Chevelle

The North Corridor

Epic (2016)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 21/07/2016
Heavy, σκοτεινό riff-oriented εναλλακτικό rock στα καλύτερά του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είναι γεγονός ότι οι Chevelle είναι από τις πιο υποτιμημένες μπάντες του κόσμου τούτου. Είναι πιθανό, κρίνοντας με τα ευρωπαϊκά ή, ακόμα περισσότερο, τα ελληνικά δεδομένα, τα πράγματα να μοιάζουν κάπως τραβηγμένα, γνωρίζοντας ότι στην Αμερική οι μετοχές τους βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Ακόμα κι εκεί, όμως, μιλώντας για ένα συγκρότημα με περίπου είκοσι χρόνια παρουσίας, οκτώ δίσκους και διαρκείς περιοδείες, δεν είναι το μεγάλο όνομα που σε έναν ιδανικό κόσμο θα δικαιούνταν να είναι.

Προφανώς δεν θα περίμενα στη φθινοπωρινή περιοδεία που ανακοινώθηκε πρόσφατα να βρίσκονται πάνω από τους Disturbed. Ο ήχος τους είναι εναλλακτικός, σε σημεία πιασάρικος και ξέρουν να γράφουν πανέμορφες, κολλητικές μελωδίες· σε καμία περίπτωση, όμως, δεν είναι συγκρότημα που θα μπορούσε να απευθυνθεί σε υπερβολικά ευρύ κοινό ή να γεμίσει αρένες. Κάτι τα χαμηλά κουρδίσματα, κάτι οι ρυθμοί, κάτι το μη προφανές δέσιμο των φωνητικών γραμμών με το υπόλοιπο σύνολο, το αποτέλεσμα πάντα έχει μια ιδιότροπη εναλλακτική αίσθηση που ξεφεύγει από το καθιερωμένο mainstream alternative rock.

Στο "The North Corridor", η οικογενειακή μπάντα από το Grayslake του Illinois με μια λέξη ακούγεται heavy. Όπως δήλωσαν οι ίδιοι, η σύνθεση των κομματιών έγινε έχοντας ως στόχο να μπορούν να τα παίξουν ζωντανά στις συναυλίες τους κι αυτό γίνεται ξεκάθαρο ήδη από την πρώτη ακρόαση. Δεν είναι ότι ξεγράφουν την περισσότερο μελωδική πλευρά τους, που ήρθε στο προσκήνιο κυρίως από το "Sci-Fi Crimes" και μετά· αντιθέτως, το ξεκίνημα με το "Door To Door Cannibals" ακούγεται σαν φυσική συνέχεια του εξαιρετικού "La Gargola". Είναι, όμως, προφανές ότι η βάση του ήχου αυτήν τη φορά έχει ξεφύγει από τον πειραματισμό κι έχει στραφεί στα riff, το distortion και τα ρυθμικά κοψίματα, όπως τα καθιέρωσαν στο "Wonder What's Next". Δεν είναι τυχαίο ότι στα εξαιρετικά "Enemies" και "Joyride (Omen)" ο Pete Loeffler σκληραίνει σε αυξημένο βαθμό τα φωνητικά του και επιστρατεύει τις σκισμένες τσιρίδες του.

Η εισαγωγή του "Rivers" με τη flamenco κιθάρα ηρεμεί έστω και για λίγο το κλίμα, μετά το σερί των πρώτων κομματιών, για να επανέλθουν οι κιθάρες και το heavy groove στο ρεφρέν, δημιουργώντας ένα από τα δυνατότερα κομμάτια του δίσκου. Τα "Last Days", "Young Wicked" και "Warhol's Showbiz" συνεχίζουν στο πιο βαρύ ύφος, με το μπάσο του Dean Bernardini να έχει εξαιρετικά σημεία στο πρώτο και τη χορωδία να δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στο δεύτερο. Άξιοι αναφοράς είναι οι στίχοι, που παρά την ένταση, ξεχωρίζουν σε αρκετά σημεία και καταπιάνονται με ζητήματα όπως η οργανωμένη θρησκεία, η βιομηχανία του θεάματος και η κοινωνική αδιαφορία. Το "Punchline" είναι η μοναδική ξεκάθαρα ήπια στιγμή, ενώ το σκοτεινό οκτάλεπτο "Shot From A Cannon" που κλείνει τον δίσκο είναι από τις πιο ακραίες στιγμές της μπάντας, με το επαναλαμβανόμενο μοτίβο, τη σταδιακή αύξηση του distortion και το σβήσιμο που λειτουργεί σχεδόν ως προτροπή σε repeat.

Παρά το κλισέ της έκφρασης, οι Chevelle δεκαεπτά χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, πραγματικά, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τον πιο heavy δίσκο της καριέρας τους. Εκτός αυτού, όμως, η μουσική του "The North Corridor" είναι ουσιώδης, καλογραμμένη κι έχει πράγματα να πει. Είναι βέβαιο πως κανείς οπαδός δεν θα απογοητευθεί, δύσκολα, όμως, θα κάνει επιτυχία ικανή για να καθιερώσει τους Αμερικάνους στη συνείδηση του ευρύτερου alt-rock κοινού. Σε κάθε περίπτωση, ο δίσκος είναι εξαιρετικός και χωρίς καμία αμφιβολία τοποθετείται ανάμεσα στις κορυφές της μπάντας, αλλά και του είδους για τη χρονιά που διανύουμε.

  • SHARE
  • TWEET