Paramore

After Laughter

Fueled By Ramen (2017)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 22/05/2017
Long live Paramore
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα από την αρχή. Αν περιμένετε να ακούσετε κιθάρες, pop-punk ή οτιδήποτε κοντά στο προ-2010 υλικό των Paramore, ατυχήσατε. Μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε και να προσπεράσετε άφοβα τον δίσκο. Η Hayley Williams μεγάλωσε, η μπάντα της δεν είναι μια τρελή παρέα από το σχολείο, οι φράντζες έχουν φύγει από τη μόδα (νομίζω) και τα mainstream μέσα έχασαν την όποια αγάπη/συμπάθεια είχαν για την κιθαριστική μουσική. Όχι ότι εδώ γύρω υπήρξε κάτι τέτοιο στο κοντινό παρελθόν, αλλά μιλάμε για τον υπόλοιπο, εκτός βαλκανίων κόσμο.

Εκεί, λοιπόν, και ιδιαίτερα στις Η.Π. της Α. το "Riot!" ήταν πραγματικά μεγάλο ζήτημα· πλατινένιοι δίσκοι, διαρκές airplay, Grammys, όλα τα καλά. Το "Brand New Eyes" που ακολούθησε δύο χρόνια μετά συνέχισε σε αντίστοιχο κλίμα, περιλαμβάνοντας ως bonus track το "Decode" από το "Twilight" και διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το ακροατήριο της μπάντας. Εκ των υστέρων, λίγο πριν από αυτό το σημείο ήταν που φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα, με συναυλίες να ακυρώνονται, blog-posts προβληματισμού των μελών κι ένα γενικότερα παράξενο κλίμα. Η κυκλοφορία του δίσκου, ωστόσο, είχε αφήσει την εντύπωση ότι τα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί και το σχήμα συνέχιζε ακάθεκτο.

Αντί αυτού, τα αδέρφια Farro αποχώρησαν, αφήνοντας τη Williams ως αδιαμφισβήτητη mastermind του συγκροτήματος. Οι ανακατατάξεις και οι αλλαγές που ακολούθησαν, αποτυπώθηκαν δισκογραφικά στο ομώνυμο άλμπουμ. Ως τριάδα πλέον, η προσοχή στράφηκε ακόμα περισσότερο προς την μπροστάρισσα, με τις κιθάρες να έρχονται σε δεύτερη μοίρα και μια πιο ανάλαφρη λογική να κυριαρχεί. Σε γενικές γραμμές η ίδια προσέγγιση συνεχίζεται και στη φετινή, πέμπτη κυκλοφορία της μπάντας. Κύρια διαφορά μεταξύ των δύο, είναι ότι αυτήν τη φορά το σύνολο είναι αισθητά λιγότερο φιλόδοξο από άποψη στυλιστικού εύρους, με αποτέλεσμα να ακούγεται περισσότερο δεμένο και όχι τόσο έντονα άνισο.

Οι pop αναφορές επιστρέφουν πιο έντονες από ποτέ, έχοντας μπόλικες funky λεπτομέρειες και κουβαλώντας λίγο από τον αέρα της δεκαετίας του '80. Την οποία περίοδο κανένα από τα μέλη της μπάντας δεν έζησε, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει σε τελική ανάλυση. Η φυγή του Jeremy Davis και η επαναφορά του Zac Farro μετά από έξι χρόνια δεν φαίνεται πως έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο, με το βάρος να πέφτει αναμενόμενα στις μελωδίες, τα χορευτικά ρυθμικά και τα hooks. Το lead single "Hard Times" είναι ενδεικτικό της κατεύθυνσης του σχήματος, ενώ τα "Rose-Colored Boy" και "Told You So" θα κάνουν και τους πιο δύσπιστους σαν του λόγου μου να κουνηθούν. Από την άλλη το "Fake Happy" έχει κάθε λόγο να παιχθεί από άσχετα με rock ραδιόφωνα και το "26", συνειρμικά περισσότερο, θυμίζει τις ακουστικές στιγμές του παρελθόντος.

Το "After Laughter" δεν έχει κανένα νόημα να συγκριθεί με τις πρώτες δουλειές των Paramore. Τα τρία κομμάτια που κλείνουν το άλμπουμ αρκούν για να αιτιολογήσουν το γεγονός. Το "Idle Worship" έχει τις trademark γραμμές και τους ειρωνικούς στίχους της αξιαγάπητης πρώην καροτομαλλούσας αλλά εντελώς διαφορετική προσέγγιση, στο ιδιότροπο "No Friend" αναλαμβάνει εξολοκλήρου τα φωνητικά ο Aaron Weiss των MeWithoutYou και το "Tell Me How" είναι μια εκμοντερνισμένη πιανίστικη μπαλάντα αρκετά μακριά από τα δεδομένα του συγκροτήματος. Συνολικά, αν πρέπει με το ζόρι να μπει μια ταμπέλα στον δίσκο, η πιο κοντινή είναι εκείνη του pop, αλλά περισσότερο με την κυριολεκτική έννοια του όρου και σε καμία περίπτωση με τη σύγχρονη μουσική εκδοχή της.

Οι εικοσάχρονοι Paramore μπορεί να έχουν πεθάνει, αλλά ο νέος εαυτός τους έφτιαξε έναν από τους πιο απροβλημάτιστα feel-good και γεμάτους χιτάκια δίσκους της χρονιάς.

  • SHARE
  • TWEET