Neal Morse & The Resonance

No Hill For A Climber

Inside Out (2024)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 25/10/2024
Ο Neal Morse καταλύει τη λογική περί ποσότητας και ποιότητας και μας υπενθυμίζει ότι αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας στο progressive rock ιδίωμα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κάθε φορά που καλούμαι να γράψω για μια δουλειά του Neal Morse - είτε προσωπική του, είτε όταν αποτελεί μέλος κάποιους συγκροτήματος - νιώθω ότι πιο εύκολα εξαντλούνται οι λέξεις και τα επιχειρήματά μου, παρά η μουσική του έμπνευση. Πολύ πιο εύκολα, όμως!

Η δεύτερη δισκογραφική δουλειά που κυκλοφορεί μέσα στο 2024 είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με το "The Restoration - Joseph: Part Two", ένα άλμπουμ που αποτελεί στη βάση του μια progressive rock όπερα, με πάρα πολλούς (κι εξαιρετικούς) καλεσμένους, κυρίως τραγουδιστές. Στο "No Hill For A Climber" ο πολυπράγμων Neal επιστρέφει στα γνωστά του λημέρια του κλασσικού progressive rock, αυτού που - όπως κανείς άλλος - υπηρετεί εδώ και 30 χρόνια με τους Spock’s Beard, τους Transatlantic, τις σόλο δουλειές και τους NMB. Κι αυτή τη φορά φροντίζει να διαφοροποιήσει τα πράγματα και να προσθέσει μια φρεσκάδα, προσλαμβάνοντας μια κανονική μπάντα στο πλευρό του, τους Resonance, εξ ου και το άλμπουμ κυκλοφορεί ως Neal Morse & The Resonance.

Το συγκρότημα που στέκεται στο πλάι του Neal αποτελείται από νεαρούς μουσικούς, οι οποίοι ζουν κι αυτοί στο Nashville, όλοι τους είναι μεγάλοι οπαδοί του progressive rock, του Neal και παρευρίσκονται στα καταπληκτικά MorseFest που διοργανώνονται κάθε χρόνο, ενώ κάποιοι εξ αυτών έχουν συμμετάσχει/συμβάλλει υποστηρικτικά σε κάποια εξ αυτών. Έτσι, όταν ο Neal προσπαθούσε να προγραμματίσει τι θα κάνει το 2024 - τώρα που πλέον ο διόσκουρός του, ο Mike Portnoy είναι αλλού δεσμευμένος και βάζει όλα τα project τους στον πάγο - ήταν ιδέα της γυναίκας του να απευθυνθεί στους Resonance και να δει πως θα λειτουργούσε η μεταξύ τους συνεργασία της. Η ιδέα της αποδείχθηκε καταπληκτική.

Όπως μας ανέφερε ο ίδιος ο Morse, η πλειονότητα του υλικού προέρχεται από τον ίδιο και σε πολύ μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να είναι ένα συνηθισμένο σόλο άλμπουμ του, αλλά σε καίρια σημεία ζήτησε την συμβολή των συνεργατών του κι αυτοί προσέφεραν πολύ χρήσιμες ιδέες, ενώ και σε εκτελεστικό επίπεδο τα καταφέρνουν περίφημα. Ειδικά το γεγονός πως οι Resonance έχουν στις τάξεις τους δυο lead τραγουδιστές, τον Johnny Bisaha και τον Chris Riley (ο οποίος εκτός αυτών παίζει μπάσο και κάποια πλήκτρα) προσθέτει πολλούς εξτρά πόντους στο τελικό αποτέλεσμα. Μπορεί (ακόμα) να μην έχουν το ειδικό βάρος ενός Eric Gillette ή ενός Bill Hubauer, αλλά είναι τα κλειδιά για να εκτελεστούν όπως πρέπει οι ακαταμάχητες πολυφωνικές μελωδίες του Neal και προσφέρουν πολύ όμορφα ερμηνευτικά χρώματα σε καίρια σημεία. Επίσης, πολύ αξιόλογη είναι η δουλειά του Andre Madatian στην κιθάρα, καθώς - όπως κι όλα τα υπόλοιπα μέλη των Resonance την όποια θεωρητική υστέρηση σε επίπεδο εμπειρίας (και συνεπώς προσωπικότητας) την υπερκαλύπτει με το πάθος και την τεχνική του κατάρτιση.

Ως προς την δομή του, το άλμπουμ φέρνει στο νου τα δυο πρώτα άλμπουμ των Transatlantic ("SMPTe" και "Bridge Across Forever") και το "V" των Spock’s Beard (ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΚΑ ΑΛΜΟΥΜ), υπό την έννοια ότι ξεκινάει και κλείνει με δυο μακροσκελή τραγούδια, έχοντας τρεις ακόμα συνθέσεις, με συμβατική διάρκεια ενδιάμεσά τους. Κι αν, αρχικά, μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι «αυτό που ακούω εδώ το έχει ξαναπαρουσιάσει (μάλλον καλύτερα) στο παρελθόν ο Neal», εν τέλει κερδίζει τις εντυπώσεις γιατί περιλαμβάνει και τις σπουδαίες μελωδίες, και τα καταπληκτικά τεχνικά μέρη και την ποικιλία στις ερμηνείες και μια μικρή διαφοροποίηση σε σημεία που αποκαλύπτονται όσο ακούει κάποιος το άλμπουμ. Με λίγα λόγια, ο Neal τα κατάφερε ξανά…

Στα μακροσκελή τραγούδια, τόσο στο εναρκτήριο "Eternity In Your Eyes" (21 λεπτά) όσο και στο κλείσιμο του "No Hill For A Climber" (29 λεπτά) μπορείς μόνο να θαυμάσεις πως χωράνε και συνυπάρχουν τόσο οργανικά οι μελωδίες με τα τεχνικά μέρη. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο Neal είναι ο καλύτερος συνθέτης ever σε τραγούδια άνω των 20 λεπτών, αλλά και πάλι εκπλήσσομαι κάθε φορά με το πόσο μαεστρικά στήνει τέτοιες συνθέσεις, διατηρώντας τόσο ενδιαφέρουσα τη ροή τους. Έτσι σαν tip, δώσε πχ προσοχή αν θες στο πως το ανατολίτικο θέμα (με μερικές υπέροχες ακουστικές κιθάρες) στην εισαγωγή του ομότιτλου τραγουδιού επανέρχονται 19 λεπτά αργότερα να υποστηρίξουν ένα μικρό, hammondικό prog κρεσέντο κι από εκεί να μεταβαίνει σε ένα θέμα που θυμίζει εποχές "Snow".

Την ίδια στιγμή, οι τρεις μικρότερες συνθέσεις είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους κι όλες τους καταπληκτικές. Το "Thief" με τα jazzy περάσματα και την proggy τεχνοτροπία του είναι το πιο διαφοροποιημένο τραγούδι του άλμπουμ και ίσως το καλύτερο του, ενώ το "All The Rage" αποτελεί ένα ακόμα masterclass του πως μπορεί να γραφτεί ένα catchy και ταυτόχρονα proggy τραγούδι, φέρνοντας ως και λίγο Flying Colors στο μυαλό. Στο μπαλαντοειδές "Ever Interceding" οι ακουστικές κιθάρες και η υπέροχη φωνητική ερμηνεία του Bisaha δεν αφήνουν περιθώριο να αμφισβητήσεις ότι και σε αυτού του είδους τα πιο αργά και φορτισμένα κομμάτια ο Neal είναι εξίσου σπουδαίος συνθέτης.

Φαντάζομαι πως το "No Hill For A Climber" δεν θα αλλάξει την γνώμη όσων δεν έχουν πειστεί ως τώρα για το πόσο μοναδικός είναι ο Neal σε αυτό που κάνει. Είτε, όμως, κάποιος έρθει για πρώτη επαφή με τον μουσικό του κόσμο μέσω αυτού εδώ του άλμπουμ, είτε (ακόμα περισσότερο) αν είναι ήδη οπαδός του, δεν βλέπω με ποιο τρόπο δεν θα ικανοποιηθεί στο έπακρο με όσα θα βρει, αρκεί να του αφιερώσει τον λίγο χρόνο που απαιτεί.

Εκεί που λες «δεν γίνεται να είναι κι αυτή η δουλειά του τόσο καλή» , θεωρώντας εύλογα ότι η ποσότητα θα επηρεάσει την ποσότητα, ο Neal Morse έρχεται με δουλειές σαν αυτή να καταλύσει την παραπάνω λογική και να υπενθυμίσει ότι παραμένει μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και δημιουργίας στο progressive rock ιδίωμα.

  • SHARE
  • TWEET