The Ruins Of Beverast: «Δεν προοριζόμαστε για να αρέσουμε σε όλους»

Μια συζήτηση με τον Alexander von Meilenwald, γύρω από το concept και την ηχητική εξέλιξη του νέου του αριστουργήματος, την ανθρώπινη φύση, τον ανιμισμό καθώς και την black metal σκηνή

Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 02/02/2021 @ 11:08

   Οι The Ruins Of Beverast με κάθε κυκλοφορία επιβεβαιώνουν την ακλόνητη θέση που κατέχουν εντός της σκηνής. Δεν είναι πολλά τα συγκροτήματα στον ευρύτερο χώρο του extreme metal τα οποία μπορούν να περηφανεύονται πως διαθέτουν ταυτόχρονα προσωπικό ήχο καθώς και μια διαρκή ηχητική εξέλιξη. Πράγματι, ο ατμοσφαιρικός και υπνωτικός ήχος των The Ruins Of Beverast (TROB από εδώ και πέρα), είναι άμεσα αναγνωρίσιμος, ενώ παράλληλα διαφοροποιείται σε κάθε νέο δίσκο. Υπεύθυνος γι' αυτό είναι φυσικά, ο ιθύνων νους του σχήματος, Alexander von Meilenwald. 

Εφορμώντας από το καινούριο, εξαιρετικό "The Thule Grimoires", επικοινωνήσαμε με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες του σύγχρονου ακραίου ήχου. Το αποτέλεσμα είναι η παρακάτω συνέντευξη, όπου ο von Meilenwald αποκαλύπτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια τα ενδόμυχα του νέου άλμπουμ, τόσο όσον αφορά όλες τις συνθετικές παραμέτρους, όσο και το ενδιαφέρον και πολυεπίπεδο concept. Παράλληλα, η συζήτηση επεκτάθηκε στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, την black metal σκηνή και το concept του «Σατανισμού», τις ζωντανές εμφανίσεις καθώς και από πού αντλεί έμπνευση ο μουσικός.

The Ruins Of Beverast

Καλησπέρα Alexander, είμαι ο Αποστόλης και σε καλωσορίζω στο Rocking.gr! Εύχομαι να είναι όλα καλά μιας και μιλάμε στα μέσα μιας πανδημίας.

Αρχικά, θα ήθελα να σε συγχαρώ για το "The Thule Grimoires". Ηχεί πραγματικά ανανεωτικό αλλά και προκλητικό. Επηρέασαν καθόλου τα lockdown και η γενικότερη κατάσταση τη δημιουργία του;

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Όχι, δεν είχαν καμία επίπτωση στον δίσκο. Όλες οι συνθέσεις είχαν ήδη ολοκληρωθεί από τις αρχές του 2020, με τις ηχογραφήσεις να ολοκληρώνονται τον Μάρτιο, όταν και η πανδημία ετοιμαζόταν να «χτυπήσει» τη Γερμανία.

Μιλώντας για την προηγούμενη χρονιά, κυκλοφόρησες το 2020 δύο split άλμπουμ, με τους Mourning Beloveth και Almyrkvi, δύο εξαιρετικές μπάντες. Όμως, τα κομμάτια των TROB στα split, δεν πρόδιδαν την ηχητική κατεύθυνση του νέου δίσκου, παρά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. Πως επέλεξες τους εταίρους σου στα splits και πως κατέληξες στη νέα καλλιτεχνική έκφραση του δίσκου;

Δεν τους επέλεξα εγώ, αυτοί με διάλεξαν και μου ζήτησαν να συνεργαστούμε, αλλά βεβαίως είναι μέλη της ίδιας δισκογραφικής με εμένα, ενώ μάλιστα οι Mourning Beloveth είναι ήδη «παλιοί» στη βιομηχανία. Είμαι μεγάλος οπαδός του άλμπουμ τους "Sullen Sulcus", οπότε η επιθυμία τους για συνεργασία ήταν ευχάριστη έκπληξη. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτησή σου: για εμένα, η σύνθεση ενός νέου δίσκου, απαιτεί μια «κόκκινη γραμμή», έναν κύκλο αγωνίας (σ.σ. "suspence") ο οποίος θα επεκτείνεται και σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Οι split κυκλοφορίες, όμως, επικεντρώνονται στα τραγούδια, οπότε είναι εντελώς διαφορετική η νοοτροπία της σύνθεσης και επιτρέπει πιο πειραματικά μονοπάτια.

Το "Grand Nebula Pulse" από το split με τους Almyrkvi για παράδειγμα, πρέπει να είναι το πρώτο τραγούδι των TROB το οποίο δημιουργήθηκε με επίκεντρο πρώτα και κύρια τα τύμπανα και το percussion, με τις κιθάρες να προστίθενται στο τέλος. Ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα έτσι, ήταν κάτι που ήθελα να δοκιμάσω. Δεν νομίζω πως θα το έκανα αυτό σε κάποιο άλμπουμ (σ.σ. δείτε επόμενη ερώτηση), επειδή είναι ένας ιδιαίτερα «θεματικός» (σ.σ. "conceptual") τρόπος ο οποίος θα περιόριζε ή και θα έσπαγε τη φυσική ροή της δραματουργικής σεκάνς που θα έπρεπε να είναι ένας δίσκος των The Ruins Of Beverast.

Θα ήθελα να μείνω λίγο ακόμα στα splits. Από τα τρία συνολικά τραγούδια, το "The Grand Nebula Pulse" ξεχωρίζει. Παρουσιάζει μια διαφορετική πτυχή του ατμοσφαιρικού ήχου των δύο προηγούμενων δίσκων σου. Ενδέχεται να εξερευνήσεις μελλοντικά περισσότερο αυτό το ύφος;

Δεν ξέρω, όλα εξαρτώνται από την έμπνευση, τη διάθεση και τις παρορμήσεις. Δεν προσπαθώ ποτέ να σπρώξω τον εαυτό μου προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση όταν συνθέτω τραγούδια ή δίσκους. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει φυσικά καθώς παίζω κιθάρα ή συλλέγω ιδέες. Μπορεί να υπάρξει μια στιγμή στο μέλλον, όπου θα ξεκινήσω να συνθέτω ένα πιο ρυθμικό τραγούδι που μπορεί να καταλήξει όπως το "Grand Nebula Pulse" πάλι, αλλά δεν μπορώ να το προβλέψω αυτό.

Ας πάμε στο νέο άλμπουμ. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από το "Exuvia". Άλλαξε η συνθετική διαδικασία αυτήν τη φορά; Ρωτώ κυρίως γιατί το "The Thule Grimoires" ηχεί στα αυτιά μου ως αλλαγή πορείας.

Λοιπόν, δεν θα το αποκαλούσα αλλαγή πορείας, αλλά το "The Thule Grimoires" είχε κάποιες διαφορετικές προϋποθέσεις όσον αφορά τη σύνθεση. Ενώ το "Exuvia" ήταν μια καθαρή εξωτερίκευση παρορμήσεων, ο νέος δίσκος στην πραγματικότητα αναδύθηκε από τη συνθετική διαδικασία, εκτεταμένα κιθαριστικά τζαμαρίσματα και συλλογή ιδεών.

Το "The Thule Grimoires" αναβλύζει μια χθόνια ενέργεια

Ακούγοντας τον δίσκο, παρατήρησα πως ηχεί πιο έντονος, ρυθμικός. Πολλά από τα τελετουργικά και πιο tribal στοιχεία του "Exuvia" δεν είναι παρόντα τώρα. Σε τι είδους ενέργεια και συναίσθημα στόχευες με αυτό το άλμπουμ;

Είναι πιο παραδοσιακός ο ήχος από την άποψη του heaviness και του riffing, ενώ παράλληλα υπάρχει σχετικά λιγότερη επαναληψιμότητα και αχρονικότητα, ναι. Υποθέτω πως αυτό δεν έγινε συνειδητά, ήταν απλώς ο τρόπος που προέκυψε να ηχεί το "Exuvia", ο οποίος αποκαλύπτει αυτήν την προφανή διαφορά συγκριτικά με το "The Thule Grimoires". Όπως φυσικά και το γεγονός πως ο νέος δίσκος είναι περισσότερο βασισμένος σε κιθαριστικά θεμέλια. Σχετίζεται όμως και με το γενικότερο concept του δίσκου, που βασίζεται στα κλασικά στοιχεία (σ.σ. δείτε παρακάτω), ενώ επικεντρώνεται περισσότερο από ποτέ στο έδαφος της Γης (αλλά και το υπέδαφος). Συνεπώς, το "The Thule Grimoires" πιθανώς να αναβλύζει μια χθόνια ενέργεια.

The Ruins Of Beverast - The Thule Grimoires

Από την άλλη πλευρά, παρατηρώ διαφορετική χρήση samples και ambient ηχοστρωμάτων. Παρά το γεγονός πως ανέκαθεν ήταν μέρος του ήχου των TROB, στον δίσκο ηχούν πιο κυρίαρχα. Πως επιλέγεις που να τοποθετήσεις κάθε τέτοιο στοιχείο όταν συνθέσεις;

Αυτό διαφέρει από τραγούδι σε τραγούδι. Υπάρχουν samples ή ηχοτοπία τα οποία εντόπισα ή και έφτιαξα μόνος μου, από τα οποία ξεκίνησα να φτιάχνω riff ή ακόμη και τραγούδια όπου βάσισα τα riffs γύρω από αυτά (η έναρξη του "Anchoress In Furs" είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, ή διάφορα μέρη του "Rain Upon The Impure"). Και μετά υπήρχαν και τα υπόλοιπα τα οποία ήταν… λοιπόν αυτό είναι δύσκολο να το εξηγήσω… όπου νιώθω πως ένα μέρος χρειάζεται μια συγκεκριμένου είδους ένταση στην ατμόσφαιρα ή μια δήλωση (σ.σ. "statement") όπου χρειάζεται μια συγκεκριμένη μετάβαση από τη μια ψυχολογική διάθεση σε μια άλλη. Ή μια άλλου είδους ρυθμικότητα. Τότε είναι που δοκιμάζω διάφορα πράγματα και βλέπω τι δουλεύει.

Οι The Ruins Of Beverast παίζουν ζωντανά από το 2013 νομίζω. Έχει επηρεάσει η απόφασή σου αυτήν τη συνθετική σου νοοτροπία; Πιστεύω πως τα τραγούδια του νέου δίσκου, πιο ευθεία, θα ηχούσαν εξαιρετικά υπό συναυλιακές συνθήκες.

Όχι, ειλικρινά όχι. Το θέμα με τις συναυλίες δεν έχει απολύτως καμία επίδραση στο πως γράφω μουσική. Είναι απλό, δεν μπορώ καθόλου να προσαρμόσω τον τρόπο που δουλεύω μουσικά, σε οποιαδήποτε εξωτερική περίσταση ή προσδοκία. Δεν υπάρχει επανασχεδιασμός στη δημιουργική σκέψη εξαιτίας κάποιας συναυλιακής εμφάνισης. Και ειλικρινά μιλώντας, είχαμε ήδη ξεκινήσει να προβάρουμε μερικά από τα νέα κομμάτια πριν το lockdown και αποδείχθηκε δυσκολότερο από ποτέ χαχα! Υπάρχουν απλώς τόσα πολλά στρώματα και τόσες πολλές μικρές λεπτομέρειες στα τραγούδια που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, που είναι μια πραγματικά δύσκολη αποστολή το να τα προετοιμάσουμε για μια ζωντανή παρουσίαση.

Είναι το "The Thule Grimoires" ένα concept album; Το Δελτίο Τύπου αναφέρει πως «περιστρέφεται γύρω από διακριτούς, πνευματικούς πρωταγωνιστές οι οποίοι συνενώνονται με τις γενναίες και αδυσώπητες δυνάμεις της φύσης εναντίον του εχθρού τους». Θα ήθελες να εμβαθύνεις σε αυτήν τη δήλωση;

Το "The Thule Grimoires" είναι πράγματι κάποιου είδους concept album. Τα επτά τραγούδια λαμβάνουν χώρα σε επτά διαφορετικές τοποθεσίες (ακατοίκητες περιοχές της Γης), όπου βρέθηκαν υπογείως επτά διαφορετικά βιβλία ή ειλητάρια (σ.σ. "scrolls"). Αυτά τα βιβλία, αφηγούνται την ιστορία των τελευταίων ωρών του ανθρώπου στη Γη, προτού εξαλειφθεί από τα πνεύματα της φύσης. Αυτά τα πνεύματα της φύσης έχουν σταλθεί από αόρατες θεότητες του εκάστοτε βιότοπού τους, και είναι κυριευμένα και ελεγχόμενα από τα τέσσερα κλασικά στοιχεία, νερό ("Ropes Into Eden"), γη ("Tundra", "Kromlec’h", "Mammothpolis"), αιθέρας ("Anchoress", "Polar Hiss Hysteria"), και φωτιά ("Deserts…"). Είναι μια δυστοπική εσχατολογία σχετικά με την αυτοκαταστροφική μεταχείριση της φύσης από πλευράς του ανθρώπου, και την καταδικαστική του τιμωρία για την άγνοια και την υπερηφάνεια του, την απώλεια του στέμματος της δημιουργίας, όπως καταγράφηκαν από μια άγνωστη οντότητα.

Για μια ακόμη φορά, επέλεξες ένα μονοχρωματικό εξώφυλλο, αυτήν τη φορά σε απόχρωση του πράσινου. Σε αυτό απεικονίζονται διάφοροι συμβολισμοί, θα ήθελες να εξηγήσεις την επιλογή σου; Υπάρχει κάποιος συσχετισμός με το concept του "Ultimaa Thulee" ή τα προαναφερθέντα πνεύματα;

Ναι, το εξώφυλλο απεικονίζει τον τίτλο. Η Θούλη λειτουργεί ως η κεντρική μεταφορά για τα επτά μέρη όπου βρέθηκαν τα προαναφερθέντα έγγραφα, μιας και η επακριβής τοποθεσία και εμφάνιση είναι άγνωστη και διφορούμενη, αποτελεί μια μυθική σημειολογία του αβέβαιου. Η δύναμή και η θέση της όμως είναι η ανώτερη δυνατή. Αυτό είναι μια αλληγορία για τα μέρη στα οποία το "The Thule Grimoires" βασίζεται. Συνεπώς, το εξώφυλλο είναι ο κόσμος τόσο πάνω όσο και κάτω του αδιαχώριστου μέρους (ή και μερών), ίσως η Θούλη, ενώ ο ναός λειτουργεί ως ένα μνημείο των τεσσάρων στοιχείων, με τέσσερις κίονες. Όλα φωτίζονται από το σκούρο πράσινο της φύσης.

Αξιοποίησα την οπτική του μυαλού αντί να συνενώσω απλώς κουπλέ και ρεφρέν

Τι προηγείται στη σύνθεση; Είναι το concept ή η μουσική; Πολλά από τα τραγούδια σας εν γένει, ηχούν ως κινηματογραφικά μουσικά χωρία και όχι ως παραδοσιακά metal τραγούδια.

Αυτό εξαρτάται από το concept. Στο "Blood Vaults", η αλληλουχία ήταν «concept > στίχοι > μουσική», επειδή οι στίχοι ήταν ήδη συνδεδεμένοι με το βιβλίο "Malleus". Στο "The Thule Grimoires", ήταν αντίστοιχα «concept > μουσική > στίχοι», επειδή αυτό που ήθελα να πετύχω πρώτα και κύρια, ήταν η ενσωμάτωση των τοπίων στη μουσική – των τοπίων πάνω στα οποία χτίζονται τα τραγούδια. Οπότε, ενώ συνέθετα τη μουσική, επιχείρησα να μείνω και να περιπλανηθώ σε εγκαταλελειμμένους χερσότοπους, να αξιοποιήσω την οπτική του μυαλού (σ.σ. "the minds eye"), από το να συνενώσω απλώς κουπλέ και ρεφραίν. Αυτή είναι πάντα η πρωταρχική μου πρόθεση όταν ασχολούμαι με τους TROB, συνεπώς δεν με εκπλήσσει που το νιώθεις αυτό στα τραγούδια.

The Ruins Of Beverast

Όταν συνθέσεις αυτά τα τελετουργικά σημεία, τα αντιμετωπίζεις ως προϊόν ενδόμυχων σκέψεων; Θέλω να πω, είναι αυτοί οι εκστατικοί ρυθμοί και τα τραγούδια αποτέλεσμα σχεδίου ή ενστικτώδεις δημιουργίες;

Και τα δύο. Μπορούν φυσικά να προκύψουν από τους στίχους ή το θέμα του τραγουδιού, αλλά σε αυτήν την περίσταση ήταν όλα βάσει σχεδίου. Για παράδειγμα, η υπνωτική και διαρκής καταβύθιση που είναι το τελευταίο χωρίο του "Deserts To Bind And Defeat", αποσκοπούσε στο να αναπαραστήσει την κατάρρευση και τον θάνατο της κεντρικής φιγούρας σε μια καυτή έρημο, καθώς και τη μετέπειτα υποδοχή της από τον Ήλιο. Αυτό προοριζόταν να είναι η τελευταία πράξη του τραγουδιού και του δίσκου, οπότε συνειδητά το συνέθεσα κατά αυτόν τον τρόπο. Υπάρχουν όμως και άλλα μέρη, το "Mammothpolis" για παράδειγμα, ή το μεσαίο τμήμα του "Kromlec’h Knell" ή και παλαιότερο υλικό, όπως το "The Grand Nebula Pulse", όπου κυριολεκτικά προσπαθούσα να τραγουδήσω βρισκόμενος σε έκσταση (σ.σ. "singing myself into a trance"), έχοντας όμως τη συνείδηση να πατήσω το κουμπί για να ηχογραφήσω και να μην ξεχάσω την ιδέα. Πάντως μετέπειτα, σπάνια θυμάμαι το πώς πραγματικά προέκυψε το κάθε τέτοιο χωρίο.

Παρατηρώντας τις διάφορες τοποθετήσεις, δράσεις, μερικές φορές και μη-δράσεις, των συνανθρώπων μου, νιώθω πόνο και οργή

Εάν έπρεπε να επιμείνω, υπάρχει κάποιου είδους έμπνευση στην καθημερινότητά σου η οποία σε «ωθεί» στο να συλλαμβάνεις τέτοιες περίπλοκες ατμόσφαιρες;

Κοίταξε να δεις, η καθημερινή μου ζωή είναι η απόλυτη έμπνευσή μου. Είτε είναι οι περιπλανήσεις μου, είτε κυρίως και συχνότερα ο περίγυρός μου. Είμαι αφοσιωμένος παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αν και στην πραγματικότητα δεν το επιδιώκω σκόπιμα. Αλλά παρατηρώντας τις διάφορες τοποθετήσεις, δράσεις, μερικές φορές και τις μη-δράσεις, των συνανθρώπων μου, μου μεταδίδονται πόνος και οργή σε καθημερινή βάση. Μερικές φορές καταφεύγω σε προσωπικές εκδικητικές φαντασιώσεις, αρκετά ανόητες προφανώς. Αυτές οι συνθήκες όμως μπορούν να μετουσιωθούν σε μια δημιουργική έκρηξη, η οποία είναι, βεβαίως, ιδιαίτερα καλοδεχούμενη και συχνά αποτελεί τη γένεση μιας ιδέας που αξίζει να επιδιώξω.

Θα ήθελα να σχολιάσω, αν θες, δύο πράγματα που παρατήρησα. Πρώτον, ο τίτλος του άλμπουμ περιλαμβάνει τη λέξη «Θούλη». Τα τραγούδια ακολουθούν ένα παρόμοιο μοτίβο, με λέξεις όπως "Eden", "Toundra", "Mammothpolis", "Deserts", κλπ. Εάν έπρεπε να μαντέψω, θα πίστευα πως επιχείρησες να συντάξεις έναν χάρτη ενός ψυχρού κόσμου με την ανθρωπότητα απούσα. Έπεσα καθόλου μέσα;

Εν μέρει ναι, το εξήγησα και προηγουμένως, ο δίσκος τοποθετείται σε αυτά που αποκαλούνται "anecumenes" (σ.σ. από το πρόθεμα «αν-» και «οικουμένη»), περιοχές της γης όπου μόνο μη ανθρώπινα είδη μπορούν να κατοικήσουν. Η «Εδέμ» είναι ένα φανταστικό μέρος στον βυθό του θαλάσσιου υποστρώματος, ενώ η "Mammothpolis" είναι ένα αδιαπέραστο, πυκνό αρχέγονο δάσος (όπου τα Μαμούθ είναι στην πραγματικότητα τα δέντρα). Τα «Γριμόρια της Θούλης» αφηγούνται την προσπάθεια του ανθρώπου να αξιώσει τους ζωτικούς χώρους καθώς και να κυριαρχήσει επί αυτών των ειδών, αλλά και την ελεεινή του αποτυχία, μιας και είναι φυσικά υποδεέστερος και απροσάρμοστος στον αέρα, το έδαφος και στη συμβίωση με τους οργανισμούς αυτών των γήινων περιοχών.

Ένα είδος που σκέφτεται και πράττει λες και είναι ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα, είναι καταδικασμένο

Κατά δεύτερον, αν ακούω σωστά, αναφέρεις δράκους ("The Tundra Shines"), λύκους ("Anchoress In Furs"), όρνεα ("Deserts To Bind And Defeat") και Μαμούθ. Ανέκαθεν θεωρούσα πως ο ανιμισμός αποτελεί ζωτικό συστατικό του πυρήνα των στίχων των TROB. Πως αντιλαμβάνεσαι τη σχέση της ανθρωπότητας με το βασίλειο της φύσης;

Λοιπόν, δεν υπάρχουν λύκοι στο "Anchoress…" (σ.σ. μάλλον δεν ακούω και πολύ σωστά) και όπως προείπα τα Μαμούθ είναι μια αλληγορία για τα δέντρα, αλλά και πάλι είσαι πολύ σωστός στο συμπέρασμά σου. Οι στίχοι των TROB ασχολούνται εκτεταμένα με τη νοοτροπία του ανθρώπου και τη συμπεριφορά του προς τη φύση, τουλάχιστον από το "Exuvia" και μετά, αλλά εν μέρει και πριν από αυτό. Με εντυπωσιάζει το concept των πνευμάτων της φύσης (σ.σ. "spiritful nature") και πιστεύω σε αυτό σε μεγάλο βαθμό. Τουλάχιστον, στον βαθμό στον οποίο μπορώ να εκλάβω τη φύση ως ένα ανιμιστικό ον το οποίο είναι ιδιαίτερα και έντονα διαδραστικό με τον κόσμο μας. Μόνο ο άνθρωπος παραμερίζει αυτήν την οντότητα και απαιτεί μια ανώτερη θέση στην ιεραρχία, μια νοοτροπία εμφυτευμένη από μια θρησκεία που αυτός θεωρεί πως είναι αποκλειστικά σχεδιασμένη για την πάρτη του, και η οποία τον τοποθετεί σε υψηλότερη θέση συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα.

Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο παράλογο από ότι ήδη είναι. Ένα είδος που σκέφτεται και πράττει λες και είναι ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα, που δεν σέβεται τους νόμους, τα πνεύματα και τις φυσιολογίες του περιβάλλοντος, είναι καταδικασμένο. Αυτό ακριβώς είμαστε. Είμαστε ένα αποτυχημένο πείραμα, μια προσωρινή μορφή ζωής που πρόκειται να πνιγεί μέσα στην άγνοια και την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Φυσικά και δεν απαρνούμαι το δικό μου μερίδιο ευθύνης σε αυτό το δράμα, κάτι που υπογραμμίζω διακριτικά στο τραγούδι "Deserts To Bind And Defeat", αλλά προσπαθώ να έχω επίγνωση αυτού του μπάχαλου και να λατρεύω εγκάρδια τη φύση και τις δημιουργίες της, με όλες τις συνέπειες που μπορεί αυτό να επιφέρει. Υποθέτω πάντως πως μια εμβάθυνση σε αυτό το δίχως όρια θέμα θα ξεπερνούσε τους φραγμούς αυτής της συνέντευξης... Θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ολονύκτια συζήτηση.

The Ruins Of Beverast

Ας επιστρέψουμε στη μουσική. Αυτήν τη φορά, όσον αφορά τα φωνητικά, νομίζω πέτυχες τον πιο μελαγχολικό (σ.σ. "gloom") ήχο της καριέρας σου. Τα καθαρά φωνητικά είναι εκπληκτικά. Μερικές φορές νιώθω πως μουσικά ο δίσκος φέρνει προς μια πιο gothic πλευρά. Τι σε ενέπνευσε στη σύλληψη αυτών των φωνητικών;

Τώρα αυτό που αναφέρεις είναι μια ανάμεικτη ευλογία. Η "Gothic" ταμπέλα είχε ανέκαθεν αρνητικό πρόσημο στη μουσική μου ιστορία, και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί, ίσως είναι κάποιο κατάλοιπό από τις πρώιμες black metal μέρες μου, όταν και οτιδήποτε "gothic" ήταν εχθρικό. Στον αντίποδα να ξέρεις πως είμαι αφοσιωμένος ακόλουθος των Christian Death, Bauhaus, The Sisters, Siouxsie, και πως αλλιώς θα τους αξιολογούσες πέρα από να τους αποκαλέσεις πρωτοπόρους της gothic σκηνής; Πιο συγκεκριμένα δεν θα μπορούσα να απαρνηθώ την επιρροή τους, όσον αφορά το πώς δημιουργώ τις φωνητικές μου γραμμές. Πάντως, τα καθαρά φωνητικά του "The Thule Grimoires" δεν διαφέρουν τόσο πολύ στη σύνθεση συγκριτικά με διάφορα ζητήματα στην παραγωγή. Είχα ηχογραφήσει demos των νέων τραγουδιών όπου τα φωνητικά ηχούσαν πολύ πιο κοντά σε προγενέστερες ηχογραφήσεις των TROB, με πολύ reverb and echoes, πυκνά χορωδιακά μέρη. Δεν θα μπορούσες να βρεις διαφορά σε σχέση με το "Blood Vaults" ή το "Foulest Semen…".

Στο στούντιο, ήταν ο Michael ο παραγωγός που πρότεινε κάποιες αλλαγές στην ηχογράφηση και τη μείξη των καθαρών φωνητικών, αποσκοπώντας στην εξασφάλιση ενός πιο έντονου προφίλ και παρουσίας για αυτά. Οπότε αυτό ήταν που κάναμε κιόλας. Δεν υπήρξε αλλαγή στο στυλ πίσω από αυτά, ήταν απλώς ένα ηχητικό πείραμα. Εάν δεν είχε δουλέψει, θα τα είχαμε ηχογραφήσει με τον παραδοσιακό τρόπο. Η μόνη φωνητική γραμμή που επαναπροσεγγίσαμε στο στούντιο ήταν αυτή του "Kromlec’h Knell", επειδή δεν ήμουν χαρούμενος με το αρχικό ρεφραίν του τραγουδιού, οπότε εκεί είναι που αλλάξαμε τα φωνητικά σε μια συγκριτικά πιο πιασάρικη φράση. Αυτό ήταν πράγματι κάτι ξένο προς εμάς στην αρχή, αλλά σύντομα το αποδεχθήκαμε και οι δύο.

Μερικές φορές αναζητώ μια κιθαριστική μελωδία και έπειτα τη μετατρέπω σε φωνητική γραμμή

Το "The Tundra Shines" συγκεκριμένα, έχει κάποια από τα καλύτερα φωνητικά του άλμπουμ. Θα ήθελες να εξηγήσεις το πώς προέκυψαν;

Το "The Tundra Shines" είναι πιθανώς ένα από τα πιο φιλόδοξα τραγούδια των TROB όσον αφορά το ρυθμικό σκέλος, συνθετικά ζητήματα καθώς και την απαιτούμενη εντατική φροντίδα. Αρχικά, οι φωνητικές γραμμές του ρεφραίν και του πρώτου μισού του κομματιού έχουν υπάρξει επίσης μαζικά χορωδιακά μέρη, και θυμάμαι να παίξω τη μελωδία στα πλήκτρα παράλληλα με το ορχηστρικό σκέλος του. Μερικές φορές αυτό που συμβαίνει είναι πως στην πραγματικότητα αναζητώ μια κιθαριστική μελωδία και έπειτα τη μετατρέπω σε φωνητική γραμμή, αλλά εδώ είμαι αρκετά σίγουρος πως αποσκοπούσα στη συγκεκριμένη φωνητική γραμμή εξαρχής, και απλώς την ολοκλήρωσα μέσω ενός synth.

Έπειτα έγραψα τους στίχους, κάτι που συχνά έχω κάνει από την ανάποδη στο παρελθόν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στο εν λόγω τραγούδι να έχω τους περισσότερους στίχους στον δίσκο. Είμαι επίσης σίγουρος πάντως, πως τα φωνητικά στο τέλος του συγκεκριμένου χωρίου είχαν ήδη έτοιμους τους στίχους όταν τα δοκίμαζα. Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο να τα θυμάμαι, πολλά συμβαίνουν κατά τη διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας. Το "The Tundra Shines" ήταν μια από τις πρώτες ιδέες που είχα για το άλμπουμ, και έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από όταν άρχισα να το δουλεύω.

Δεν θα χαρακτήριζες τους TROB ως κάτι που προορίζεται για να αρέσει σε όλους

Επέλεξες το "Kromle’ch Knell" ως το πρώτο single του νέου δίσκου. Νιώθω πως συνοψίζει τέλεια τη νέα κατεύθυνση. Γιατί αυτό και τι feedback έχεις λάβει έως τώρα;

Το επέλεξα για τους λόγους που ανέφερες, θεώρησα πως θα λειτουργούσε ως μια καλή πρώτη εντύπωση για το άλμπουμ, με μια τρόπον τινά δικαιολογημένη (σ.σ. "justifiable") διάρκεια για τη διαδικτυακή κοινότητα... Το feedback για το οποίο πράγματι είμαι ενήμερος, είναι αυτό που πάντα συμβαίνει με τα τραγούδια μας, ποικίλει από ενθουσιασμό έως απογοήτευση. Συγκεκριμένα για τον τομέα των φωνητικών, όπως φαίνεται εξελίσσεται σε μια κατάσταση love or hate, κάτι που μου ήταν σαφές εξαρχής πως θα συμβεί, και αυτό είναι εντελώς ΟΚ. Δεν θα χαρακτήριζες τους TROB ως κάτι που προορίζεται για να αρέσει σε όλους (σ.σ. "to be everybodys darling").

Το "Anchoress In Furs" είναι η πιο κινηματογραφική στιγμή του δίσκου. Ο τίτλος συνδυάζει το concept του μοναχισμού και το επιδραστικό "Venus In Furs", ένα βιβλίο επικεντρωμένο στις σαρκικές απολαύσεις. Βρίσκω ενδιαφέρον το ότι εκ διαμέτρου αντίθετες ιδέες συνυπάρχουν στον τίτλο. Υπάρχει πίσω από αυτές τις ιδέες διαφορετικές οπτικές του εχθρού του ανθρώπου, μια τρόπον τινά κεντρική ιδέα στον δίσκο;

Ξανά, εν μέρει... Ο τίτλος μάλιστα περιλαμβάνει μια τριπλή αντίθεση και μια γκροτέσκα αλληγορία, και υποκλίνεται επίσης, αλλά η ιστορία πίσω από την προέλευσή του είναι πάντως πολύ πιο βλάσφημη από όσο νομίζεις, και δεν συνδέεται με το βιβλίο. Το "Anchoress In Furs" τοποθετείται στα πιο απομονωμένα υψηλά όρη, και αφηγείται την ιστορία ενός παραβάτη (σ.σ. "trespasser") που προέρχεται από μια κενού περιεχομένου, έκφυλη πολυτελή ζωή που χάνεται και περιπλανιέται σε μια περιοχή γεμάτη θηριωδίες, απομόνωση και απάρνηση. Τότε, τιμωρείται και απομακρύνεται από τη γη από ένα βάναυσο ον του οποίου η ράτσα δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά το οποίο προφανώς ζει μια απομονωμένη και αποκλίνουσα ζωή στις σπηλιές των βουνών.

Τώρα, το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσα να βρω έναν τίτλο για το τραγούδι, είχα να διαλέξω ανάμεσα σε αρκετούς, αλλά ήταν όλοι ακατάλληλοι κατά κάποιο τρόπο. Ο υπό εργασία τίτλος τότε ήταν το "Night Of The Savage Anchoress", αλλά μου έμοιαζε περισσότερο για τίτλο κάποιας B-movie. Έπειτα από μια συναυλία μας με τους TROB στην Ανατολική Germany, είχαμε ένα after show party όπου κάποιος έβαλε να παίξει το ντεμπούτο των The Velvet Underground, ένα άλμπουμ που ειλικρινά προσκυνώ. Όταν ξεκίνησε να παίζει το "Venus In Furs", είχα αυτόματα τον τίτλο μου.

Επειδή ταίριαζε από κάθε οπτική, η «μοναχή» ως μια σκληρή αντίθεση μεταξύ του πνευματικού και της λύτρωσης καθώς και της ενστικτώδους, διαστροφικής απομόνωσης, η αντίθεση ανάμεσα στην αυθεντική Αφροδίτη και το άγριο θηρίο, η αντίθεση μεταξύ της πολυτελούς, ερωτικά σχεδιασμένης γούνας και αυτής που καλύπτει φυσικά ένα άγριο πλάσμα, οι οποίες αντιθέσεις ουσιαστικά συμβολίζουν όλα όσα αναφέρονται εντός των στίχων. Οπότε ναι, ο τίτλος ήταν πράγματι εμπνευσμένος από ένα μουσικό μοντέλο στο οποίο επιπρόσθετα απέτισα φόρο τιμής, και όχι τόσο στο λογοτεχνικό, αλλά η ιστορία την οποία από μόνος του ο τίτλος αποκαλύπτει είναι πελώρια, οπότε σκέφτηκα πως θα ήταν ένας δυνατός και απολύτως ταιριαστός τίτλος για το τραγούδι.

The Ruins Of Beverast

Αξιοποιείς τη μυθολογία και τους συμβολισμούς κατά έναν τρόπο που δεν συμβαδίζει με την αποκρυφιστική αισθητική της σύγχρονης black metal σκηνής. Ερευνάς τα εκάστοτε θέματα πριν ξεκινήσεις να συνθέσεις ένα δίσκο; Πως επιλέγεις τα μυθολογικά στοιχεία;

Μερικές φορές ερευνώ, άλλες φορές θυμάμαι όσα θέλω από την εποχή που ήμουν στο πανεπιστήμιο, από την οποία πάει καιρός όμως. Πάντως, συχνά βρέθηκα αντιμέτωπος με μια υποτιθέμενη μυθολογική ερμηνεία του "The Thule Grimoires", και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν είναι τόσο ευδιάκριτη. Στιχουργικά, ο δίσκος έχει μια πιο «γεωγραφική» τάση και οι ιστορίες που διηγείται είναι κυρίως αυτές όπου βιώνεις τη φύση, τόσο σε όλη τη μεγαλοπρεπή της χάρη, όσο και στην πιο νοσηρή. Υπάρχουν βεβαίως μυριάδες εικόνες και σύμβολα που να αναπαριστούν αυτές τις περιπλανήσεις, αλλά δεν είναι τόσο μυθολογικές αυτήν τη φορά.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σχεδόν όσοι ισχυρίζονταν πως είναι Σατανιστές ήταν έφηβοι

Ποια είναι η γνώμη σου για, το εκλαϊκευμένο πλέον, concept του «Σατανισμού» και τον τρόπο με τον οποίο εξερευνάται στη σκηνή σήμερα;

Το concept του Σατανισμού δεν ήταν ποτέ ουσιωδώς ξεκάθαρο σε μένα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σχεδόν όσοι ισχυρίζονταν πως είναι Σατανιστές ήταν έφηβοι, κάτι φυσιολογικό, ήμασταν όλοι πολύ νέοι. Εκ των υστέρων, θα μπορούσες να συμπεράνεις πως κανείς δεν αντιλαμβανόταν πραγματικά ποιος θα έπρεπε να είναι ο φαινότυπος του Σατανισμού, ήταν ένας διάχυτος συνδυασμός της απόρριψης των μοτίβων μιας συμβατικής κοινωνίας, του να φέρεσαι και να μιλάς ακραία, του να γράφεις στίχους που ήταν μερικές φορές επιδεικτικά απότομοι (σ.σ. "blunt"), φεριπείν να αποτελούνται από λέξεις κλειδιά που κάποιος θα συσχέτιζε άμεσα με το concept του «Εωσφόρου», και κάποιες φορές να βασίζονται περίτεχνα στη λογοτεχνία, όταν και ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέροντες.

Αλλά τι ήταν αυτός ο Σατανισμός εν τέλει; Υποθέτω πως το σημαντικό ήταν, ότι ο κόσμος τον έπαιρνε σοβαρά – τόσο οι άνθρωποι που τον ζούσαν, όσο και αυτοί που τον φοβούνταν. Αυτό είναι και ό,τι μου δίνει ακόμη ένα συναίσθημα παρηγοριάς (σ.σ. "comforting goose flesh") όταν αναπολώ το παρελθόν, και αυτό είναι φυσικά το στοιχείο που διαφέρει από τη σημερινή ιδέα, η οποία είναι περισσότερο καλλιτεχνική, αν μπορούσα να κάνω μια υπόθεση. Από τις συναυλίες των TROB, γνωρίζουμε αρκετούς από τους σημερινούς ανθρώπους που υποτίθεται πως γράφουν «σατανικούς» στίχους και... στην πραγματικότητα ξοδεύουμε τον περισσότερο από τον χρόνο μας πίνοντας, δεν υπάρχει κανείς που να φέρεται ή και να εκφράζεται «σατανικά».

Η ιδέα που επικρατούσε στις αρχές των '90s δεν έχει επιβιώσει έως σήμερα, σίγουρα όχι, και δεν πιστεύω πως αυτό είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να είναι κανείς ιδιαίτερα πικραμένος.

Πολλές από τις σημερινές μπάντες απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν ως κενές νοήματος, σίγουρα. Επικεντρώνονται απλώς περισσότερο στη μουσική από ότι σε μια ακραία εμφάνιση. Μπορώ να ζήσω με αυτό, και σε εμένα - ειλικρινά μιλώντας - αυτοί οι άνθρωποι, είναι συχνά πολύ πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο να συνομιλήσω μαζί τους, από ότι είναι να μιλήσω με αυτούς τους διαρκώς εκνευρισμένους τύπους που απεγνωσμένα επιχειρούν ακόμη να εκπροσωπήσουν την τότε σκηνή εντός της σημερινής εποχής. Ξέρεις, απλώς προσωπικά δεν μου φαίνεται αυθεντικά μοχθηρό (σ.σ. "evil"), απλώς εκνευρισμένο και αγχωμένο.

Οι The Ruins Of Beverast είναι ενεργοί κοντά 20 χρόνια, και φυσικά πριν από αυτούς υπήρχαν οι Nagelfar. Έπειτα από τόσα χρόνια, θεωρείς ακόμη τον εαυτό σου ως μέρος της black metal σκηνής;

Νομίζω πως κατά βάση απάντησα σε αυτό, απλώς δεν νιώθω πως υπάρχει κάποια «σκηνή» πλέον στην οποία θα μπορούσα να θεωρήσω πως ανήκω, και ειλικρινά, μόλις έκλεισα τα 43 και, προσωπικά, δεν νιώθω άνετα με το να ανήκω σε κάποια «σκηνή» πλέον. Στις περιοδείες συναντώ αρκετό κόσμο τον οποίο σέβομαι βαθύτατα, αλλά ποτέ δεν αναρωτιέμαι σε ποια σκηνή μπορεί να ανήκουν, και πιθανολογώ το ίδιο και αυτοί, δεν υπάρχει κάποιο μέτρο με το οποίο σκοπεύω να αξιολογώ την ενασχόλησή μου με τη μουσική.

Ήθελα οι TROB να έχουν ένα μουσικό πρόσωπο, όχι και ένα ανθρώπινο

Αν κοιτάξεις πίσω στην πορεία σου, ποια θα επέλεγες ως την πιο καθοριστική στιγμή της καριέρας σου, αυτήν που την ανακαλείς και σκέφτεσαι, «τότε τα πράγματα σοβάρεψαν»;

Υποθέτω αυτό συνέβη όταν ξεκινήσαμε να εμφανιζόμαστε ζωντανά με τους TROB, επειδή έκτοτε κάτι άλλαξε, πραγματικά. Προέκυψαν πολλές εντελώς καινούριες αρμοδιότητες, όπως το πώς θα προετοιμάζω τα τραγούδια μου για να τα παίζουν άλλοι ζωντανά, να ανασυγκροτώ τον εαυτό μου αναφορικά με θέματα εξοπλισμού και διαδικαστικά ζητήματα, και φυσικά το να επισκέπτομαι νέα μέρη στον κόσμο. Κάτι που ποτέ δεν είχε προκύψει τόσο έντονα στο παρελθόν. Επίσης, πέρα από αυτά, εγώ ως άτομο βρισκόμουν διαρκώς όλο και περισσότερο στο επίκεντρο ως πιο δημόσιο πρόσωπο, κάτι το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσω αλλά και να αναπτύξω κάποιου είδους ρουτίνα γύρω του. Αυτό είναι μια αρνητική χροιά του όλου πράγματος, επειδή ποτέ δεν επιθυμούσα να γίνουν οι TROB τόσο προσωπική υπόθεση κατά αυτόν τον τρόπο, ήθελα πάντα να έχουν ένα μουσικό πρόσωπο, όχι και ένα ανθρώπινο.

The Ruins Of Beverast

Έχεις καθόλου μελλοντικά σχέδια για τους TROB ή άλλα project σου; Υπάρχει η περίπτωση να δούμε κάποιο live-stream από τους The Ruins Of Beverast;

Δεν το έχουμε συζητήσει ακόμη, αλλά θα ήμουν αντίθετος στην ιδέα. Δεν θεωρώ πως θα μπορούσα να αποδεχθώ μια συναυλία χωρίς τις αντιδράσεις του κοινού, και κυρίως μια η οποία θα είναι πλήρως εξαρτώμενη από τις διαδικτυακές υποδομές. Μια τέτοια βραδιά μπορεί να καταλήξει να είναι φτωχή και απογοητευτική, και μισώ τέτοιες βραδιές.

Τελευταία ερώτηση, και θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για τον χρόνο σου, καθώς και να σε συγχαρώ ξανά για τον νέο δίσκο! Μιας και έχουμε μπει για τα καλά στη νέα δεκαετία, θα ήθελες να επιλέξεις πέντε δίσκους της προηγούμενης και να τους μοιραστείς μαζί μας;

Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, τα εκτιμώ πολύ! Wow, από ολόκληρη τη δεκαετία, είναι λίγο τεράστιο και θέλει σκέψη... Επέτρεψε μου να προχωρήσω με τα κάτωθι, αλλά να είσαι σίγουρος πως ξεχνώ μερικά:

- Bölzer: "Aura" EP

Τους γνώρισα σε ένα φεστιβάλ όπου εμφανίζονταν και οι TROB μαζί με τους Bölzer, κάτι που κατέληξε σε μια γεμάτη σεβασμό φιλία έως σήμερα. Το πρώτο τους EP με ξετίναξε εντελώς εξαιτίας του μαζικού του riffing σε 12 χορδές και της ιδιαίτερα πυκνής ατμόσφαιρας. Μου άρεσε επίσης και το ντεμπούτο τους, αλλά μιας και το "Aura" ήταν το πρώτο σημείο επαφής μου, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου.

- Chelsea Wolfe: "Apokalypsis"

Ένα από τα σκοτεινότερα μουσικά κομμάτια το οποίο έχω βιώσει ποτέ, είναι εντελώς εντυπωσιακό το πόσο μοναδικά και εξωπραγματικά προκαλεί την αποκάλυψη μέσα από θρύμματα post punk, κλασικού goth rock και ακόμη και dark pop, σε ένα αλλόκοτο lo-fi περιτύλιγμα.

- Anna von Hausswolff: "Dead Magic"

Mα τι ιδιοφυία που είναι αυτή, και πόσο αντισυμβατικά ασχολείται με τη μουσική. Καταφέρνει να ενσωματώσει τα ανατριχιαστικά της φωνητικά σε αιθέρια και δραματικά ηχοτοπία, αλλά εξίσου εκκεντρικής ασχήμιας και σχεδόν καταχθόνιας άβολης αίσθησης. Πελώρια και εντυπωσιακά μουσικά δημιουργήματα.

- Jex Thoth: "Blood Moon Rise"

Έπειτα από το πετυχημένο ντεμπούτο της, με εξέπληξε με τον θαρραλέο αυτό διάδοχο. Τόσο πολύ σκοτεινά, εγκεφαλικά, μη πιασάρικα, αγνόησε παντελώς κάθε συμβατικό παίξιμο και παρόλα αυτά συνέθεσε κάτι τρομερά ενθουσιώδη, ατμοσφαιρικούς ηχητικούς μονόλιθους.

- The Devil’s Blood: "The Thousandfold Epicentre"

Στην πραγματικότητα, η αγαπημένη μου κυκλοφορία των TDB είναι το "Come, Reap" mini-album, αλλά αυτό εδώ είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν. Ασύγκριτη κιθαριστική δουλειά που ανά σημεία συγκροτεί ολόκληρες πόλεις από μελωδίες, σε συνδυασμό με τα φωνητικά, και μια ιδιοφυής, έντονη ψυχεδελική αύρα. Το να βιώνει κανείς αυτό το άλμπουμ βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από το να «ακούει απλά μουσική».    

  • SHARE
  • TWEET