Judas Be My Guide: Μία εναλλακτική αναδρομή

11/08/2008 @ 05:58
Οι Judas Priest αδιαμφισβήτητα αποτελούν ένα φαινόμενο για τον σκληρό ήχο. Πρόκειται για ένα εκ των γηραιότερων metal σχημάτων που με την πάροδο των ετών έχει επηρεάσει τουλάχιστον δύο διαφορετικές γενεές μουσικών αλλά και οπαδών. Οι ίδιοι πάλι απέκτησαν το προσωνύμιο Metal Gods, κάτι που έχει γίνει σήμα κατατεθέν για τη μορφή του Rob Halford. Η διαχρονικότητά τους είναι δεδομένη και τ' όνομά τους σεβαστό. Κι όμως, η μεγαλύτερη (σε ηλικία αν θέλετε) μπάντα στο χώρο του heavy metal έχει ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την ξεχωρίζει από λοιπά μεγαθήρια. Όσο επηρεάζει τη γύρω μουσική σκηνή, τόσο ανά καιρούς προσαρμόζεται στον ρου της.



Ο μεταλλικός ήχος στις κιθάρες έκανε αισθητή την εμφάνισή του αρκετά νωρίς, απ' το δεύτερο κιόλας δίσκο. Τα "Sad Wings Of Destiny", "Sin After Sin" και "Stained Class" σηματοδότησαν ένα δυναμικό «άνοιγμα» απ' το 1976 - μία εποχή που το N.W.O.B.H.M. ήταν ακόμη στα γεννοφάσκια του. Ο ήχος αποδείχθηκε τραχύς για τα δεδομένα της εποχής και δεν είναι διόλου περίεργο που οι προαναφερθείσες κυκλοφορίες συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρώτα αμιγώς metal albums. Παρ' όλα αυτά, οι Judas δε σταμάτησαν εκεί. Η σκηνή στην οποία ανήκαν δεν έδειχνε να τους εκφράζει απόλυτα από μουσική σκοπιά, με αποτέλεσμα να ενσωματώνουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία απ' την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η Αμερικανόφιλη τάση τους ξεκίνησε νωρίς, με τα σημάδια να διαφαίνονται περισσότερο στο "Killing Machine" του '78.

Ο επαναπροσδιορισμός του ήχου σε ακόμη πιο σκληρές βάσεις ήρθε τρία albums μετά, με το "Screaming For Vengeance" του '82. Ίσως κακώς προσπερνάμε τα "British Steel" και "Point Of Entry". Ειδικά το πρώτο αποτελεί μία απ' τις κλασσικότερες και πιθανότατα πιο άμεσες δουλειές τους, κυρίως λόγω του radio-friendly χαρακτήρα των κομματιών. Φερ' ειπείν, τα "Breaking The Law", "Living After Midnight" και "United" αποτελούν ιδανικά παραδείγματα. Το ζητούμενο στην ουσία όμως είναι η επιτυχία του "You 've Got Another Thing Coming" που τους άνοιξε σε νέα ακροατήρια, καθώς και η μουσική επιρροή που άσκησαν με αυτόν, αλλά και τον επόμενο δίσκο τους που κυμάνθηκε σε παρόμοια -από κάθε άποψη- επίπεδα. Αναφερόμαστε στο επίσης κλασσικό "Defenders Of The Faith" του '84.

Το "Turbo" ήρθε για ν' ανατρέψει τα δεδομένα, καθώς χρονολογικά φτάνουμε σε μία κρίσιμη καμπή. Η ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού συνέπεσε με τη μόδα του glam, κάτι που την ώθησε στο να εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό τα μεταλλικά στερεότυπα και να ασπαστεί τον -όχι ιδιαίτερα προσφιλή για το μέσο metalhead- ήχο των synthesizers. Ως αποτέλεσμα, οι κιθάρες ηχούσαν αρκετά «ξένες» για τα τότε δεδομένα και, παρόλο που η περιοδεία ήταν αρκετά επιτυχημένη, η απότομη αυτή στροφή δέχθηκε κατηγορίες περί «ξεπουλήματος». Συνεπώς, το επόμενο βήμα με τίτλο "Ram It Down" παρουσιάζει μία προσπάθεια επιστροφής και αποτίναξης των όποιων επιζήμιων αντιδράσεων. Ο ήχος είναι ξανά στο προσκήνιο επιμεταλλωμένος, με μία υφή πιο σκληρή αλλά και μία όψη κάπως ανάμεικτη. Μαζί με το glam ήρθε παράλληλα στο προσκήνιο η thrash σκηνή που ίσως εξηγεί την πιο σκληρή προσέγγιση που υιοθέτησαν. Απ' την άλλη, το "Ram It Down" απαρτιζόταν από αρκετά τραγούδια εποχής "Turbo" και η βοήθεια της παραγωγής μπόρεσε μόνο να ελαττώσει τη δυναμική των synthesizers. Εμφανώς λοιπόν μιλάμε για ένα μεταβατικό στάδιο, αλλά κι έναν οιωνό για το τι μέλει γενέσθαι.



Ο επόμενος σταθμός είναι ο δίσκος ορόσημο, ή αν προτιμάτε ένα σύμβολο κατατεθέν όσον αφορά το metal καθαυτό. «This is the Painkiller» φωνάζει ο Halford μέσα απ' το συμπαγή ήχο που βγάζουν οι riffομηχανές του δίδυμου Tipton - Downing και το καταιγιστικό drumming του τότε νέου μέλους Scott Travis. Κατά μία έννοια, μιλάμε για το speed metal album των Judas Priest και για πολλούς την άπιαστη κορυφή τους. Πολλάκις χαρακτηρίστηκε ως το τελευταίο διαχρονικό heavy metal album της γενιάς των '80s, γεγονός που το συνδέει άρρηκτα μ' εκείνη τη χρυσή εποχή. Από την άλλη όμως, η πραγματική επιρροή του φάνηκε στα επόμενα χρόνια. Ο δυναμικός αέρας της παραγωγής του παραμένει φρέσκος έως και σήμερα, κάτι που διαφαίνεται εύκολα στα περισσότερα heavy γκρουπ των καιρών μας. Οι ακόλουθοι των '80s σε μεγάλο ποσοστό ασπάζονται είτε «Maidenικά» στοιχεία, είτε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αποτελούν καρφωτές αναφορές στο "Painkiller". Υπάρχει βέβαια κι ένα τρίτο αξιοσημείωτο ποσοστό που επιλέγει άλλη ρότα.

Επιστροφή στο θέμα. Στη πορεία ακολουθούν η αποχώρηση του Halford απ' το συγκρότημα και η αναζήτηση νέου τραγουδιστή μετά τη κυκλοφορία της συλλογής "Metal Works '73-'93". Το πιο ενδιαφέρον σκηνικό περί των τότε γεγονότων σίγουρα είναι η συμμετοχή του Ralf Scheepers, ο οποίος όντας αποφασισμένος ν' αφοσιωθεί στο διαγωνισμό εγκαταλείπει τους Gamma Ray για να γευτεί τελικά την ήττα απ' τον Tim Owens των Winters Bane, πιστό επί έτη οπαδό, μέλος tribute συγκροτήματος και τραγουδιστή με φωνητικές ικανότητες που εκτός των high pitched φωνητικών κάλυπταν και πιο τραχείς / ακραίες, για τη μπάντα, ερμηνείες. Ο ίδιος είχε περισσή ικανότητα να μιμηθεί το φωνητικό ύφος του Halford, κάτι που γίνεται απίστευτα αισθητό απ' το συναίσθημα που βγάζει η εκτέλεση του "Diamonds & Rust" στο "Live Meltdown" του '98. Κι όμως οι Priest έκαναν την ίδια επιλογή, όπως επί εποχής "Turbo". Επέλεξαν ν' ακολουθήσουν τον ρου της εποχής. Ο προπομπός έσκασε μύτη το '96 με τίτλο "Baptizm Of Fire". Ο Glenn Tipton αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα solo album, το οποίο ομολογουμένως κινούταν σε πιο μοντέρνα κατεύθυνση, ενώ σε πολλά σημεία το riffing πρόδιδε καταστάσεις τύπου "Jugulator".



Οι κιθάρες του "Jugulator" όμως ήταν ακόμη πιο σκληρές με μία κρυμμένη, σχεδόν Panterοειδή αύρα. Ο δίσκος απέσπασε ανάμεικτες κριτικές και αντιδράσεις, καθώς η πλειοψηφία των Priest οπαδών δεν έδειχνε να το επικροτεί ως κίνηση. 4 χρόνια μετά, οι Machine Head και Fear Factory επιρροές του "Demolition" βάλτωσαν εμπορικά τους Judas και κατά συνέπεια έβαλαν (έστω και προσωρινά) την ταφόπλακα στη καριέρα του Tim, καθώς η μεγαλύτερη μερίδα των οπαδών ποτέ πραγματικά δε τον δέχθηκε. Η επιστροφή του Metal God συνέπεσε λίγο μετά την κυκλοφορία του "Live In London", που αποτελεί και το κλείσιμο αυλαίας για την Ripper περίοδο. Ακολουθεί το -αρκετά επιτυχημένο- reunion tour, όπως και το αναμενόμενο σε ύφος album, το κατά προσωπική εκτίμηση «Ram It Down των '00s». Οι Priest «μετανόησαν», καθώς επέστρεψαν στις ρίζες τους με ένα δίσκο κλασσικού '80s metal. Συγχωρέστε το σαρκαστικό ύφος, απλά θεωρώ πως εάν οι Judas επιθυμούσαν τόσο να γυρίσουν σε παραδοσιακές φόρμες, θα το είχαν κάνει αρκετά νωρίτερα.



Το παραπάνω κείμενο δεν έχει ως σκοπό να αποτυπώσει μία -έστω περιεκτική- ιστορική αναδρομή της μπάντας. Θεωρήστε το ως μία «behind the scenes» ανάλυση που εκφράζει τη συνταγή που πάντα χαρακτήριζε τους Judas. Ο κάθε δίσκος που έχουν έως και σήμερα κυκλοφορήσει είτε ελαφρώς προηγούταν του κλίματος μίας εποχής, είτε το επικροτούσε όντας συμπορευόμενο. Ακόμα και το "Angel Of Retribution" κατά κάποιο τρόπο κινείται στο ίδιο μοτίβο, μιας κι αυτοί δεν ξέφυγαν απ' τον περίφημο «χορό των reunions». Εφέτος είχαμε τη χαρά να τους απολαύσουμε για τρίτη φορά στη χώρα μας, λίγο μετά την κυκλοφορία του πιο φιλόδοξου έργου τους με τίτλο "Nostradamus", ένα διαφορετικό γι' αυτούς μονοπάτι που εγκαταλείπει πιο πολύ από ποτέ τα μεταλλικά standards. Σε περίπτωση που θελήσετε να συνεχίσετε την ανάγνωση, εδώ μπορείτε να διαβάσετε περί της νέας αυτής δουλειάς. Εάν απ' την άλλη νοιώθετε πλήρεις, δε μένουν πολλά να πούμε. Σας παραπέμπω μόνο στις στιγμές συγκίνησης που ζήσαμε εκείνο το βράδυ.



If you think I'll sit around as the world goes by
You're thinkin' like a fool cause it's a case of do or die
Out there is a fortune waitin' to be had
You think I'll let it go you're mad
You've got another thing comin'...


Γιάννης Καγκελάρης
  • SHARE
  • TWEET