Code Orange

Forever

Roadrunner (2017)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 03/03/2017
Hardcore σαλονιού
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Για να εξηγούμαστε. Ο τίτλος μπορεί να μοιάζει ειρωνικός. Δεν είναι. Απλά όταν η κουβέντα πάει προς punk κατευθύνσεις, και ακόμα περισσότερο προς hardcore, τα πρώτα πράγματα που μου έρχονται στο μυαλό είναι νεύρο, ωμή προσέγγιση, DIY καταστάσεις και υπόγεια. Οι Code Orange το πρώτο το έχουν και με το παραπάνω, τα υπόλοιπα όχι τόσο. Το μόνο όνομα του χώρου με τους οποίους μπορώ να τους παραλληλίσω είναι οι Refused, με τη διαφορά ότι οι Σουηδοί δεν παραμένουν τόσο πιστοί στις «αρχές» του χώρου.

Η τετράδα από το Pittsburgh της Pennsylvania, παρά το νεαρό της ηλικίας των μελών της, μετράει σχεδόν μια δεκαετία παρουσίας στο χώρο. Το βιογραφικό τους είναι εντυπωσιακά γεμάτο, έχοντας να επιδείξουν περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον υπόλοιπο κόσμο με Killswitch Engage, Every Time I Die, Touché Amoré και μπόλικους ακόμα. Για τις full-length κυκλοφορίες τους, δε, συνεργάζονται σε μόνιμη βάση με τον Kurt Ballou, ήδη από τις μέρες που ονομάζονταν Code Orange Kids. Κι όλα αυτά χωρίς, μέχρι πρόσφατα, να έχουν τη στήριξη κάποιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρίας.

Έχοντας αυτά κατά νου δεν είναι καθόλου παράξενο που εδώ και μερικές εβδομάδες το όνομά τους μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή μπροστά σε όποιον ασχολείται με heavy μουσική. Περιοδεία με τους label-mates Gojira, αγάπες σε μέσα και κοινωνικά δίκτυα από ανθρώπους που έχουν λιγότερο ή περισσότερο σχέση με τον τόσο σκληρό ήχο, παρουσίες σε ράντομ λίστες του Spotify και προτεινόμενα βίντεο στο Youtube. Η αλήθεια είναι ότι όσο και να το σκέφτομαι, αντίστοιχες περιπτώσεις μη αναγνωρίσιμων ονομάτων σε αυτόν ή/και παρεμφερείς χώρους που το hype άγγιξε τέτοια επίπεδα είναι μετρημένες.

Και, αρκετά απροσδόκητα, το hype είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Το ξεκίνημα με το ομότιτλο και το "Kill The Creator" σε πιάνουν απ' τον λαιμό (βλ. εξώφυλλο) και η παραγωγή βγάζει μάτια. Το doom-ish ηλεκτρονικό κλείσιμο του δεύτερου επιτρέπει μια μικρή ανάσα μέχρι την εισαγωγή του "Real", στο οποίο τα industrial στοιχεία επανέρχονται και μπλέκονται με τις χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, τα σκισμένα φωνητικά και το έντονο rhythm section. Μέχρι αυτό το σημείο κάποιος μπορεί να μείνει με μια ναι-μεν-αλλά αίσθηση, όμως αυτό αλλάζει γρήγορα.

Στο "Bleeding In The Blur" η καφρίλα κάνει αρκετά βήματα προς τα πίσω, με τη Reba Meyers να αναλαμβάνει τα φωνητικά και ένα rock-ίζον solo να δίνουν μια περισσότερο εναλλακτική χροιά. Αντίστοιχα, το "The Mud" μοιάζει σαν μια ακραία εκδοχή των Nine Inch Nails, το riff του "Spy" έχει κάτι από παλιομοδίτικο nu και το "Ugly" κάνει το metalcore να μοιάζει πολύ κοντά με το post-punk. Το κλείσιμο του δίσκου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την έναρξή του, με τα "Hurt Goes On" και "Dream2" να στηρίζονται σε χαμηλωμένες εντάσεις και σχεδόν horror ατμόσφαιρα.

Στο "Forever" οι Code Orange καταφέρνουν κάτι πραγματικά δύσκολο· χωρίς να αποτάσσονται τα ακραία στοιχεία του punk, παρουσιάζουν ένα σύνολο κομματιών που μπορούν να απευθυνθούν σε κόσμο που δεν έχει επαφή με το ύφος. Τα μέγιστα σε αυτό συμβάλλει η άψογη παραγωγή, όπως και ο τρόπος που είναι δομημένες οι εναλλαγές από τα heavy στα πιο μελωδικά σημεία. Οι επιρροές είναι αρκετά προφανείς, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Παρά το μπαστάρδεμα, το αποτέλεσμα παραμένει στην ουσία του πιο κοντά στο hardcore απ' οτιδήποτε άλλο. Βαρύ hardcore με hooks, πού να το πεις.

  • SHARE
  • TWEET