Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Orville Peck
Stampede: Vol.I
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, ή ακόμη χειρότερα, ποδοπατιέται
Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Ο αγαπημένος μασκοφόρος queer καουμπόι επιστρέφει δύο χρόνια μετά το υπέροχο "Bronco" με μία συλλογή επτά κομματιών, εκ των οποίων τα δύο είναι covers. Αυτό κάνει την σχεδόν από το πουθενά κυκλοφορία, που ανακοινώθηκε μόλις ένα μήνα πριν, να μοιάζει σαν δωράκι λόγω της μεταγραφής του Peck στην Warner, αν και στα είκοσι δύο του λεπτά, μοιάζει λίγο βιαστικά πακεταρισμένο και τυλιγμένο. Ο ίδιος, πάντως, φαίνεται να το παρουσιάζει ως ένα restart στην καριέρα του, και καλεί επτά διαφορετικούς μουσικούς για να το γιορτάσει. Δεν ξέρω εσείς αν καταλαβαίνετε πώς προέκυψε ως ανάγκη, ή αν επετεύχθη ως αποτέλεσμα, εγώ όμως θα διατηρήσω τις αμφιβολίες μου.
Η εισαγωγή με τον ενενηντάχρονο, πλέον, μύθο Willie Nelson στο θρυλικό gay anthem "Cowboys Are Frequently Secretly Fond Of Each Other" του Ned Sublette είναι ιδανική, καθώς θεματολογικά βρίσκει κέντρο στον κόσμο που προσεκτικά χτίζει εδώ και μία πενταετία. Ωστόσο, αν το πρωτότυπο ήταν ένα ιδιοσυγκρασιακό διαμάντι, και η βερσιόν του ίδιου του Willie Nelson από είκοσι χρόνια πριν ήταν ένα πιο ορθόδοξα country take, η εκδοχή που βρίσκουμε στο "Stampede" είναι μάλλον μία πιστή και ίσως ανέμπνευστη μοντέρνα εκτέλεση, που δεν αφήνει κάποιο ιδιαίτερο άρωμα, απλώς έρχεται να συμβάλλει στη συνεχιζόμενη κλωστή που διαπερνά την μάτσο κάντρι σκηνή και την αμφισβητεί. Δεν ισχύει το ίδιο και για το ντουέτο με τον Elton John στο "Saturday Night is Alright (For Fighting)", καθώς εδώ έχουμε μία καλογυαλισμένη μεν εκδοχή, η οποία όμως έχει απεκδυθεί τον ροκ και τραχύ χαρακτήρα της, και ταιριάζει περισσότερο σε ροντέο, όπως φαντάζομαι απαιτεί κι η περσόνα του Orville Peck.
Ως προς τα πέντε νέα ορίτζιναλ κομμάτια που βρίσκουμε στον πρώτο τόμο του "Stampede", έχουν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον, καθώς δεν είναι απόλυτα τα τυπικά κομμάτια που θα περίμενες από τον Peck, κι απ’ αυτή την άποψη ίσως εξηγείται το ζητούμενο του rebranding. Τα πιο εξόφθαλμα είναι φυσικά το μακάβριο, κάπως Νεορλεάνικο "Chemical Sunset", το οποίο πάσχει μόνο από άποψη διάρκειας, μιας και είναι το συντομότερο κομμάτι του άλμπουμ, μέχρι το λάτιν χιτ του καλοκαιριού "Mienteme", όπου τον ακούμε να τραγουδά στα ισπανικά με την Bu Cuaron, τα οποία πέρα από την διαφοροποιημένη τους ατμόσφαιρα, έχουν και μία πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια ενορχήστρωση που τους δίνει αρκετούς πόντους, και ξεχωρίζουν άνετα. Από τα υπόλοιπα, έχει ενδιαφέρον το σαξόφωνο του "Conquer the Heart", ενώ το ντουέτο με την Noah Cyrus νομίζω είναι η πιο pop στιγμή στη δισκογραφία του Orville Peck.
Σε γενικές γραμμές, αυτό το σύντομο δισκάκι, παρ’ όλο που παρουσιάζει ένα ενδιαφερον για τα όσα νέα εισάγει στη μυθολογία του Orville Peck, τις σπουδαίες συνεργασίες, και την εξερεύνηση του πού αλλού θα μπορούσε να πάει ο ήχος του, μοιάζει αρκετά βεβιασμένο. Πουθενά ουσιωδώς κακοφτιαγμένο, αλλά μάλλον στρογγυλεμένο σε βαθμό κακουργήματος, το "Stampede: Vol.I" ακούγεται μάλλον ανολοκλήρωτο, με συνθέσεις που ακόμη κι αν έχουν ένα ενδιαφέρον, δεν συγκινούν, ούτε παρασέρνουν με τον τρόπο που το έκαναν τα μεγάλα χιτ των προηγούμενων δίσκων του. Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, ή ακόμη χειρότερα, ποδοπατιέται.