Λένα Πλάτωνος

Καβάφης - 13 Τραγούδια

Inner Ear (2011)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 04/04/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δύο αναφορές στο παρελθόν θα πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν για το φετινό εγχείρημα της Λένας Πλάτωνος - και οι δύο αποβαίνουν τελικά εις βάρος της. Και δεν είναι και οι μόνες. Η μία αφορά στην εκ νέου συνεργασία της με τον Γιάννη Παλαμίδα, τον προ τριακονταετίας ερμηνευτή και στο άλμπουμ-σημείο αναφοράς στη δισκογραφία της, "Σαμποτάζ". Η δε άλλη αφορά στη δεύτερη προσπάθεια ηχητικής ένδυσης ποίησης, εν είδει αφιερώματος σε έναν ποιητή. Το "Καρυωτάκης - 13 Τραγούδια" του 1982 αποτελεί την έτερη κοινώς αναγνωρισμένη μεγάλη στιγμή στην πορεία της και η ομοιότητα των τίτλων μόνο σκόπιμη θα πρέπει να θεωρείται.

Σύσσωμα δελτία τύπου και λοιπά κείμενα που ασχολούνται με το "Καβάφης - 13 Τραγούδια" αναφέρουν την παλιότερη ατάκα της Πλάτωνος «ο Καβάφης δε μελοποιείται». Επανάληψη που, στο βαθμό που προκύπτει από την ίδια, μόνο ως ομολογία ενοχής μπορώ να εκλάβω. Ενοχής όχι τόσο για την τότε πίστη της, όσο για τη φετινή της προσπάθεια, μία έκκληση επιείκιας, παρά μία ηχηρή φωνή «κατάφερα να νικήσω τα όριά μου». Ίσως, από την άλλη, να κρίνω και εκ του αποτελέσματος που είναι, με μία λέξη, κακό.

Το ηλεκτρονικό στοιχείο υπήρξε πάντα το σήμα κατατεθέν της Πλάτωνος και, αν και στα αυτιά μου τα περισσότερα έργα της ακούγονται σήμερα παρωχημένα, την πρωτοπορία της κανείς δε μπορεί να αρνηθεί. Η εποχή μας την έχει όμως, πλέον, ξεπεράσει, ακόμα και στην Ελλάδα. Θα ήταν μάλλον ουτοπικό να ξανασπάσει ηχητικούς φραγμούς και καλώς δεν το δοκιμάζει με το "Καβάφης". Εξάλλου, η εμπλοκή ενός βαθύτατα μελετημένου και αναγνωρίσμου ποιητή προϋπέθετε να στρέψει την προσοχή της αλλού. Έτσι, το ηχητικό αποτέλεσμα κινείται σε electro-industrial μονοπάτια, χωρίς πολλά ξεσπάσματα και σε αργούς ρυθμούς. Στην καλύτερη περίπτωση η μουσική περνάει απαρατήρητη, θέλοντας, μάλλον, να δώσει έμφαση στο στίχο. Στη χειρότερη βγαίνει στο προσκήνιο με συχνά απαράδεκτα αποτελέσματα. Δυστυχώς, ένα από αυτά θα είναι στο, διασημότερο ίσως ποίημα του Καβάφη, "Περιμένοντας Τους Bαρβάρους", που μεταμορφώνεται σε ένα αδιανόητο χορευτικό (!) τερατούργημα με ηλεκτρονισμούς και ένα παρολίγον ραπάρισμα και θα φαινόταν αστείο ακόμα και σε τραγούδι των Ημισκουμπρίων (όπου, βέβαια, αυτό θα ήταν το ποθητό). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η μουσική διεκδικεί και παίρνει το ρόλο ενός ακαθόριστου και χωρίς αυτόνομη υπόσταση ηχητικού τοπίου.

Απομένει τελικά κεντρικό σημείο σε όλο το δίσκο να αποτελεί η ερμηνεία του Παλαμίδα, για τη φωνή του οποίου δεν έχω τίποτα αρνητικό να πω και τον σέβομαι ακόμα περισσότερο για τις εφηβικές δουλειές του με το progressive rock συγκρότημα των Apocalypsis. Εν προκειμένω, μπορεί τεχνικά να αποδεικνύει ότι το λαρύγγι του είναι ακόμα ικανό για κάθε είδους ακροβατισμούς, αλλά ερμηνευτικά αποδεικνύεται υπερβολικός, ανούσιος και εν τέλει ασύνδετος, τόσο με τη στιχουργική, όσο και με τη μουσική υπόκρουση. Δε μπορώ να γνωρίζω αν τελούσε υπό την καθοδήγηση της συνθέτριας, αν ήταν το βάρος της μεταφοράς ενός δύσκολου ποιητικού λόγου ή, τελικά, ήταν η ανάγκη κάποιος να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δουλειά αυτή που τον οδήγησε στις τόσο έντονες ερμηνείες.

Ίσως αν οι στίχοι είχαν φτιαχτεί για να υπηρετούν τη συγκεκριμένη μουσική το αποτέλεσμα να μην έμοιαζε τόσο ασύνδετο. Σε κάθε περίπτωση όμως, όσο και αν η αντίληψη της ποίησης είναι μία καθαρά υποκειμενική διαδικασία, θεωρώ ότι το ζεύγος Πλάτωνος-Παλαμίδας δε μπαίνει καθόλου στο πνεύμα του Καβάφη. Προδίδεται ο λιτός λόγος του και ο εσωτερικός του ρυθμός, προς χάριν μίας ιδιοσυγκρασιακής προσέγγισης, που τελικά μάλλον δε θα εκφράσει κανέναν άλλον πέραν των δημιουργών του.
  • SHARE
  • TWEET