Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...
Gazpacho
Magic 8-Ball
Έβγαλαν οι Gazpacho έναν ακόμη δίσκο αντάξιο της ιστορίας τους;
Έβγαλαν οι Gazpacho έναν ακόμη δίσκο αντάξιο της ιστορίας τους;
Without a doubt
Θα συνταράξει παλιά και νέα συντρόφια του συγκροτήματος;
Don’t count on it
Όταν σκέφτεσαι prog, το τελευταίο πράγμα που σου έρχεται να πεις είναι ο μελιστάλαχτος λυρισμός, τα αργόσυρτα τέμπο, η έμφαση στην ατμόσφαιρα και μία διάχυτη αίσθηση ρετρό. Κι ωστόσο, οι Νορβηγοί Gazpacho κάνουν αυτό ακριβώς, και γι’ αυτό έχουν τιμητική θέση στην καρδιά μας. Έχοντας αρθρώσει από νωρίς το καλλιτεχνικό τους όραμα, κυκλοφόρησαν δίσκους σταθμούς στο ιδίωμα, όπως το "Night"(2007), "Tick Tock" (2009), και "Demon" (2014), χωρίς ποτέ να έχουν κυκλοφορήσει κακό άλμπουμ. Η μουσική τους είναι αφηγηματική, θυμίζει σάουντρακ, εμπνέεται απ’ το art-rock, τους Marillion, και τους Muse ισόποσα, λειτουργώντας ως αντίδοτο στο στερεοτυπικό prog της φλυαρίας.
Έχοντας μία σειρά ολοένα και πιο μεγαλεπήβολων και ιδιόρρυθμων concepts για τα άλμπουμ της, η εξάδα αυτή τη φορά στρέφεται σε κάτι πολύ πιο ανθρώπινο και απτό: την τυχαιότητα που φαίνεται να κινεί το χέρι της μοίρας. Εμπνευσμένοι απ’ την απομάγευση του κόσμου, τη δολοφονία του Θεού, και το υπαρξιακό παράλογο, οι Gazpacho στο "Magic 8-Ball" αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων που πόνταραν σ’ ένα καλό τέλος, μόνο και μόνο για να τα χάσουν όλα. Με όχημα το «μαγικό» παιχνίδι της Μπάλας Νο 8, που έχει μία απάντηση για κάθε ερώτηση, οι Gazpacho βλέπουν το άπειρο των πιθανοτήτων – όπως αποκαλύπτει και το πανέμορφο εξώφυλλο – και το ντύνουν μουσικά.
Μετά απ’ το "Fireworker" του 2020 που με άφησε αδιάφορο, ήλπιζα σε κάτι πιο ζωντανό, και καλοδέχτηκα την οργάνωση του δίσκου σε μικρότερες συνθέσεις, καθώς θα έδειχναν τη συνθετική δεινότητά τους απλωμένη - γιατί μπορεί η ελίτ της δισκογραφίας τους να επιδεικνύει μικρά tracklist, όμως οι προσωπικές αγάπες βρίσκονται σε άλμπουμ που μοιράζεται σε μεγαλύτερο αριθμό κομματιών, όπως το "March Of Ghosts" (2012). Το "Magic 8-Ball" ανταποκρίνεται θαυμάσια σ’ αυτή την προσδοκία, καθώς προσφέρει έναν μπουφέ απ’ όλα όσα έχουν κατά καιρούς προσφέρει οι Νορβηγοί, μακροσκελή έπη ("Starling"), σύντομα και ιδιοσυγκρασιακά τραγούδια ("Magic 8-Ball"), ατμοσφαιρικά παραμύθια ("Gingerbread Man", "Immerwahr"), και παράδοξα όπως το «έχουμε Florence+the Machine στο σπίτι» "We Are Strangers", όπου η μουσική τους φορά τη μάσκα του γηπεδικού pop ρεφρέν – και καθόλου δεν με χαλάει, αν με ρωτάτε.
Μα κάτι δεν κάθεται εντελώς καλά. Να είναι η γλυκύτατη μα πια ενοχλητικά μανιερίστικη φωνή του Jan-Henrik Ohme; Όσα εφέ και αν φορέσει, παραμένει στο τέλος της ημέρας στην περιοριστική θέρμη της ασφαλούς ζώνης. Να είναι η αβαρής ξεδίπλωση των μελωδιών, που βαρύνονται απ’ την προβλεψιμότητα; Να είναι η μερική κοιλιά που γίνεται συχνά στα κομμάτια; Με το κλείσιμο του "Unrisen", που αδιαμφισβήτητα μοιάζει φροντισμένο, υπάρχει μία ανικανοποίητη δίψα, που δεν κορεννύεται ούτε με τις επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Υπάρχουν εκλάμψεις μεγαλείου και ευπρόσδεκτων παιχνιδισμάτων, όμως στο σύνολό του το άλμπουμ βελτιώνει μόνο κατ’ ελάχιστο την μετριότητα του προκατόχου του, όχι επειδή τα τραγούδια του είναι ανεπαρκή ή κακοδουλεμένα, μα επειδή δεν μοιάζουν ικανά να συγκινήσουν.
Οι λατρευτοί παραμυθάδες, λοιπόν, για άλλη μία φορά κερδίζουν χρόνο στις καθημερινές μας ακροάσεις, όμως δεν θα μείνουν για πολύ, όχι με αυτήν την κυκλοφορία τουλάχιστον. Εκτιμώ την προσπάθεια να κάνουν διαφορετικά πράγματα – αύξηση των ηλεκτρονικών στοιχείων και μείωση του βιολιού του Mikael Krømer για παράδειγμα – αλλά η μαγεία τους θα φανεί όταν βρουν μία συγκεκριμένη νέα κατεύθυνση στην οποία θα θελήσουν να κινηθούν, και δεν αφήνουν το απροσδόκητο στα χέρια της τυχαιότητας.
