Oceans Of Slumber

The Banished Heart

Century Media (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 27/02/2018
Ένα από τα πιο συναρπαστικά νέα σχήματα σε μια δουλειά που δικαιολογεί και με το παραπάνω τους διθυράμβους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ύστερα από το εντυπωσιακό τους ξεπέταγμα, δύο χρόνια πριν και το υπέροχο "Winter", οι Oceans Of Slumber δεν αργούν να επιστρέψουν δισκογραφικά, με το "The Banished Heart" να φαντάζει ως η δουλειά τους εκείνη με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις. Αν το σκεφτεί κανείς, η γνωστή ρητορική σχετικά με τη σημασία που έχει το τρίτο full length άλμπουμ στην πορεία μιας μπάντας είναι λογικό να αναφερθεί κι εδώ, μα, εκτός των άλλων, είναι η ίδια η φύση του νέου δίσκου των Τεξανών metallers που επιβάλει στο κοινό να το προσέξει στενότερα και να προσδοκά από αυτό το κάτι παραπάνω.

Βλέπετε, η αναπόφευκτη διαδοχή του breakthrough της μπάντας και η αναμονή για κάτι ακόμη καλύτερο τώρα που το line-up της έδεσε τόσο σε μουσικό, όσο και σε διαπροσωπικό επίπεδο, κατέτασσε το τρίτο της δίσκο στις πλέον αναμενόμενες φετινές δουλειές και το "The Decay Of Disregard" (το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου και πρώτο διαθέσιμο δείγμα μέσα από εκείνον) μας προετοίμαζε για κάτι διαφορετικό μεν, αλλά σίγουρα σπουδαίο.

Ωστόσο, η περίοδος από τη δημιουργία και κυκλοφορία του "Winter" μέχρι και την ολοκλήρωση του "The Banished Heart", όσο πλούσια μουσικά υπήρξε για το σχήμα, άλλα τόσα προβλήματα επεφύλασσε στην προσωπική ζωή των μελών του, κάτι που αναπόφευκτα πέρασε κι επηρέασε και το νέο δίσκο. Έχοντας να αντιμετωπίσει ένα επίπονο διαζύγιο, ο Dobber Beverly, ντράμερ και βασικός συνθέτης της μπάντας, ουσιαστικά όρισε την ηχητική κατεύθυνση του υλικού μαζί με την Cammie Gilbert, εξωτερικεύοντας το σκοτάδι που κρυβόταν στο ψυχισμό τους λόγω των διάφορων δυσάρεστων καταστάσεων που είχαν βιώσει.

Έτσι, το "The Banished Heart" φαντάζει ένας δίσκος κάθαρσης, φανερώνοντας από την αρχή τις αντιθέσεις του με το "Winter". Πολύ πιο σκοτεινό και σπαρακτικό από εκείνο, η ακρόαση του νέου άλμπουμ των Oceans Of Slumber αποτελεί από μόνη της μια δοκιμασία, αφού οι πνιγηρές του ατμόσφαιρες, το αίσθημα της απώλειας και το μοναδικό πάντρεμα ενός τεράστιου εύρους επιρροών, το καθιστούν ένα άκουσμα σχεδόν συντριπτικό. Δεν είναι μονάχα πως συνθετικά η μπάντα έχει προχωρήσει πολλά βήματα μπροστά έπειτα από την είσοδο της Gilbert σε αυτή, αλλά και η συνέχεια αυτής της προοδευτικής διάθεσης, που της χαρίζει το προσόν να μην μπορεί να μπει ξεκάθαρα κάτω από μια συγκεκριμένη μουσική ταμπέλα.

Πραγματικά, ενώ θεωρώ πως ο όρος "progressive metal" περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά προδιαθέτει για το μουσικό ποιόν των Τεξανών, πιθανότατα είναι και ο μοναδικός πρακτικά δυνατός και συνοπτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να δοθεί στο έργο τους. Άλλωστε, η πολυσύνθετη φύση των συνθέσεων τους και ο υφολογικός πλούτος που εκείνες παρουσιάζουν, είτε μιλάμε για black metal ξεσπάσματα σε riffing και drumming, είτε για αγνές doom/death εξάρσεις, gothic βλέψεις και post-rock ατμόσφαιρες, είτε ακόμη-ακόμη για τα απρόβλεπτα blues και gospel στοιχεία που ξεπροβάλουν ανά στιγμές και ενισχύονται από την φύση της φωνής της αφροαμερικανίδας ερμηνεύτριας, δεν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν υπό διαφορετικό πλαίσιο εκτός του προοδευτικού, αν και, μεταξύ μας, λίγη σημασία έχει το τι ακριβώς παίζουν ετυμολογικά.

Το ουσιώδες είναι πως η μπάντα συνθέτει κι εκτελεί με γνώμονα να δημιουργήσει μουσική που εκφράζει και προκαλεί συναισθήματα, μιλώντας άμεσα στο θυμικό παρά τις τεχνικές της απαιτήσεις και το δύσβατο της θεματικής της. Έτσι, με εξαίρεση τη φανταστική φωνή της Gilbert, η οποία βρίσκεται σε πρώτο πλάνο σε ολόκληρο το δίσκο, τα υπόλοιπα όργανα φαίνεται να λειτουργούν αλληλένδετα μεταξύ τους, αξιώνοντας όχι περισσότερα φώτα απ’ όσα επιβάλει η εκάστοτε σύνθεση για να επιτύχει το σκοπό της. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι κιθάρες των Sean Gary και Antony Contreras μοιάζουν σε στιγμές να αναλαμβάνουν δευτερεύοντα ρόλο, δίνοντας χώρο στα μελαγχολικά πλήκτρα να ορίσουν το μονοπάτι που θα κινηθεί το υλικό ή ακόμη και τα εντυπωσιακά drumming parts του Beverly να σιγήσουν εφόσον απαιτείται κάτι τέτοιο για τη λειτουργικότητα του κομματιού.

Δημιουργώντας ένα δίσκο με συνθετικά highlights που δικαιολογούν τα μεγάλα λόγια (με τo εναρκτήριο blues μέρος του "Howl Of The Rougarou", το αναθεωρημένο κλασσικό gospel "Wayfaring Stranger", το σόλο και το black metal ξέσπασμα που το ακολουθεί στο "At Dawn" και το ντούετο της Gilbert με τον Tom Englund στο "No Color, No Light" να είναι μόνο μερικά από αυτά), οι Oceans Of Slumber αποδεικνύουν πως τα όσα αποκάλυπτε το "Winter" δεν αποτελούσαν έναν εφήμερο θρίαμβο, μα την πραγματική γέννηση μιας συναρπαστικής μπάντας.

  • SHARE
  • TWEET