Yeah!: «Οι ανθρώπινες σχέσεις στο γκρουπ κρίνονται από τη συνέχεια στον χρόνο»

Το βασικό δίδυμο Ντρενογιάννης και Γιαννούτσος, σε μία προσωπική αναδρομή με μουσικές παρεμβάσεις. Και αντιστρόφως

Από τον Κώστα Σακκαλή, 11/11/2022 @ 15:47

Οι Yeah! δεν είναι απλώς ένα συγκρότημα με ρίζες βαθιά στην ιστορία του ανεξάρτητου rock της Ελλάδας της δεκαετίας του 80, αλλά ταυτόχρονα ένα συγκρότημα που παρά τις σποραδικές και ακανόνιστες εμφανίσεις του, δεν σταμάτησε ουσιαστικά ποτέ να είναι ενεργό. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου, όταν η βάση του, ο κιθαρίστας Γιάννης Ντρενογιάννης και ο drummer Τάκης Γιαννούτσος, είναι όχι απλώς συνεργάτες και συνμουσικοί αλλά και τόσο στενά δεμένοι στις ζωές τους, όπως θα διαπιστώσετε από τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Η συγκυρία για να μιλήσουμε μοιάζει ιδανική. Η εμφάνισή τους ανοίγοντας τους Crime & The City Solution τους βρίσκει να παίρνουν έναν ρόλο που ξέρουν καλά, να ανοίγουν συναυλίες για θρυλικά και ποιοτικά ξένα συγκροτήματα, κάποιες από αυτές μάλιστα συγκαταλέγονται στις ιστορικότερες που έχουν γίνει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα δύο νέα τραγούδια τους κυκλοφορούν ήδη ψηφιακά ενώ πρόσφατα εντάχθηκε επισήμως στις τάξεις τους και άλλη μία θρυλική μορφή του ελληνικού ροκ, η φωνή του οποίου σίγουρα έλειπε πολύ, ο Ηλίας Ασλάνογλου (ex Magic De Spell).

Να μιλήσουμε για δεύτερη νιότη; Θα μπορούσαμε, αν και δε φαίνεται η πρώτη να τελείωσε και ποτέ. Η παρακάτω συνέντευξη μόλις και μετά βίας μπορεί να αποδώσει το κίμα ευδαιμονίας που επικρατούσε.

Yeah!

Αρχικά να ρωτήσω τον Γιάννη, αν δεν κάνω λάθος εσύ είδες τον Τάκη να παίζει ντραμς και τον κάλεσες στο συγκρότημα. Ήθελα να σε ρωτήσω τι του βρήκες και πώς τα πάει, τα καταφέρνει τελικά;

Γιάννης Ντρενογιάννης: Όταν έπαιζα τη δεκαετία του 80 στους Anti Troppau Council, ο Τάκης έπαιζε drums σε ένα συγκρότημα που λεγόταν Protest March. Όταν τελείωσε το πράγμα με τους Anti-Troppau Council, έκλεισε και ο Πήγασος και σταματήσαμε οπότε σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να φτιάξουμε κάτι άλλο. Υπάρχει λοιπόν ένα ενδιάμεσο στάδιο που έχει πολλή πλάκα. Είχαμε έναν φίλο μεθύστακα, τον Νίκο Δόικα, με τον οποίο πίναμε και παίζαμε μαζί και κάναμε ένα τρίο με τον Τάκη να παίζει drums το οποίο όμως δε «βγήκε». Ήρθε μαζί μας και ο Βασιλάκης, όπως τον λέγαμε τότε, Τζαβάρας, ο τραγουδιστής των Anti-Troppau. Εξαιρετικός, συγχωρεμένος, πλέον, ο Δόικας, γι αυτόν γίνεται και το φεστιβάλ στη Ζήρεια. Μετά από μερικά χρόνια που δοκιμάσαμε τις δυνάμεις μας με άλλους, κι εγώ με άλλους drummer, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Από τότε μέχρι σήμερα είμαι παντελώς απογοητευμένος από την απόδοσή του! Και τότε και σήμερα, είναι αδύνατον να αποδώσει αυτό που σκέφτομαι εγώ στα τύμπανα. Είναι μία ελεεινή συνθήκη στην οποία υποβάλλομαι τα τελευταία 30-40 χρόνια! (γέλια) Έχω βαφτίσει το μεγάλο του γιο ο οποίος ελπίζω κάποια στιγμή να αποδώσει αυτό το Γιανουτσέικο σχήμα. Έτσι τέλος πάντων μπλεχτήκαμε φιλικά, οικογενειακά, σε επίπεδο έκφρασης, μουσικής…

Τάκης Γιαννούτσος: ...γκομενικά...

ΓΝ: Ε, βέβαια. Εκεί να δεις ιστορίες. Τω καιρώ εκείνο βέβαια, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, αυτό το σχήμα που έχει μία ιστορία μερικών δεκαετιών, έχει και ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες δεν κρίνονται από τη μουσική ταυτότητα, κρίνονται από τη συνέχεια στο χρόνο. Δηλαδή μπορεί να γυρίσω να τον κοιτάξω για δευτερόλεπτα και να καταλάβω αν κάτι του έχει συμβεί. Επίσης πίνουμε, αυτό είναι το άλλο χαρακτηριστικό (γέλια). Δεν το ρίξαμε στα ναρκωτικά, ήταν ανεπαρκή. Μόνο με το αλκοόλ μπορούμε να συνεννοηθούμε.

Ωραία, να δώσουμε και την ευκαιρία στον Τάκη να απαντήσει. Είχες λοιπόν μία πρόσκληση από έναν άνθρωπο που συμμετείχε σε σχήματα ήδη επιτυχημένα και που έμειναν ιστορικά. Πώς ένιωσες όταν έλαβες την πρόσκληση και πόσο απογοητεύτηκες κι εσύ γνωρίζοντας αυτόν τον άνθρωπο από κοντά;

Τάκης: Καλά, το δεύτερο μισό της ιστορίας είναι το ίδιο, δε χρειάζεται να σου το πω. Το πρώτο είχε τον θαυμασμό. Έχουμε τρία χρόνια διαφορά με τον Ντρεν αλλά φαινόντουσαν τόσα πολλά τότε. Ήμασταν εμείς οι πολύ πιτσιρικάδες τότε στον Πήγασο, τα τσικό. Εγώ ήμουν 14, αυτός 17. Ο Ντρεν ήταν στους φτασμένους. Μιλάμε φτασμένοι κανονικά, ήταν αρκετά γκρουπ στον Πήγασο, αλλά οι Anti-Troppau, οι Villa 21, οι Last Drive και 2-3 άλλοι ήταν τα supergroup. Όλη την καλλιτεχνική διεύθυνση την είχε ο Ντρεν, οπότε το πρόγραμμα το έβγαζε εκείνος. Μας έβαλε μία φορά να παίξουμε, μας έβαλε μία δεύτερη, μία τρίτη. Και σκέφτομαι «λες;». Άντε μας έκανε μία φορά τη χάρη, πόσες χάρες θα μας κάνει; Από την άλλη μέτραγα ήμασταν 20 γκρουπ. Έ, λεω, δεν του βγαίνει, δεν έχει καβάντζα γι αυτό μας βάζει. Αλλά τους έβλεπα στις συναυλίες και έλεγα αν ποτέ διαλυθεί το συγκρότημά μου (που σε αυτή την ηλικία νομίζεις δε θα συμβεί ποτέ) με αυτόν μόνο θέλω να παίξω. Που τότε δεν το ήξερα καλά, λέγαμε ένα «γεια». Κι αυτός με πείραζε, ως πιο πιτσιρικά, όταν έπαιζα. Τον θυμάμαι στην κονσόλα απέναντι, να παίζω με μία άθλια drums, καθισμένος πάνω σε ένα κασόνι μπύρας αντί για σκαμπό και να μου πετάει στραγάλια κι εγώ να προσπαθώ να τα πιάσω με το στόμα. Έτσι έβγαιναν οι συναυλίες. Οπότε υπήρχε η σχέση ότι «εμείς η δύο, κάτι πρέπει να κάνουμε». Για μένα λοιπόν ήταν δέος. Τον ξανασυνάντησα λίγο πριν απολυθώ από φαντάρος σε μία ιστορική συναυλία του Cave (πού αλλού;) το 87. Είχε ήδη πει στη Χρύσα Πανταζή την τότε μπασίστρια των Yeah που έπαιζαν με άλλον κιθαρίστα και άλλον drummer, ότι δεν τα πάνε καλά και πρέπει να βρουν τον Γιαννούτσο. Με είχε περιγράψει μάλιστα τόσο καλά που με το που με βλέπει η Πανταζή, χωρίς να με έχει ξαναδεί, λέει «ο Γιαννούτσος;».

Yeah!

Έχω λοιπόν μία ερώτηση για τα χρόνια της δημιουργίας των Yeah και λίγο πιο μετά που συνέπεσε σε έναν μεγάλο βαθμό με τη γιγάντωση αυτού που λέμε ελληνόφωνο ή ελληνικό rock. Εσείς προερχόσασταν από μία προηγούμενη εποχή. Πώς το βιώσατε και ποιο είναι το κλίμα της εποχής που ξαφνικά είναι εκτός μόδας να παίζεις με αγγλικό στίχο;

Γιάννης: Εκείνη η εποχή είναι η εποχή της λεγόμενης γενιάς του Πολυτεχνείου. Το επαναστατικό τους κομμάτι είχε πολύ διαφορετικές καταβολές και οι Αμερικάνοι ήταν οι «φονιάδες των λαών» ενώ εμείς ήμασταν μιάσματα punk. Η κουλτούρα μας ήταν ξένη προς τα ελληνικά δεδομένα. Ήταν πολύ δύσκολο να κυκλοφορήσεις στον ηλεκτρικό ή στα λεωφορεία με τον τρόπο με τον οποίο ήθελες να ντυθείς. Και ήταν αδύνατον να παίξεις και σε συναυλίες που τότε διοργάνωναν όλοι αυτοί. Υπήρχα αυτή η κουλτούρα που εγώ την προσωποποιώ στη Μαργαρίτα Ζορμπαλά ή τη Μαρία Φαραντούρη. Εμείς όλοι λοιπόν ήμασταν παρείσακτοι. Ένα ξένο σώμα που καλό θα ήταν να αποβληθεί. Γιατί «έξω οι βάσεις τους θανάτου». «Ήμασταν» οι βάσεις του θανάτου εμείς. Αυτό ήταν ένα πράγμα που ένωσε μία μουσική σκηνή. Ότι εμείς δουλεύουμε με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Αλλά ακόμα και όταν τα ελληνόφωνα γκρουπ της σκηνής αυτής συμμετείχαν μαζί μας, ήταν κι αυτά μιάσματα. Για παράδειγμα οι Χωρίς Περιδέραιο. Μας πετάγαν δίφραγκα, δεν καταλάβαιναν τι έλεγε ο Νικος (σ.σ. Αγγελής). Οι Τρύπες ήταν το μοναδικό παράδειγμα που στην αρχή τους βάζανε ερωτηματικά. Δηλαδή, έχω δει τις Τρύπες στη Θεσσαλονίκη, στη Σελήνη, ένα club που δεν υπάρχει πια. Ο Αγγελάκας τραγουδούσε «Ερωτευμένοι Σχιζοφρενείς», ήταν ένα τρομερό και υπέροχο κομμάτι το οποίο το έγραψαν μετά στον δίσκο, αλλά κανείς δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Δεν υπήρχε κανένας από εκείνους τους τύπους στη Σελήνη να πει «ρε σεις, αυτό το κομμάτι είναι διαμάντι». Ανεξαρτήτως του στίχου, του ελληνικού ή του ξένου. Άρα, ήταν γενικά η μουσική ταυτότητα της εποχής εκείνης η οποία μας διαφοροποιούσε και μας ένωσε για να κάνουμε μια σκηνή, από την οποία δεν διασώθηκαν πολλοί. Διασώθηκαν, μόνο οι Τρύπες ουσιαστικά... Άλλος κανένας δεν θυμάμαι… Οι Last Drive, όπως κι εμείς είναι ένα πράγμα που δουλεύει τώρα, δεν δουλεύει μετά από λίγο, δουλεύει ξανά και τελικά διατηρούμαστε στο χρόνο ακριβώς διότι η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα… (γέλια)

Κι οι Magic De Spell με κάποιο τρόπο, αλλά θα φτάσουμε και σε αυτό μετά, καθώς θέλω να μιλήσουμε και για τον Ηλία και το πως μπήκε στο γκρουπ. Τάκη, μήπως έχεις εσύ να πεις κάτι πάνω σε αυτά;

Τάκης: Εγώ θέλω να σου πω ότι παράλληλα με αυτό που λέει ο Ντρεν, που περιγράφει το κοινωνικοπολιτικό κομμάτι, ήταν σαφέστατα και ανάγκη μουσικού περιεχομένου. Δηλαδή, όσο κι αν μας είχανε φάει όλες οι προηγούμενες δεκαετίες - κυρίως τα '60s και τα '70s - οι γερόλυκοι ή δεινόσαυροι όπως λέμε, που να παίζουν Iron Butterfly και Creedence Clearwater Revival ή Hendrix και Stones, υπήρχε μια ανάγκη κι ας μην την είχε καταλάβει κανείς. Αν θες, υπήρχε κι εκεί πέρα η νοοτροπία του στρατού. Ο παλιός δεν αφήνει τον νέο να ξετσουμίσει, ήταν δύσκολα τα πράγματα... Για αυτό περιπτώσεις σαν τον Αγγελάκα, σαν τον Ποθουλάκη, σαν τον Νίκο Αγγελή που λέμε – έσκαγαν έτσι και έλεγαν «ωπ, κάτι γίνεται». Μετά έγιναν δυο, τρία, τέσσερα κεφάλια, δεν μπορούσες πια να τα πατήσεις... Ήταν και ανάγκη μουσική όλο αυτό. Ερχόντουσαν απέξω σωρηδόν τα 2λεπτα, 3λεπτα κομμάτια, άρχιζαν και έφευγαν στην άκρη τα 12λεπτα κομμάτια και τα σόλο και τα κοκορέτσια, οπότε κουμπώσαμε πάνε εκεί. Αλλά όπως το λέει ο Ντρεν, πήρε πάρα πολύ καιρό για να πάρουμε λίγο αέρα. Δηλαδή, ο Πήγασος, όσα χρόνια κράτησε να φιλοξενούσε στα τσίτα του, στα καλύτερά του 100-120 άτομα. Άντε μετά να πήγαμε στο ΑΝ και τα 120 να γίνανε 180. Δηλαδή, με το στανιό. Ε, κάποια στιγμή όλο αυτό το πράγμα έγινε έκρηξη, δεν μπορούσε να κρατηθεί.

Γιάννης: Και μην ξεχνάμε πως και στο εξωτερικό η καινούργια μουσική της δεκαετίας αυτής που μιλάμε, δηλαδή μετά το 79-80, είχε καταβολές σε φαινόμενα κοινωνικά και πολιτικά συνάμα. Δεν βρεθήκαμε ξαφνικά εμείς να επαναστατούμε για κάτι. Δεν κάναμε κατάληψη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, δεν κάναμε τίποτα από όλα αυτά. Απλώς, είχαμε έναν άλλο τρόπο σκέψης.

Πάμε στο μουσικό κομμάτι που είπε ο Τάκης και θέλω να έρθω στον πρώτο δίσκο. Έχω μια αίσθηση, και μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, το ότι κάτω από αυτό το καινούργιο κίνημα που είχε και κοινωνικά και μουσικά κριτήρια υπήρξαν πολλοί μουσικοί που συνεργάστηκαν ενώ είχαν ενδεχομένως διαφορετικές καταβολές. Θέλω να έρθω εδώ στην κιθάρα του Σπυρόπουλου στον πρώτο δίσκο. Έχω μια αίσθηση, και αν μπορείτε να μου την επιβεβαιώσετε, πως οι καταβολές του Σπυρόπουλου ήταν διαφορετικές. Και φέρνει κάτι μαζί με το παίξιμο του που δίνει στους Yeah! έναν πολύ ωραίο χαρακτήρα.

Γιάννης: Ο Διονύσιος Σολωμός – για να δείξουμε ότι είμαστε και λίγο πιο ιντελεκτουέλ, ότι έχουμε και μια πολύπλευρη μόρφωση (γέλια) - μιλούσε για ένα είδος μικτό αλλά νόμιμο. Τι εννοώ... Ο Βασίλης ήταν ο δάσκαλός μου στην κιθάρα. Το ότι έπαιζε μαζί μου δεν σημαίνει ότι έπαιζα εγώ καλή κιθάρα, αλλά ότι το πράγμα που παίζαμε εκείνη την εποχή ήταν ενδιαφέρον στα αυτιά του και λέει «ωπ, θα συμμετάσχω κι εγώ». Εμείς τότε ανοιχτοί όντες, δεχθήκαμε τον Βασίλη για αυτό ακριβώς που ήτανε. Ένας τύπος που έρχεται από τη δεκαετία του ’60 και έχει διαφορετικές καταβολές. Επιπλέον δεχόμαστε όχι μόνο τον Βασίλη, αλλά και τον αδερφό του που έρχεται να κάνει παραγωγή. Δηλαδή, ένας άνθρωπος που είχε φάει όλες τις σφαλιάρες των προηγούμενων ετών για να είναι εκεί που ήτανε. Αυτός ήτανε μια παρέα με τον Θεόφιλο Βανδώρ, τον Βαβούρα, τον Βακατάση, τον Δόικα… Με όλους αυτούς που ήτανε σε εκείνη τη φάση, ο Βασίλης ήταν ένα κομμάτι τους. Αυτό το κομμάτι το δεχθήκαμε και ούτε το αφομοιώσαμε, ούτε μας αφομοίωσε. Ήρθε και φτιάξαμε κάτι καινούργιο! Και δεχόμαστε το σόλο που είναι guitar bending. Που όταν κάνεις σόλο να πιέσεις τις χορδές στην κιθάρα δεν ήταν αποδεκτό στην τεχνοτροπία της μουσικής του new wave, αλλά ήταν πάρα πολύ ωραίο όταν ακουγόταν με την κιθάρα που έπαιζα εγώ. Όλο αυτό έχει μια αξία που αυτή τη στιγμή καταγράφεται. Γιατί τότε, δεν ξέραμε ακριβώς τι είναι. Μας άρεσε απλώς ο ήχος του Βασίλη, μας άρεσε κι ο δικός μας και το κάναμε αυτό το πράγμα ένα. Ο Πιλάλας ερχόταν κάτω από τις συναυλίες και φώναζε (σ.σ. μιμείται φωνή Ζωρζ Πιλαλί) «Γιαννάκη, είσαι φοβερός! Ακόμα και χωρίς χορδές το ίδιο θα έπαιζες!» (γέλια)

Τάκης: Εκτός από αυτό ήτανε και οι αναμνήσεις που είχαμε κι εμείς. Γιατί, κακά τα ψέματα, κληθήκαμε ή μας βγήκε από μέσα μας να παίξουμε αυτή την καινούργια μουσική, αλλά δεν παύει να μεγαλώσαμε με την παλιά, με τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Οπότε, αυτό το κομμάτι που έφερε μέσα ο Βασίλης, αλλά και ο Νίκος ο αδερφός του, το είχαμε εμείς ως βίωμα. Λίγο το «απαξιώναμε» αλλά θέλαμε να είναι μέσα. Και μετά στην πορεία είδαμε ότι και οι Dream Syndicate ας πούμε είχανε τον Paul Cutler μέσα, ο οποίος έπαιζε παλιοροκάδικα, ο Greg Sage των Wipers σαν τον Hendrix έπαιζε, ο Cobain αργότερα κι αυτός έχωνε στις κιθάρες… Δηλαδή, τα βιώματα αυτά, όσο κι αν αλλάξεις λίγο το περιτύλιγμα, μένουν μέσα, δεν μπορείς να τα αποβάλλεις. Και δεν είναι μόνο χρήσιμα, είναι και ωραία.

Yeah!

Ο τρόπος να μπορέσει να βγει τότε ένα συγκρότημα στο mainstream φαντάζομαι ήταν πολύ περιορισμένος. Έγινε μια μικρή αλλαγή όπως είπαμε με τα ελληνόφωνα συγκροτήματα και ξαναγυρίσαμε τώρα πάλι σε ένα σημείο που πάλι για να βγεις να παίξεις αυτή τη μουσική στο mainstream είναι πάρα πολύ δύσκολο. Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι το internet και τα διάφορα μέσα που υπάρχουν, ενώ τότε η διάδοση ήταν στόμα με στόμα, ήταν η κασέτα κλπ. Αν συμφωνείτε με αυτά, εν τέλει ποια από αυτές τις δυο εποχές έδινε μεγαλύτερη ουσία στην ακρόαση ενός δίσκου; Το τότε που παρόλο που ήταν δύσκολο να βρεις κάτι υπήρχε η διάθεση ή το τώρα που είναι όλα πιο προσβάσιμα; Πάλι πρέπει να τα ψάξεις μόνος σου αλλά είναι όλα εκεί στο πιάτο σου.

Τάκης: Κοίτα, θα σου απαντήσω κάτι που διάβαζα τις τελευταίες δυο μέρες και νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό αυτής της ιστορίας παρότι μπορεί να ακουστεί παλιοροκάδικο, η ιστορία θα το δείξει. Ο καινούργιος δίσκος της Taylor Swift – αναμφισβήτητα μια εξαιρετική γυναίκα με φοβερούς παραγωγούς, πολύ καλή μουσικός, ξεχωρίζει από αυτό το καινούργιο είδος pop κομματιών – έγραψε ένα score αυτή τη στιγμή, από τα 13 της κομμάτια τα δέκα ανέβηκαν στο top 10 και στο top 100. Με τη μια. Δεν το πίστευε ούτε η ίδια. Τα δέκα! Εμείς αυτά δεν τα είχαμε. Θα έβγαινε ένας δίσκος και, είτε ήταν Φατμέ, είτε ήταν Led Zeppelin θα έβγαινε ένα σινγκλάκι και μετά από κάνα 6μηνο θα έβγαινε ένα δεύτερο, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να ανέβει όλος ο δίσκος. Τι σημαίνει όλο αυτό όταν μάλιστα ένας δίσκος της Taylor Swift που δεν έχει χιτάκια, γιατί είναι κάπως σκοτεινός, μιλάει για κάτι ξενύχτια της, κάτι απογοητεύσεις, κάτι ταλαιπωρίες, ανέβηκε όλος; Σημαίνει πως με το που δεις Taylor Swift streamάρεις κι ακούς! Άρα πρώτα streamάρεις και μετά ακούς! Δεν είναι να πας στο δισκάδικο να τον πάρεις. Ή να τον αγοράσει ο Ντρεν και να μου πει «μάπα είναι» οπότε να μην τον πάρω, οπότε δεν θα έχει πωλήσεις. Εδώ έχει πωλήσεις από την πρώτη μέρα. Κατάλαβες; Νομίζω ότι αυτή είναι η διαφορά. Εσύ τι λες Ντρεν;

Γιάννης: Εγώ νομίζω ότι την ίδια δυσκολία που είχαμε τότε έχουν και τώρα. Αν δεν σε γνωρίζαμε εσένα κι ήμασταν ένα νέο group, ήταν αδύνατο να παρουσιάσουμε ότι κάνουμε μια συναυλία. Πιθανότατα θα ήταν αδύνατο να παίξουμε και με τους Crime And The City Solution. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η ωραιότερή μας στιγμή ή αυτό που θα δίναμε στον promoter, μπορεί να μην ήταν ικανή και αναγκαία συνθήκη για να παίξουμε εμείς. Και πάλι, λοιπόν, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, υπάρχουν κανάλια τα οποία χρησιμοποιεί κάποιος για να μπορέσει να προβάλει τη δουλειά του ή να βγάλει αυτό που αισθάνεται ο ίδιος ότι είναι όμορφο και να το μοιραστεί. Η διαφορά μας εδώ είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά κανάλια. Δηλαδή πας στο bandcamp και βρίσκεις μέσα ό,τι μπορείς να φανταστείς δωρεάν. Μπορείς να ακούσεις ωραία μουσική απ’ όλο το φάσμα της από τους ίδιους τους μουσικούς γιατί πλέον αυτό διατίθεται. Αλλά, εκ των πραγμάτων, αν αύριο βγάλει ο Tom Waits ένα κομμάτι θα το ακούσουμε όλοι. Είτε το θέλεις, είτε δεν το θέλεις, με κάποιο περίεργο τρόπο αυτό θα μοιραστεί πάρα πολύ γρήγορα και μέσα σε δέκα λεπτά θα έχει πιάσει μερικά εκατομμύρια views. Πιστεύω ότι η δυσκολία είναι ακριβώς η ίδια απλώς το τυχαίο γεγονός τώρα είναι λιγότερο τυχαίο.

Μακάρι πάντως να βγάλει τραγούδι ο Tom Waits καθώς είναι ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης! Να ρωτήσω λίγο και στο κομμάτι της ηχογράφησης. Πως ζείτε τις δυνατότητες τις τεχνολογίας προκειμένου να πιάσετε τον ήχο που έχετε στο μυαλό σας σε σχέση με το παρελθόν; Kι επίσης, το ότι έχετε αυτές τις δυνατότητες κάνει το τελικό αποτέλεσμα καλύτερο ή είναι αδιάφορο αφού αν ήθελες να παράξεις κάτι ποιοτικό και καλό το έκανες και τότε και το κάνεις και τώρα;

Γιάννης: Υπήρχε ένα γκρουπ που λεγόταν The Astronauts. Εξαιρετική μπάντα. Γράφανε σε ένα τετρακάναλο και οι δίσκοι τους ήταν από ένα τετρακάναλο. Κι εμείς τότε, δανειζόμενοι, είχαμε ένα τετρακάναλο. Γράφαμε τις μουσικές μας χωρίς να είμαστε πλούσιοι. Ζούσαμε σε μια κατάσταση σχεδόν ένδειας, αλλά τετρακάναλο είχαμε ή βρίσκαμε με κάποιο μαγικό τρόπο. Δεν είχαμε ποτέ προβλήματα όσον αφορά το κομμάτι του «γράφουμε τη μουσική που μας αρέσει και τη βγάζουμε προς τα έξω». Υπήρχαν τεχνικά κομμάτια που μας έλειπαν και δεν μας λείπουν αυτή τη στιγμή. Σκέψου πάντως, και τα ωραιότερα λεφτά του κόσμου να σου έδιναν αν πήγαινες σε ένα στούντιο της Ελλάδας του 1980 να γράψεις rock σε κοίταγαν όπως η αγελάδα που κοιτάει το τρένο. «Ωραία σου έλεγαν, και τι θα γράψεις τώρα;». Δηλαδή, ok, έμπαινες μέσα και αντί να σου βγάλει την κιθάρα με όγκο άκουγες κάτι «μπλινγκ, μπλανγκ, μπλονγκ». Ακόμη λοιπόν και να είχες τη δυνατότητα, πάλι δεν είχες τον τρόπο να βγεις προς τα έξω. Τώρα έχεις όλες τις δυνατότητες. Δηλαδή, αν παλιότερα έλεγες πως θες να κάνεις κινηματογράφο ήταν μεγάλο πρόβλημα. Τώρα δεν είναι. Ούτε η μουσική είναι πρόβλημα. Παρόλα αυτά οι καλοί παραγωγοί και οι καλοί μουσικοί θέλουν πολύ χρόνο και πολλά χρήματα. Και τότε και σήμερα. Έχουμε γράψει αυτό τον δίσκο που θα θέλαμε να κυκλοφορήσουμε 2 με 3 φορές. Ο Γιαννούτσος έχει απορρίψει όλες τις μίξεις που έχουν γίνει. Δεν του αρέσει καμία. Αλλά αυτό είναι αυτός. Αυτή είναι η mentalité του. Δεν θα αλλάξει. Αν τον είχαμε γράψει με νύχια και με δόντια και δεν υπήρχε άλλη περίοδος θα έλεγε «Δεν μου αρέσει αλλά να το βγάλουμε αφού δεν υπάρχει άλλη λύση».

Τάκης: Ναι, είναι πάνω- κάτω το ίδιο πράγμα. Δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια. Για να γράψεις καλή μουσική πρέπει να είσαι καλός μουσικός. Θα φέρω πάλι παραδείγματα επειδή λόγω της δουλειάς μου ακούω πάρα πολύ μουσική. Το remaster του “Revolver”. Αν το άκουγες τότε το “Revolver” ήταν αριστούργημα. Και τώρα είναι αριστούργημα αλλά τώρα ακούς και άλλα πράγματα που οι άνθρωποι τα είχαν παίξει αλλά δεν ακούστηκαν ποτέ. Γιατί ήταν δυο ήχοι, τα βήματά τους, μια ανάσα του McCartney… Αυτά τα οποία ή κατά λάθος ή επίτηδες μπήκανε μέσα, τώρα τα ακούς. Όμως είτε τότε που ήταν σαν κονσερβοκούτια, είτε και τώρα, το αριστούργημα είναι αριστούργημα. Δεν θα αλλάξει. Όλη η δισκογραφία των Beatles, ό,τι γράψαν οι Rolling Stones, με τα όποια μέσα είχανε, είναι αριστουργήματα. Ή ο Tom Waits που λέγαμε πριν. Δεν καταλαβαίνεις αν βαράει ταμπούρο ή αν βαράει μπότα, αλλά τι θα πεις ας πούμε; Δεν είναι ντράμερ αυτός; Η ουσία είναι. Όλο το έργο είναι.

Μια που πιάσαμε λοιπόν αυτό, έχετε δύο καινούργια τραγούδια σε ψηφιακές πλατφόρμες και απ’ ότι καταλαβαίνω και άλλο υλικό. Τι σκοπεύετε να κάνετε με αυτό;

Τάκης: Να το γράφουμε να το πετάω, να το γράφουμε να το ξαναπετάω, να το ξανακάνουμε… (γέλια).

Γιάννης: Υπάρχει υλικό αλλά είμαστε σε ένα μεταίχμιο. Δηλαδή, από τη στιγμή που έχουμε αποφασίσει ότι είναι μαζί μας και ο Ηλίας, κάποια πράγματα θα πρέπει να ξαναγραφτούν. Ή όταν θα γραφτεί ο δίσκος να κρατήσουμε κάποια πράγματα από τις προηγούμενες ευτυχισμένες στιγμές μας και να προσθέσουμε και 1-2 καινούργια. Θέλουμε όταν το βγάλουμε να είναι item, δηλαδή να έχουμε ένα βινύλιο ή ένα CD με τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαμε πάντα. Δηλαδή, μπορεί να πληρώνουμε για τα όργανά μας αλλά ποτέ δεν έχουμε πληρώσει για τη μουσική. Κάποιος θα τον βγάλει τον δίσκο και κάποιος θα πάρει χρήματα από αυτόν. Το ίδιο θα γίνει και τώρα. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα βγάλουμε καινούργια δουλειά. Χωρίς να έχουμε πλέον κανένα άγχος αν θα πουλήσει ή δεν θα πουλήσει, αν θα γίνουμε γνωστοί ή δεν θα γίνουμε γνωστοί, αν θα πάρουμε καλές κριτικές, τι θα γράψει ο Αργύρης ο Ζήλος για μας – λέμε τώρα ένα όνομα, να’ ναι καλά ο άνθρωπος εκεί που είναι αλλά έχουμε γελάσει πολύ μαζί του και είμαστε και φίλοι πια. Οπότε δεν μας ενδιαφέρει. Ξέρουμε ότι θα πάει καλά και θα πουλήσουμε γιατί οι φίλοι μας είναι πια πολλοί. Ξέρουμε ότι θα αρέσουμε και θα έρθουν και άνθρωποι μετά από μια ζωντανή μας εμφάνιση και θα πουν «ρε συ, πέρασα καλά απόψε, παίξατε ωραία μουσική και είμαι ευχαριστημένος, σε ευχαριστώ πολύ». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή από αυτό. Ο στόχος επετεύχθη.

Τάκης: Το στούντιο μας είναι σε τέτοια φάση. Επειδή έχουμε τη δυνατότητα να δουλεύουμε σε ένα στούντιο που δεν έχει καμία σχέση με τα μίζερα που δουλεύαμε τη δεκαετία του 1980. Μην φανταστείς βέβαια πως είναι σαν αυτό στη Σαντορίνη. Στην Πλατεία Αττικής είναι στον πέμπτο όροφο. Αλλά η πρόβα πλέον είναι σχεδόν ανοιχτή και όποιος έρχεται μέσα είναι ή δεν είναι μουσικός, ακούει ή δεν ακούει μουσική, περνάει καλά γιατί είναι ένα μικρό party. Αυτό θέλουμε. Ο δίσκος να είναι ένα ωραίο, μικρό party για τους φίλους μας.

Yeah!

Πως καταφέρατε τον Ηλία να ξανατραγουδήσει και να έρθει μαζί σας και στη σκηνή και στο στούντιο;

Γιάννης: Αγάλι- αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.

Τάκης: Καλά, δεν κατάλαβα ποτέ να τον καταφέραμε. Δηλαδή δεν είδα ποτέ καμιά προσπάθεια ούτε από εδώ, ούτε από εκεί. (γέλια)

Γιάννης: Σε μια φάση στο 2020 ήθελα να κάνουμε ένα ζωντανό και ήθελα να το κάνουμε στο The Zoo. Ο Σπύρος, φίλος, μου λέει: «έλα πάρε όποια ημερομηνία θέλεις. Θέλω να έρθεις να σε δω». Του λέω «ok, θες να έρθω στη γιορτή μου;». Μου λέει «έλα να κάνουμε ένα party όλη την ημέρα». Ξεκινήσαμε από τις 18:00 το απόγευμα με προβολές ταινιών, με μια ταινία στην οποία παίζαμε όλα μαζί τα συγκροτήματα. Κάναμε ένα ενδιάμεσο που παίξαμε εμείς την καινούργια μας δουλειά, κάναμε διάλλειμα, παίξαμε μια ταινία 20 λεπτών για ένα τύπο που έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα για ένα τραγούδι των The Anti Troppau Council. Και αυτός ο άνθρωπος, προς τιμήν του και τιμή μας, μοίρασε τα βιβλιαράκια τυπωμένα στο χέρι σε όλο το ακροατήριο και μετά αρχίσαν να παίζουν οι φίλοι μας. Ήρθε ο Ακης Μπογιατζής, ο Μιχάλης Πούγουνας, ήρθε κι ο Θανάσης Παπαθανασίου, ήρθε και ο Ασλάνογλου. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν δημιουργήθηκε μια αίσθηση πως ο Ηλίας ήθελε να είναι πάνω στη σκηνή. Το γούσταρε όλο αυτό. Και του λέω «ρε, συ, δεν έρχεσαι;». Μου λέει «δεν έχω αντίρρηση, έρχομαι». Ωραία. Αυτά!

Εύκολα κι ωραία! Και, απ’ ότι καταλαβαίνω, θα είναι και στη συναυλία που θα παίξετε τώρα με τους Crime & The City Solution;

Γιάννης: Θα ξεκινήσουμε με τη Μισέλ κι ενδιάμεσα θα εμφανιστεί ο Ηλίας και θα τελειώσουμε όλοι μαζί. Αυτό είναι το σύστημα που θα παίξουμε.

Tάκης: Σαν τσόντα! (γέλια)

Λόγω ηλικίας δεν πρόλαβα να είμαι στις συναυλίες τη δεκαετία του 1980. Όμως, ακούω απ’ όλους της γενιάς όταν μιλάν για ιστορικές συναυλίες να αναφέρονται σε αυτή των Wipers το 1987 και σε αυτή των Triffids την οποία ανοίξατε. Έχετε παίξει και με τους Wipers σε άλλη συναυλία, αλλά και με τους Stranglers και με τους Ramones. Τι θυμάστε από τότε, σε ποια συναυλία περάσατε πιο καλά, ποια σας έχει μείνει ως πιο ιστορική, και πως αισθάνεστε και τώρα που θα παίξετε με τους Crime & The City Solution;

Γιάννης: Γιαννούτσο για ξεκίνα εσύ γιατί εγώ έχω παίξει και με τους Dream Syndicate! Ακόμη χειρότερα! Στο άλσος. Που πήρα την κιθάρα του Wynn να σπάσω το κεφάλι ενός ηχολήπτη!

Τάκης: Εγώ στους Triffids στο άνοιγμα δεν ήμουν. Ήταν το πρώτο εξάμηνο. Μόλις είχαν φτιαχτεί οι Yeah! και ήταν με την προηγούμενη σύνθεση. Αλλά ήμουν από κάτω, ως θεατής. Αλλά ήμουν σε όλες τις άλλες που είπες. Με Wipers, με Ramones, στο κλείσιμο του Ρόδον με τους Stranglers και σ’ ένα ωραίο tribute που είχε γίνει στο Gagarin για τους Triffids που είχαν έρθει και πολλά μέλη από τους Triffids και πολλά μέλη των The Bad Seeds μάλιστα όπως ο Mick Harvey και ο Conway Savage, γιατί τώρα η Αυστραλιανή κοινωνία σιγά… Π.χ. και οι Crime & The City Solution πάλι από αυτό το χωριό είναι. Οπότε είχαν έρθει πολλοί από εκεί. Για μένα η καλύτερη ανάμνηση μεμονωμένα, πέρα από όλα αυτά που ήταν ωραίες συναυλίες, νομίζω παραδοσιακά και νομοτελειακά πως ήταν οι Ramones. Γιατί και ξύλο κοντέψαμε να φάμε και ξύλο κοντέψαμε να ρίξουμε και πάνω στη σκηνή με τους Ramones είμαστε, και, τελικά, αυτό που έχει μείνει είναι αυτό που γράφει το εισιτήριο Ramones + Yeah! από κάτω, εντάξει, είναι λίγο παραπάνω από όλα τα άλλα. Είναι ένα βραβείο ωραίο ας πούμε. Και άξιζε η βραδιά γιατί ήταν μια πολύ ωραία βραδιά.

Γιάννης: Αυτό που λέει ο Γιαννούτσος με τους Ramones έχει πολύ μεγάλη πλάκα γιατί έρχεται ο Βασίλης Νικολαράκος και μου λέει «Ρε συ, Γιάννη, μην παίξεις ρε αγόρι μου απόψε. Αυτοί είναι δεκαεξάρηδες- δεκαεφτάρηδες κι έρχονται για τους μαλάκες τους Ramones. Δηλαδή ναι, οι Ramones είναι γαμώ τα γκρουπ, τους γουστάρω αλλά θα βγείτε μπροστά και θα αρχίσουν να φωνάζουν να κατεβείτε να παίξουν οι άλλοι». Του λέω «εμείς θα βγούμε Βασίλη», μου λέει κι αυτός «κάνε ό,τι θέλεις, χέστηκα εγώ». Ήταν ο υπεύθυνος ροής του Ροδον. Βγαίνουμε εμείς αλλά υπάρχει η κουρτίνα που είναι πεσμένη για να μην δουν τι υπάρχει από πίσω. Βγαίνουμε, στηνόμαστε εμείς και με το που ανοίγει η κουρτίνα ακούγεται ένα «άντε φύγετε ρε να έρθουν οι Ramones» και κοιτάω από κάτω το κοινό είναι δεκατεσσάρων - δεκαεφτά χρονών. Χτυπάω το πόδι μου κάτω – η σκηνή στο Ρόδον έκανε αντίλαλο – και τους λέω «σκάστε ρε μαλακισμένα». Στο ενδιάμεσο, τη φράση αυτή την ακούσανε. Την είχαν ξανακούσει και στο σχολείο και στο σπίτι, και σκάσανε. Μετράει λοιπόν ο Γιαννούτσος και παίζουμε. Παίξαμε ασταμάτητα πέντε κομμάτια και φύγαμε. Κάναμε encore ή δεν κάναμε;

Τάκης: Νομίζω κάναμε.

Γιάννης: «Ελάτε πίσω, ελάτε πίσω!».

Τάκης: Κι ήμασταν εντελώς ξένοι πάνω στη σκηνή. Όλη η σκηνή ήταν Ramones. Εμένα με είχαν βάλει στο πλάι λες και θα παίξω κοντραμπάσο. Άλλα όργανα, άλλο στήσιμο, οι κουρτίνες πίσω, όλα Ramones, ξαφνικά ανεβαίνουν τρεις παπάρες επάνω και πήγε σφαίρα. Αυτό το να μην σταματήσουμε καθόλου ήταν το κόλπο για να τους πάρουμε τα σώβρακα!

Έχω μια τελευταία ερώτηση. Μετά από τόσα χρόνια παίζετε γιατί γουστάρετε να παίζετε ή έχετε ακόμη όνειρα, φιλοδοξίες και πράγματα που θέλετε να πετύχετε;

Τάκης: Εδώ ρε! (Βγάζει λεφτά και τα κουνάει). Να’ τα ρε φίλε! Αυτά έχουμε βγάλει τόσα χρόνια! Να στα μετρήσω; (γέλια)

Δεν εννοούσα απαραίτητα οικονομικά αν θέλετε να πετύχετε κάτι. Να παίξετε με τους γιους των Ramones π.χ. Ή κάτι άλλο.

Γιάννης: Να σου πω κάτι; Αν θέλαμε να παίξουμε με κάποιους πολύ συγκεκριμένα θα το είχαμε καταφέρει γιατί θα ήταν το όνειρο της ζωής μας και θα πηγαίναμε προς αυτό. Για να παίζεις μουσική πάει να πει πως θέλεις να μοιραστείς ένα πράγμα το οποίο αρέσει σε σένα. Και το οποίο γαληνεύει την ψυχή σου και την κάνει καλύτερη. Ή σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, αν θέλεις. Αν δεν υπάρχει αυτό το κομμάτι της μοιρασιάς, δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένας λόγος να παίζεις μουσική. Μπορείς να παίξεις μουσική σπίτι σου. Μπορείς να ακούς ωραία μουσική. Δεν χρειάζεται, γέρος άνθρωπος που είμαι, να ταλαιπωρούμαι με τον μαλάκα τον Γιαννούτσο και όλους τους υπόλοιπους τους χαμένους, να κάνουμε μια ολόκληρη ιστορία και να λέμε τι ωραία που περάσαμε όλοι μαζί, αν δεν υπήρχε αυτή η φλόγα μέσα. Αν δεν υπήρχε κάτι που να καίει. Κάτι που να σε πειράζει ακόμη και να σου λέει «ok, εγώ νομίζω πως η Γη είναι στρόγγυλη και θα το πω, αυτό πιστεύω. Και μου αρέσει να το πω με αυτό τον ήχο».

Τάκης: Κι εγώ θέλω να συμπληρώσω το ίδιο πράγμα. Εγώ πιστεύω και στην προσωπική σχέση. Δεν ξέρω αν με άλλο γκρουπ θα μπορούσα να έχω την ίδια όρεξη όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί δεν έχουμε σταματήσει. Μπορεί να μην παίζουμε live κτλ. αλλά κάθε εβδομάδα βρισκόμαστε ή μπορεί κάποιες φορές να μεσολαβήσουν δύο εβδομάδες αλλά δεν έχουμε σταματήσει ποτέ από στούντιο, από χώρους, αλλάζουμε μέλη κτλ. Αλλά αυτή η σχέση που σου περιγράψαμε στην αρχή οι δυο μας αλλά και όλα τα άλλα τα παιδιά που έχουν έρθει μέσα, νομίζω πως είναι αυτή που ενώνει με τη φλόγα που έχουμε για τη μουσική.

Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήταν τιμή μου και χαρά μου.

Γιάννης: Κι εμάς.

Τάκης: Εμείς ευχαριστούμε. Να’ σαι καλά.

  • SHARE
  • TWEET