Muse

Will Of The People

Warner (2022)
Muse και λαϊκή απαίτηση, σημειώσατε άσσο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν είχε βγει το "Simulation Theory" το θεωρούσα ένα μέτριο, μα ευχάριστο και ψυχαγωγικό άλμπουμ. Ήταν άνισο, ναι, αλλά παρ’ όλα αυτά έδινε ένα ξεκάθαρο μήνυμα: οι Muse μπορεί να καβαλούσαν το κύμα του ‘80s revival, όχι όμως από μία ανάγκη να παραμείνουν επίκαιροι και να «καθίσουν με την νεολαία», αλλά επειδή αυτό γούσταραν να κάνουν. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το ζήσανε τόσο πολύ (υπενθυμίζω τα videoclips/ραβασάκια σε αγαπημένες ταινίες τους, αλλά και ένα συναυλιακό feature film για την προώθηση του άλμπουμ) μόνο και μόνο για λόγους marketing. Οι Muse αποτελούν τους μεγαλύτερους rock starts της γενιάς τους, έχουν κατακτήσει απάτητες κορυφές, και σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα καταφέρνουν ακόμη οι συναυλίες και οι στούντιο δουλειές τους να αποτελούν ένα γεγονός, ακόμη και για εκείνα τα άτομα που ξινίζουν τα μούτρα τους με τα «ξεπουλημένα Αγγλάκια». Έχουν προ πολλού φτάσει στο σημείο να κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς εκπτώσεις. Τι θα τους έκανε να αλλάξουν ξαφνικά στάση;  

Με αυτό το σκεπτικό στο νου, μου γύριζαν τα μάτια όταν διάβαζα θριαμβευτικές διαπιστώσεις ότι «οι Muse επέστρεψαν!», δίπλα σε αποθεωτικά σχόλια για το ότι «οι Muse επανεφευρίσκουν τους εαυτούς τους!», όταν έσκασε το "Won’t Stand Down". Όπως πολύ σωστά έγραφε ο Μαρίνης τότε, οι Muse - ρε παιδιά - δεν έφυγαν ποτέ. Είναι αστείο να λέμε ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια δεν ακούμε Muse, ή από την άλλη ότι οι Muse έχουν κάνει τον πειραματισμό αυτοσκοπό τους και δεν κοίταξαν ποτέ πίσω. Οι Bellamy, Howard, και Wolstenholme κάνουν το κομμάτι τους, κι αυτό θα είναι και απενοχοποιημένα pop, και εξεζητημένο, και ξεδιάντροπα relevant, και αδιάφορα πολιτικοποιημένο, εξίσου πειραματικό όσο και συνεπές. Η επιτυχία των Muse δεν συνίσταται σε κάποιο συγκεκριμένο από αυτά, αλλά ότι παρέμεναν πάντοτε ειλικρινείς - κι αν μας άρεσε ο δίσκος είχε καλώς.

Το "Simulation Theory", πάντως, σε γενικές γραμμές δεν άρεσε, οπότε η αναμονή για το "Will of the People" είχε οδηγήσει τη φρενίτιδα στο κόκκινο. Τα τέσσερα singles παρέπεμπαν σε έναν ηχητικό πλούτο, αλλά για τον ίδιο λόγο δεν οδηγούσαν σε ασφαλή συμπεράσματα για το πώς θα ακούγεται το άλμπουμ. Το groove metal του "Won’t Stand Down" με το (επικό, επιτρέψτε μου) breakdown, και το riff-άτο "Kill Or Be Killed" κοντραριζόταν με τα synths του "Compliance" με την καταπληκτική μπασογραμμή (και το ταιριαστό reference στο Knight Rider), και τα Manson-ικά ίχνη του ομότιτλου, και μας άφηναν να αναρωτιόμασταν για το τελικό αποτέλεσμα, με το κρυφό άγχος πως στις τέσσερις αυτές συνθέσεις εξαντλούνται και οι αρετές του δίσκου.  

Το μόνο σίγουρο είναι ότι το τελευταίο άγχος μπορεί να εξανεμιστεί ησύχως. Ακούμε έναν δίσκο που παραμένει στα ίδια μονοπάτια του προκατόχου του, ωστόσο είναι σαφώς ποιοτικότερος και πιο μεστός. Η διαφορά είναι ότι η αισθητική έχει πάει ένα βήμα πίσω για να αφήσει το περιεχόμενο να ανασάνει λίγο παραπάνω. Κάθε σύνθεση μοιάζει πλήρης, ουσιαστική, και ξεκάθαρη ως προς το τι θέλει να επιτύχει, και παρά την γενικότερη ανομοιομορφία, το "Will..." ακούγεται αρκετά συνεκτικό. Στόχος, εξάλλου, ήταν να ακούγεται σαν ένα άλμπουμ γεμάτο hits, οπότε κάθε τραγούδι έπρεπε να είναι πιασάρικο, σύντομο, στοχευμένο, αλλά, το κυριότερο, ποιοτικό - χαρακτηριστικά που βρίσκουμε σε κάθε ένα από τα singles. 

Παρά τις έντονες κιθαριστικές στιγμές του, δεν θα ακούσουμε κάτι που να θυμίζει τις alt/psychedelic rock απαρχές τους, και παρά τα πλούσια και ζεστά ηλεκτρονικά στοιχεία, δεν υπάρχουν ούτε οι συμφωνικές/κινηματογραφικές εξάρσεις από τα μέσα της καριέρας τους. Οι απαραίτητες Queen τσιριμόνιες εντοπίζονται κυρίως στο σύντομο - ουχί, όμως και διεκπεραιωτικό - "Liberation", και στο ιδιαίτερο "We Are Fucking Fucked". Αν αγνοήσουμε τον αμφιλεγόμενης αξίας τίτλο και πάμε στο περιεχόμενο, θα βρούμε μία αύρα από Placebo, λίγο αλάτι Freddie Mercury, και ακόμη μία καρτουνίστικη θεατρικότητα στα φωνητικά, όμως η καρδιά παραμένει Muse, γι’ αυτό και όλα δουλεύουν ρολόι χωρίς να μοιάζουν με αποτυχημένο κολάζ. Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα φρεσκότατο "You Make Me Feel Like it’s Halloween", με την Ghost επίστρωση και το Van Halen-ικό κιθαριστικό σόλο, που αποτελεί την πιο out-there στιγμή του δίσκου και προσωπικό αγαπημένο. Τα "Verona" και "Euphoria" είναι αξιοπρεπέστατα χωρίς να ταράζουν τα νερά, με το δεύτερο να φλερτάρει έντονα με το παλιό αγαπημένο "Time Is Running Out" στις φωνητικές γραμμές. 

Μοναδικό στραβοπάτημα θα χαρακτήριζα το πιανιστικό "Ghosts (How Can I Move On)", που μιλάει για τις απώλειες αγαπημένων ανθρώπων λόγω της πανδημίας. Ο Bellamy και το πιάνο του κάνουν καλή δουλειά για τα τριάμισι λεπτά της διάρκειάς του, ωστόσο το συνολικό αποτέλεσμα ακούγεται γραμμένο στο πόδι, και βγάζει αντί για συναίσθημα, έναν συναισθηματισμό διαφήμισης. Αντίστοιχα με το "Something Human" από το προηγούμενο άλμπουμ τους, ακούγεται γλυκανάλατο και χλιαρό, παρά το βαρύ και επίκαιρο θέμα που διαπραγματεύεται. Από εκεί και πέρα, μάλλον θα είμαι μόνος μου αν ψέξω τώρα τους Muse για τους στίχους τους. Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι Muse δεν έχουν δείξει καμία διάθεση να γράψουν κάτι πιο σύνθετο πολιτικά από απλές διαπιστώσεις καταπίεσης και δυστοπίας, μαζί με ένα όραμα ελπίδας, εξαγγέλοντας την επερχόμενη λαϊκή εξέγερση. Γι’ αυτό ίσως και το τελευταίο κομμάτι, που βάζει  όλη την σύγχυση των τελευταίων τριών χρόνων στο τραπέζι (λιμοί, φτωχοποίηση, πόλεμοι, φωτιές) αγγίζει ένα ταβάνι απαισιοδοξίας που μοιάζει μη διαχειρίσιμο, και αναγκάζεται στην εσωτερική αναδίπλωση κάνοντας κατάχρηση της λέξης fuck.

Στο τέλος της ημέρας, όμως, οι Muse γράφουν έναν ακόμη καλό δίσκο, γεμάτο από ιδέες που αντικτατοπτρίζουν το γούστο τους στο εδώ και τώρα, και δεν νιώθω ότι με εξαπατούν με φθηνά εμπορικά τρικ, ή με ξαναζεσταμένο φαγητό. Αν μη τι άλλο, οι Muse κινούνται προσεκτικά στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάνουν την εσωτερική τους πυξίδα. Επαγγελματίες ως το κόκκαλο, ναι, αλλά όχι επειδή εξυπηρετούν τις απαιτήσεις του κοινού για να βγει το μπαγιόκο, αλλά επειδή ό,τι κι αν κάνουν φροντίζουν να είναι πλήρες και καλογυαλισμένο, με διακριτή ταυτότητα, να έχει κάτι να πει. Παραμένουν φαντασμαγορικοί, ειλικρινείς, και τίμιοι, και στην πορεία μας χαρίζουν και μερικά εξαιρετικά τραγούδια, που στο live θα κάνουν απίστευτο ντόρο ακόμη και αν χάνουν κάτι από τη δυναμική τους στο ραδιόφωνο. Αυτά όλα είναι αρκετά, και το "Will Of The People" στο σύνολό του θα παραμείνει ζεστή συντροφιά, ακόμη και αν δεν αλλάξει ούτε στο ελάχιστο τον τρόπο που βιώνουμε τη μουσική.    

Spotify
«A Buyer’s Guide»: Muse

  • SHARE
  • TWEET