρή κλίμακα.

Υπάρχει μια παλιά και σοβαρή διαμάχη για το πως πρέπει να αποδίδεται η παραδοσιακή folk. Χονδρικά, οι πιουρίστες εμμένουν στην προφορικότητα και τον ακέραιο χρονικά χαρακτήρα της μουσικής και οι forward thinking δημιουργοί την εκσυγχρονίζουν και την τοποθετούν στα συμφραζόμενα της, στο "Leaving None But Small Birds" όμως δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο. Πρώτο μέλημα των μουσικών μοιάζει να είναι ο σεβασμός στην παράδοση, όπως φανερώνει ακόμα και το (επιτηδευμένο;) εξώφυλλο, με την ήπια ένταξη όμως ηλεκτρικών και drone στοιχείων - αρκετά κοντά στο πνεύμα των BIG|BRAVE. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι μια ηλεκτρισμένη folk: οι κιθάρες των Chip King και Mathieu Ball φαντάζουν λίγο άκομψες όταν βάζουν λίγο παραπάνω distortion, σαν να μην ξέρουν ακριβώς τί να κάνουν. Μια πρόσθεση για χάρη της πρόσθεσης ή μια μάλλον περιττή ανάγκη των δύο γκρουπ να αφήσουν μια υποχρεωτική noise/drone σφραγίδα; Για όποιον λόγο κι αν το διάλεξαν, η κιθαριστική δουλειά προσφέρει ελάχιστα πράγματα στις συνθέσεις.

Ένα άλλο ζήτημα είναι η βιωματικότητα της μουσικής. Πολλοί μουσικοί πάνω στον πλανήτη μπορεί να αισθάνονται ότι, αν έχουν την κατάλληλη τεχνική ή αν ακούν με αγάπη ένα είδος, μπορούν και να το παίξουν. Η folk όμως είναι μια πολύ βιωματική μουσική (όπως και κάποια άλλα genres, όπως η jazz ή τα blues) και είναι ικανή να σε εκθέσει, ακόμα κι αν κάνεις φαινομενικά τα πάντα σωστά. Οι δυο μπάντες είναι εμφανές ότι αγαπούν πολύ τη folk, είναι πολύ έμπειροι μουσικοί, παρόλα αυτά το "Leaving None But Small Birds" πείθει μόνο ως ένα σημείο. Οι περισσότερες μελωδίες είναι θαυμάσιες, τα τραγούδια είναι καλά προσεγμένα, κάτι όμως λείπει. Αυτό το αδιόρατο κάτι που πείθει και ταρακουνάει εσωτερικά τον ακροατή.

Εξαίρεση αποτελεί η Robin Wattie η οποία είναι σχεδόν εντυπωσιακή στα φωνητικά της και κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο, σχεδόν μόνη της. Καταφέρνει μάλιστα να αποδώσει άψογα και πιο υψίσυχνο, «βουνίσιο» υλικό ("Once I Had A Sweetheart", "Black Is The Colour") αποδεικνύοντας ότι η σχέση της με το ιδίωμα είναι βαθιά. Σε κάθε περίπτωση, το άλμπουμ απογειώνεται στα φανταστικά "Hard Times" και "Polly Gosford", κοινό σημείο των οποίων είναι ότι η μουσική αποδίδει τον ανθρώπινο πόνο που περιγράφουν οι στίχοι. Η μουσική εδώ γίνεται λίγο σκοτεινότερη και οι δυο μπάντες φαντάζουν πως παίζουν σε γνωστά νερά. Ειδικά το "Polly Gosford" είναι σχεδόν συγκλονιστικό: η μεταστροφή ενός παλιού μισογυνιστικού τραγουδιού σε φεμινιστικό έπος, φέρνει στο νου την αντίστοιχη δική μας απόπειρα στα "Νέα της Αλεξάνδρας" κι είναι η πιο ουσιαστική στιγμή του άλμπουμ, ηχητικά, ερμηνευτικά και θεματικά.

Ακόμα και ξεπερνώντας το στοιχείο της έκπληξης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το "Leaving None But Small Birds" είναι ένα θετικό κι ενδιαφέρον εγχείρημα από τους The Body και τους BIG|BRAVE, ένα άλμπουμ που προσθέτει πράγματα στο υπόβαθρο και τη δισκογραφία και των δύο γκρουπ. Για τον μεταλλά που ελάχιστες απαιτήσεις έχει από τη folk πιθανόν να φανεί ως και συναρπαστικό, ενώ οι εραστές και των δύο ειδών θα αναγνωρίσουν και την αξία και τις αδυναμίες αυτής της δουλειάς. Εγώ κρατάω ότι το κάλεσμα της folk, είτε απευθύνεται σε μουσικούς είτε σε ακροατές, είναι ένα κάλεσμα μαγικό που μακάρι να οδηγεί σε ακόμα πιο μακρινά ηχητικά ταξίδια.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET