Avenged Sevenfold

The Stage

Capitol (2016)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 31/10/2016
Εξαιρετικό δείγμα σύγχρονου σκληρού ήχου, με επιστημονική θεματολογία και προοδευτική λογική
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από τα συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν στη χιλιετία που διανύουμε, λίγα μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν πετύχει σε βαθμό αντίστοιχο με αυτό των Avenged Sevenfold. Και μπορεί να βρίσκω κάπως βεβιασμένες τις κινήσεις που πάνε να τους φορτώσουν το βάρος του next-big-thing-in-metal, αλλά με το μέγεθος που έχουν πλέον δεν ξέρω κατά πόσο μπορούν να θεωρηθούν κάτι λιγότερο. Σίγουρα, αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται όσο λίγοι, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό από το ευρύ ακροατήριο τους γνωρίζει αποκλειστικά λόγω της συνεργασίας τους με μια τεράστια προσωπικότητα ή επειδή κυκλοφόρησαν ένα κομμάτι-κόπια Metallica.

Όχι ότι υπάρχει κάτι το αρνητικό στις παραπάνω περιπτώσεις· τράβηξαν και οι δύο την προσοχή κόσμου που διαφορετικά δύσκολα θα νοιαζόταν να ασχοληθεί. Η παρέα από το Orange County της California, όμως, έχει δώσει πολύ περισσότερα από έναν φόρο τιμής στο "Sad But True" κι έναν εξαιρετικό δίσκο με τον Mike Portnoy πίσω από το drum kit. Όπως και να έχει, οι Αμερικάνοι έχουν αναδειχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του σκληρού ήχου. Δίσκοι όπως το "Waking The Fallen", το "City Of Evil" ή το "Nightmare", καθώς και οι υπερπαραγωγές των ζωντανών τους εμφανίσεων υπάρχουν εκεί για τον όποιο καλοπροαίρετα δύσπιστο.

Μετά από τρία χρόνια δισκογραφικής απουσίας το "The Stage" έχει το, όχι και τόσο εύκολο, έργο να επαναφέρει την πεντάδα σε πραγματικά υψηλά επίπεδα. Γιατί μπορεί το "Hail To The King" να μην είναι κακός δίσκος, ούτε καν μέτριος αν ρωτάτε εμένα, αλλά αδιαμφισβήτητα υπολείπεται σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους. Η απόφαση της μπάντας να κρατήσει τις ανακοινώσεις στα απολύτως απαραίτητα και να προσφέρει το νέο υλικό αναπάντεχα, ώστε να μη χαθεί η μαγεία του συνόλου από singles και συνεντεύξεις μόνο ως θετική μπορώ να τη δω, όπως επίσης και το γεγονός ότι αποφάσισαν να αγγίξουν μη προφανή θέματα για αυτούς, σχετικά με τη φυσική, την τεχνητή νοημοσύνη και την επιστήμη γενικότερα.

Ηχητικά το άλμπουμ κινείται αντίστροφα του προκατόχου του. Η αμεσότητα σχεδόν εξαφανίζεται, δίνοντας τη θέση της σε μια περισσότερο προοδευτική (βάζετε ελεύθερα εισαγωγικά) λογική. Σε γενικές γραμμές, μοιάζει να πατάει σε δομές παρόμοιες με αυτές του "City Of Evil" και το ύφος του είναι κοντά σε εκείνο του "Nightmare". Το ομότιτλο κομμάτι που είχε κυκλοφορήσει ως πρώτο δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου, με τις αλλαγές και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά του να λειτουργούν ως ιδανική εισαγωγή. Τα σκληρά περάσματα του "Paradigm" το καθιστούν ως μια από τις πιο ευθείς στιγμές του δίσκου, ενώ τα πνευστά στο εξαιρετικό "Sunny Disposition" φέρνουν σε κάτι μικρό από White Album. Το άτυπο πρώτο μέρος ολοκληρώνεται από τη δυάδα "God Damn"/"Creating God", κομμάτια με heavy στήσιμο και κολλητικά ρεφρέν που ξεχωρίζουν από την πρώτη ακρόαση και το μπαλαντοειδές "Angels".

Το τεχνικό κομμάτι θεωρώ πως είναι αυτονόητο, αλλά για να μην υπάρχουν παρανοήσεις: η δουλειά που έχει γίνει στις κιθάρες από τους Synyster Gates και Zacky V. είναι υποδειγματική και το rhythm section των Johnny Christ και Brooks Wackerman ακολουθεί από κοντά. Είναι μάλιστα αρκετές στιγμές που ο τελευταίος ξεχωρίζει και δίνει μια φρεσκάδα, γεμίζοντας όσο το δυνατόν καλύτερα το κενό του αδικοχαμένου Rev. Οι ερμηνείες του M. Shadows από την άλλη, ακούγονται πιο προσγειωμένες απ' ό,τι συνήθως και τόσο ουσιώδεις όσο πρέπει. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το δεύτερο μισό του δίσκου ξεφεύγει αρκετά από τα τυπικά μοτίβα, φέρνοντας στο προσκήνιο αυτά τα προοδευτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ενδεικτικά, το "Simulation" περικλείει από μελωδικά περάσματα μέχρι heavy ξεσπάσματα που θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί πίσω στο 2003 και το "Higher" σε αντίστοιχο κλίμα έχει ένα απίστευτο κιθαριστικό γύρισμα κι ένα πανέμορφο ήπιο δεύτερο μισό.

Λίγο πριν το κλείσιμο, οι τόνοι πέφτουν στο ατμοσφαιρικό "Roman Sky", για να τους επαναφέρει το prog-ish "Fermi Paradox" με τις κιθάρες και το ride να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αυλαία πέφτει με το πιο φιλόδοξο κομμάτι της μπάντας μέχρι σήμερα, το δεκαπεντάλεπτο "Exist". Από την παραμορφωμένη εισαγωγή και το οργιώδες οργανικό πεντάλεπτο που την ακολουθεί, στο μελωδικό τμήμα στα μέσα του και την, συνοδευόμενη από tapping και blastbeat, απαγγελία του Neil deGrasse Tyson, αυτή η ιδιότροπη εκδοχή του big bang διεκδικεί επάξια μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές της δισκογραφίας του συγκροτήματος.

Στα κάτι περισσότερο από εβδομήντα λεπτά του, το "The Stage" είναι γεμάτο θέματα και μελωδίες, δεμένα γύρω από έναν προσεγμένο επιστημονικής θεματολογίας σκελετό. Οι γνωρίζοντες δεν θα παραξενευτούν, αλλά όσοι έχουν επιφανειακή επαφή θα βρεθούν προ εκπλήξεως. Τα hooks είναι λιγότερο εμφανή, οι χτυπητά heavy στιγμές είναι μετρημένες και η πολυπλοκότητα δεν είναι αυτή που περιμένει κανείς από ένα όνομα που κινείται σε mainstream πλαίσια. Αυτό βέβαια δεν μειώνει την αξία του συνολικού αποτελέσματος, το οποίο στέκεται με άνεση στα υψηλότερα επίπεδα του μοντέρνου, και όχι μόνο, χώρου.

  • SHARE
  • TWEET