Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...

Imperial Triumphant
Goldstar
Οι Νεοϋορκέζοι avant-garde metallers δαμάζουν το ηχητικό τους χάος σε ένα συνθετικό ραφινάρισμα αντάξιο του ταλέντου τους
Πριν από τρία χρόνια, οι Imperial Triumphant με το "Spirit Of Ecstasy" αφέθηκαν στον πειραματικό τους εαυτό, και έφτασαν το avant-garde extreme metal τους στα άκρα (του). Πλέον, με τις πιο απαιτητικές περιοδείες της μπάντας μέχρι στιγμής στην πορεία της, έναν κατάλογο πέντε σπουδαίων, το λιγότερο άλμπουμ, στις πλάτες τους καθώς και μια σειρά από μερακλίδικες διασκευές υπό το δικό τους πρίσμα, οι Νεοϋορκέζοι ήταν έτοιμοι για το καθοριστικό βήμα. Έπειτα από είκοσι χρόνια καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας, οι Imperial Triumphant επιχειρούν να συμπυκνώσουν γνώση, ταλέντο και εμπειρία, στην πιο προσιτή τους στιγμή.
Το "Goldstar", είναι ίσως το πιο ευθύβολο, black/death metal άλμπουμ που έβγαλε η μπάντα, φυσικά γεμάτο δυσαρμονιών, περίτεχνων ρυθμών, και μεγάλων αυτοσχεδιαστικών jazz επιρροών. Με τις δομές των εννέα κομματιών να κινούνται ουσιαστικά σε διάρκειες 4-5 λεπτών, «καθαρά» ηχητικά ξεσπάσματα, όπως στο πομπώδες φινάλε του "Lexington Delirium" με τα εξαιρετικά του leads και ξεκάθαρες κορυφώσεις, τα 40 λεπτά του "Goldstar" βρίσκουν το σχήμα να εξασκεί στο μέγιστο, όχι την συνθετική του δεινότητα, αλλά την τραγουδοποιία του. Περίπου, δηλαδή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Imperial Triumphant επιχειρούν βέβαια μια τέτοια προσέγγιση. Στο μνημειώδες "Alphaville" του 2020, η τριάδα, είχε επιχειρήσει μια παρόμοια προσέγγιση, με τρομερό αποτέλεσμα. Η επιλογή της δε, στη συνέχεια να μην συνεχίσει στο ίδιο μονοπάτι αλλά να αυτοαναιρεθεί για να εξελιχθεί, αν και δεν έπιασε ίδιες κορυφές, ήταν άξια μνείας. Εδώ, το συγκρότημα επιχειρεί εκ νέου μια εξελικτική άρνηση, όσο και ένα πισωγύρισμα. Στην ουσία του, το "Goldstar" επιχειρεί να χωρέσει εντός του, συμπυκνωμένα και εγκιβωτισμένα, όλη την αστική παρακμή της Νέας Υόρκης του παρόντος και του προ 100ετίας παρελθόντος, τον μεταμοντερνισμό, την κλασική χροιά της jazz, τις metal ανησυχίες και το σαφές αισθητικό όραμα της μπάντας, με ακόμη πιο μεγάλες «θυσίες», συνθετικά «ρίσκα», αλλά και υπερβατική διάθεση.
Δυστυχώς όμως, σε διάφορα σημεία, καταρρέει υπό το ίδιο βάρος των προσδοκιών που τοποθέτησε στον εαυτό του. To "Hotel Sphinx", όσο στοχευμένο και να ηχεί, με την αξιοσημείωτη, δυσαρμονική του έναρξη, τα ατμοσφαιρικά αστρικά synths και το σιωπηλό του φινάλε, φαντάζει σαν ένα κομμάτι που θα μπορούσαν να είχαν κυκλοφορήσει κλώνοι της μπάντας. Κοινώς, του λείπει ουσιωδώς, η ταυτότητα των Imperial Triumphant. Στον αντίποδα, το σχεδόν Sabbath-ικό φινάλε του δίσκου με το εκπληκτικό "Industry of Misery", την πιο μακροσκελή στιγμή του άλμπουμ, βρίσκει το σχήμα να ενσωματώνει όλες τις metal αναφορές του σε ένα πετυχημένο πείραμα, που επικαλείται και γκιλοτίνες.
Αν ειδωθεί η μουσική προσέγγιση των Αμερικανών υπό το παραπάνω πρίσμα, τότε είναι που καθίσταται σαφές πως το συγκρότημα εν πολλοίς επέλεξε λειτουργικές μεν, συμβατικές δε, λύσεις για να λύσει το ηχητικό αίνιγμα του "Goldstar". Φυσικά, ως αρχιτέκτονες κόσμων και ρετροφουτουριστικών μητροπόλεων, οι Imperial Triumphant δεν μοιάζουν βγαλμένοι εδώ, ευτυχώς, από το "Megalopolis" του Κόπολα, ούτε όμως επιτυγχάνουν αυτή την ισορροπία μαζικής απήχησης και πειραματικού μεγαλείου που ήταν το "A Clockwork Orange" του Κιούμπρικ, που αποτελεί και μεγάλη επιρροή του δίσκου. Κινείται ενδιάμεσα, και σε αυτή την άνεση, συχνά ηχεί αποπροσανατολισμένο.
Η έναρξη του δίσκου με το "Eye Of Mars" αποτελεί μια από τις πιο βίαιες στιγμές στη δισκογραφία της μπάντας, με έντονες ‘90s tech-death αναφορές. Το "Pleasuredome", με την συμμετοχή στα τύμπανα των Haake (Meshuggah) και Lombardo, μοιάζει ως το απόλυτο αποκορύφωμα του νέου προσωπείου των Imperial Triumphant, μια εντυπωσιακή στιγμή, η οποία όμως, είναι και η πιο «συγγενική» τους με το προαναφερθέν "Alphaville". Όσον αφορά το καθαρά μουσικό σκέλος, το σχήμα, ίσως και αναγκαία, έδωσε έμφαση στο ρυθμικό μέρος, με τα τύμπανα του Grohowski και κυρίως το μπάσο του Blanco, να παραδίδουν ένα συνθετικό και παικτικό σεμινάριο. Οι μπασογραμμές και τα σόλο του δεύτερου, αποτελούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του δίσκου.
Εν κατακλείδι, το σχήμα του Ezrin, κυκλοφόρησε ένα απαιτητικό σε σύλληψη και εκτέλεση άλμπουμ, που ξεκάθαρα θα επιτρέψει στους Imperial Triumphant να εδραιωθούν και εκτός του σκληρού πυρήνα του υπο-ιδιώματος που εν πολλοίς ανήκουν. Αυτή η εκτόξευση φυσικά, έχει ξεκινήσει δέκα χρόνια πριν. Οι Imperial Triumphant με το "Goldstar" συστήνονται εκ νέου, σε μια κυκλοφορία που ήταν θέμα χρόνου να εμφανιστεί. Μακριά από παράλογες απαιτήσεις για συνεχή επανεφεύρεση, ατελείωτη έμπνευση σε riffs και διαρκή πειραματική καινοτομία, οι Imperial Triumphant δεν αστοχούν, ούτε ηχούν σε τέλμα.
Αντιθέτως, με κάθε τους κυκλοφορία, επιχειρούν να παραμείνουν σε κίνηση, γόνιμοι, δημιουργικοί. Όσο και αν στιγμές του "Goldstar" ηχούν κορεσμένες, πάντα με τον πήχη του παρελθόντος της μπάντας, και με την έκπληξη μιας τέτοιας ηχητικής στροφής απούσα, το νέο άλμπουμ των Imperial Triumphant αποτελεί μια από τις metal κυκλοφορίες της χρονιάς, αξίζοντας κάθε δευτερόλεπτο της προσοχής που θα λάβει.