Songbook: Savatage
Η μοναδική μουσική πορεία των Savatage μέσα από τριάντα τραγούδια
Η επιλογή για το δεύτερο όνομα που θα παρουσιαζόταν στην - ακόμα φρέσκια - αυτή στήλη μας προέκυψε πολύ εύκολα, δεδομένης της τεράστιας αγάπης που συνδέει αυτό το συγκρότημα με τους οπαδούς του (συμπεριλαμβανομένων κι εμάς), και φυσικά λόγω της αφορμής της επικείμενης εμφάνισής τους στην χώρα μας, μετά από 23 ολόκληρα χρόνια.
Για τους Savatage, λοιπόν, κάποιος μπορεί να πει τόσα πολλά και στην πραγματικότητα να μην χρειαστεί να πει τίποτα απολύτως. Η μπάντα που δημιούργησαν και καθοδήγησαν καλλιτεχνικά τα αδέρφια Jon Oliva και Criss Oliva (μαζί με τον drummer Steve Wacholz) ξεκίνησε ως ένα από πιο εντυπωσιακά US metal ονόματα στο πρώτο μισό των 80s, μέχρι που στο δρόμο τους βρέθηκε ένας ακόμα νέος σε ηλικία αλλά σχεδόν γυρολόγος της μουσικής βιομηχανίας, με τρομερή γνώση και εμπειρία κι - όπως αποδείχθηκε - ακόμα πιο τεράστιο καλλιτεχνικό όραμα…
… Ο Paul O' Neill δέθηκε ως τρίτος αδερφός με τον Jon και τον Criss, έγινε παραγωγός, στιχουργός, συν-συνθέτης και πολλά ακόμα. Οι τρείς τους εκτόξευσαν την μπάντα στο πάνθεο της metal μουσικής, με άλμπουμ όπως το "Hall Of The Mountain King", το "Gutter Ballet" και το "Streets: A Rock Opera", σε ένα αδιανόητο σερί. Τα πλήκτρα παίρνουν πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με την κιθάρα, οι ενορχηστρώσεις γίνονται όλο και πιο πλούσιες και οι στίχοι πιο δουλεμένοι…
Το πρώτο σοκ θα έρθει όταν ο Jon Oliva αποφασίσει ότι θέλει να αποσυρθεί από τα καθήκοντα ως τραγουδιστής του συγκροτήματος. Ακόμα κι αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό για να σταματήσει την φρενήρη πορεία της μπάντας, καθώς στο πρόσωπο του Zachary Stevens βρίσκει μια τελείως διαφορετική σε προσέγγιση, αλλά εξίσου σπουδαία φωνή. Και με το "Edge Of Thorns" συνεχίζουν το αδιανόητο σερί, απολαμβάνοντας τα πρώτα δείγματα εμπορικής επιτυχίας στις Η.Π.Α.. Αλλά…
…Αλλά, μόλις στην ηλικία των 30 ετών, ο Criss Oliva θα χαθεί πρόωρα, καθώς ένας οδηγός από το αντίθετο ρεύμα (και υπό την επήρεια αλκοόλ όπως αποδείχθηκε), κόβοντας το νήμα της ζωής σε έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες που είδε ή θα δει ποτέ η metal μουσική. Τα «τι θα γινόταν αν» είναι αμέτρητα και θα μείνουν για πάντα αναπάντητα…
Μόνο που ο Jon Oliva με τον Paul O' Neill δεν το έβαλαν ούτε και τότε κάτω. Αντιθέτως θεώρησαν - και ορθώς όπως αποδείχθηκε - ότι για να μείνει το όνομα του Criss και των Savatage ζωντανό και να μην χαθούν στη λήθη, έπρεπε να συνεχίσουν, συνθέτοντας νέα μουσική. Το μεταβατικό και καθαρτικό "Handful Of Rain" περιείχε στιγμές μεγαλείου που έδειξαν τον μετέπειτα δρόμο, ενώ το σχεδόν broadway metal των σπουδαίων "Dead Winter Dead" και "The Wake Of Magellan" έχει τη δική του μοναδικότητα στην ιστορία της μπάντας και της metal μουσικής γενικότερα.
Η εμπορική επιτυχία που τόσο άξιζαν ήρθε τελικά με τους Trans-Siberian Orchestra - και δη με ένα τραγούδι που ήταν ήδη των Savatage - το κύκνειο άσμα (ως τώρα) ήρθε με τριγμούς και τον Jon OIiva πίσω από το μικρόφωνο μετά από δέκα χρόνια και κάποια στιγμή σταδιακά η μπάντα έσβησε. Κι όταν πήγε να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή, το 2017 εντελώς ξαφνικά κι αναπάντεχα έφυγε από τη ζωή κι ο Paul O' Neill. Κι έμεινε ένα Jon Oliva μόνος του, με πολύ πόνο και πολλά προβλήματα…
… Όμως, και πάλι, υπάρχουν σημάδια ζωής, καθώς οι Zachary Stevens, Chris Caffery, Al Pitrelli, John Lee Middleton και Jeff Plate έχουν μαζευτεί σαν μια παλιά παρέα και περιοδεύουν ανά τον κόσμο, προσφέροντας ζωντανά τα τραγούδια που τόσο μας έλειψαν. Σε αυτό το ταξίδι έχουν σημειώσει μια στάση στο Terra Republic, για το Rockwave Festival, κι εμείς θα είμαστε εκεί γιατί απλά δε γίνεται αλλιώς.
Κληθήκαμε, λοιπόν, να επιλέξουμε τα 30 εκ των τόσων πολλών τραγουδιών που καθόρισαν την πορεία τους και να γράψουμε κάποια λόγια για αυτά. Μας ζόρισε, αλλά στο τέλος το απολαύσαμε και ελπίζουμε να το ευχαριστηθείτε κι εσείς. (ΧΚ)
1. Sirens (Sirens, 1983)
Είναι 1983, και ξεκινάς την καριέρα σου με αυτά τα αρπίσματα, αυτές τις καμπάνες, και αυτό το riff. Ναι, μπορεί να είχε προηγηθεί το επτάιντσο EP των Avatar, όμως η πρώτη επίσημη γνωριμία του κοινού με τους Savatage έγινε με το "Sirens", κι ακόμη και σήμερα η ιστορία μοιάζει να διασαλεύει στο άκουσμά του. Το κομμάτι θα μπορούσε άνετα να κατρακυλήσει σε cheesy βούρκο, λόγω της θεματολογίας του, όπου η γυναικεία σεξουαλικότητα μασκαρεμένη ως Σειρήνα απειλεί τους τίμιους ναύτες, στα χέρια των Savatage, όμως, αποκτά μία ιδιαίτερα μυθοπλαστική και ατμοσφαιρική χροιά. Ο Jon Oliva επιδεικνύει ήδη με άνεση όλη τη θεατρική δεξιοτεχνία που θα σημάδευε ανεξίτηλα τον ήχο τους, ενώ η φωνή του χορεύει αρμονικά με το παίξιμο του αδερφού του Criss στην κιθάρα. Προς το τέλος, η δυσοίωνη γέφυρα θα σε κατεβάσει χαμηλά στ' αμπάρια του πλοίου, όπου θα ακούγονται απ' το βυθό της θάλασσας περίεργοι ήχοι, ψίθυροι, και καλέσματα. (Μ.Κ.Ο.)
2. The Dungeons Are Calling (The Dungeons Are Calling, 1984)
Το full-length ντεμπούτο "Sirens" και το EP έξι κομματιών "The Dungeons Are Calling" μάλλον θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως μια ενιαία οντότητα, καθώς ηχογραφήθηκαν στο ίδιο, ημερήσιο session με μηχανικό ήχου τον θρυλικό Jim Morris. Κυριότερα λόγω του φορμάτ, το άλμπουμ έχει κατoχυρωθεί στην συλλογική μνήμη ως ένα από τα πρώτα και καλύτερα δείγματα του US metal στο σύνολό του. Από την άλλη, το EP διαθέτει την δική του, ξεχωριστή χάρη, με πρώτο και καλύτερο παράδειγμα το εναρκτήριο και ομότιτλο τραγούδι. Η χαρακτηριστική, στοιχειωτική εισαγωγή προδιαθέτει σε έναν βαθμό, δύσκολα όμως περιμένεις τον τυφώνα που έρχεται. Το δολοφονικό riff είναι ένα από καλύτερα «απλά» όλων των εποχών, εξίσου δολοφονικό είναι και το «πανέξυπνο» groove, ενώ τα εμφανή σε τρία σημεία πλήκτρα φαίνεται να έρχονται από το μέλλον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που το άκουσα σε ραδιοφωνική εκπομπή στο Αγρίνιο, καθώς είχα την τύχη να το ηχογραφήσω επί τόπου σε κασέτα και να παίξει άπειρες φορές, μέχρι να έρθει στα χέρια μου το CD του 1994 στην έκδοση μαζί με το "Sirens", λίγο μετά την κυκλοφορία του. (Θ.Ξ.)
3. City Beneath The Surface (The Dungeons Are Calling, 1984)
Κατά διαβολική σύμπτωση, το "City Beneath Τhe Surface" έχει όπως και το "The Dungeons Are Calling" πλήκτρα σε intro και outro, διαφέρει όμως αρκετά στην ανάπτυξή του, αλλά και στο ύφος. Φουλ σαμπαθική εισαγωγή που δικαίως επαναλαμβάνεται προς το φινάλε, ξερό tapping, σχεδόν stand alone ριφάρα στην ουσιαστική έναρξη και η κραυγή του Jon να σκίζει την ατμόσφαιρα. Είναι αλήτικο και δρομίσιο. Έχει ομοιοκαταληξία σε κουπλέ και ρεφρέν που προσδίδει γαματοσύνη. Και έχει και αυτά τα γαμημένα 40 μετρημένα δευτερόλεπτα, όπου το σόλο του Criss, ένα από τα καλύτερα της καριέρας του, προκαλεί απανωτές ανατριχίλες. Διόλου τυχαία, το "City Beneath Τhe Surface" αποτελούσε ένα από τα συναυλιακά στάνταρ των Savatage κυρίως την εποχή του Criss, αλλά και συχνά εναρκτήριο κομμάτι στις ζωντανές εμφανίσεις. Η πρώτη, «ανώριμη» μέσα σε πολλά εισαγωγικά περίοδος του συγκροτήματος μοιάζει να απέχει έτη φωτός από άγουρα ξεκινήματα μεγάλων και τρανών, με πλούτο που δεν περιορίζεται σε αυτά τα εννέα συν έξι κομμάτια. (Θ.Ξ.)
4. Power Of The Night (Power Of The Night, 1985)
Υπάρχουν κάποια τραγούδια που δεν χρειάζονται κατ' ανάγκη κάτι το ιδιαίτερο ή ξεχωριστό για να μείνουν κλασικά. Τέτοια περίπτωση είναι το ομότιτλο τραγούδι μέσα από το "Power Of The Night", το οποίο 40 χρόνια μετά αποτελεί έναν αδιαμφισβήτητο ύμνο της heavy metal μουσικής. Το καταφέρνει διότι ξεχωρίζουν όλα τα βασικά συστατικά του: Το riff της κιθάρας είναι εμβληματικό και γενικά το παίξιμο του Criss Oliva σε παρασέρνει. Το verse είναι τόσο πιασάρικο και το refrain τόσο ανθεμικό που ακόμα και αν δεν σε πρόσταζε, θα σήκωνες την γροθιά σου στον αέρα. Και η ερμηνεία του Jon Oliva είναι τόσο παθιασμένη που μέσα από τους - απλοϊκούς μεν, in your face δε - στίχους του σε σχεδόν κάθε φορά σε κάνει να ονειροπολείς ότι γυρνάς σε εκείνη την εφηβική ηλικία που με τους φίλους σου ανακαλύπτετε τον κόσμο της heavy metal μουσικής και φαντάζεστε όλα τα συναρπαστικά που μπορεί να βρείτε μέσα σε αυτόν. Αλήθεια, θυμάσαι όταν ανακάλυψες τους Savatage; (Χ.Κ.)
5. 24 Hrs. Ago (Hall Of The Mountain King, 1987)
Οι Savatage δισκογραφούσαν ασταμάτητα στην αρχή της καριέρας τους, όμως έδειχναν με τα τρία πρώτα τους άλμπουμ να μην μπορούν να ξεπεράσουν ένα ταβάνι στον ήχο και τη δυναμική τους. Εδώ μπαίνει ο παραγωγός Paul O' Neill, και ξαφνικά όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη σωστή θέση. Η αυλαία ανοίγει με το "24 Hrs. Ago", ένα ακόμη αριστούργημα που συνυπογράφουν τα αδέρφια Oliva, και που λειτουργεί ιδανικά για να προλογήσει το υπόλοιπο άλμπουμ, αφού συμπυκνώνει όλη την συνθετική μαεστρία των Αμερικανών. Ένα φιδίσιο riff που λικνίζεται, στιβαρός ρυθμός, ένας ξέφρενος Jon Oliva, και μία απίστευτη κιθάρα που κάνει όλο το κομμάτι καμβά της για να ζωγραφίσει πάνω ατελείωτα ξόμπλια. Όταν στρωθεί η γκρούβα απ' το μπάσο του "The Thunder" (Johnny Lee Middleton), η μηχανή περνά την κόκκινη γραμμή του δρόμου, το παρελθόν διαγράφεται, το κοντέρ σπάει, και οι Savatage αναδεικνύονται σε ήρωες του είδους. (Μ.Κ.Ο.)
6. Strange Wings (Hall Of The Mountain King, 1987)
Μία από τις υπεράνθρωπες δυνάμεις που δημιουργούνται μέσα από τις δυναμικές της μουσικής των Savatage, είναι αυτή που δημιουργείται κάθε φορά που έγραψαν κομμάτια που χαρακτηρίζονται από τον όρο "power ballad". Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του "Hall Of The Mountain King", σε μια απαστράπτουσα γωνιά, θα βρούμε τη σύνθεση του "Strange Wings", όπου οι κιθάρες του Criss Oliva στοιχειώνουν από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Ένα τραγούδι για ανθρώπους που ξέρουν πως είναι να αγαπάς βαθιά, ταυτιζόμενοι με τον Jon Oliva που τόλμησε να γράψει το στίχο "She took control of my very soul". Παράλληλα, το "Strange Wings" κουβαλά ένα από τα χαρακτηριστικότερα riffs των Savatage, αλλά κι ένα κρυφό όπλο - τα δεύτερα φωνητικά του εκλιπόντος Ray Gillen των Badlands στο ρεφρέν, που υπερτονίζουν τη συναισθηματική φόρτιση του τραγουδιού με τον καλύτερο τρόπο, ανεβάζοντας τις οκτάβες πίσω από τη βασική μελωδία του Oliva. Μία από τις σπάνιες ζωντανές του εκτελέσεις και με τους δύο πίσω από το μικρόφωνο, θα ανεβάσει τα δάκρυα πίσω από τα μάτια σου. (Ε.Τ.)
7. Hall Of The Mountain King (Hall Of The Mountain King, 1987)
Πρώτος Κανόνας: Όταν το riff είναι τόσο γαμάτο, ξεκινάει μόνο του το τραγούδι. Κανόνας Δεύτερος: Κανένα σοβαρό τραγούδι δεν έχει μόνο ένα solo. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο Criss ακολουθεί τον πρώτο και κατά το ήμισυ τον δεύτερο. Το ομότιτλο τραγούδι του "Hall Οf The Mountain King" προφανώς δεν περιορίζεται εκεί. Στέκεται στην κορυφή, ως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα ενός τρομερού άλμπουμ με αξιοσημείωτη ποικιλομορφία και μηδέν filler: εξαιρουμένων των δύο σύντομων ορχηστρικών, και τα οκτώ θα μπορούσαν να σταθούν άνετα σε ένα DJ set. Αν το καλοσκεφτείς, είναι αδιανόητο πόσα διαφορετικά παιξίματα και πόσες αλλαγές συνυπάρχουν σε αυτά τα πεντέμισι λεπτά, χωρίς να αλλοιώνεται ο ξεσηκωτικός χαρακτήρας του τραγουδιού. Διαφορετικό riff στα κουπλέ, σφήνες από lead, πανέξυπνες παύσεις και ιδιοφυείς αλλαγές, ανατριχιαστική συνολικά ερμηνεία από τον Jon που επιχειρεί το αδιανόητο, να μην αφήσει τον μικρό να κλέψει όλη τη δόξα και τα καταφέρνει, ένα ακόμη riff πριν το κανονικό solo, και βεβαίως ένα μεγαλειώδες φινάλε. (Θ.Ξ.)
8. The Price You Pay (Hall Of The Mountain King, 1987)
Σφηνωμένο ανάμεσα στο μεγαλείο του "Hall Οf The Mountain King" και στο τρομακτικό «δίκασο και φύγαμε για τελικό» του "White Witch" όπου ο Doctor Killdrums ξεσαλώνει σαν να μην υπάρχει αύριο, στέκει περήφανα το "The Price You Pay", περικλείοντας θαρρείς την πεμπτουσία των Savatage και την μοναδική σύνδεση των αδελφών Oliva. Αν κανένα σοβαρό τραγούδι δεν έχει μόνο ένα solo, το συγκεκριμένο, αν τα βάλουμε κάτω και τα μετρήσουμε, ίσως να ανεβαίνει κατηγορία. Προφανώς δεν είναι μόνο αυτό, είναι πολύ περισσότερα. Ο τρόπος που τα παιξίματα του Criss «συνομιλούν» με την ανατριχιαστική ερμηνεία του Jon είναι συγκλονιστικός, όπως και ο τρόπος που οι θαυμάσιοι στίχοι λειτουργούν εξαγνιστικά, κατευνάζοντας τον διάχυτο πόνο που στάζει άκοπα ο Criss. Δεν ξέρω, θα μπορούσαν να είναι τα λόγια του μεγάλου αδελφού στον μικρότερο, τα λόγια ενός πατέρα στον γιο του, ή τα λόγια σε έναν αδελφικό φίλο που οφείλει να ξεπεράσει μια δυσκολία. Σε κάθε περίπτωση, το "The Price You Pay", επιβεβαιώνει εμφατικά γιατί ως οπαδοί έχουμε τόσο βαθιά σύνδεση με τους Savatage. (Θ.Ξ.)
9. Gutter Ballet (Gutter Ballet, 1989)
Είναι δύσκολο να πιστέψεις πως ξεκινούσε ηχητικά η πρώτη δεκαετία του συγκροτήματος, και πώς έκλεινε. Το 1989 οι Savatage δεν δείχνουν απλώς ικανοί να μεγαλουργήσουν, αλλά αποδεικνύουν πως είναι φτιαγμένοι απ' τη στόφα του μυθικού. Στο πιάνο του "Gutter Ballet" κρύβεται ο αχανής κόσμος του Broadway, αφού η σύνθεσή του επηρεάστηκε απ' το Phantom of the Opera του Andrew Lloyd Webber, που παρακολούθησε ο Jon στην ιστορική γειτονιά των θεάτρων. Οι στίχοι θα αγγίξουν επίπεδα ποίησης - όχι χωρίς το μαγικό άγγιγμα πάλι του Paul O' Neil - και θα αποτελέσουν τη βάση για το επόμενο αριστούργημα του 1991, "Streets", με την Queen παρακαταθήκη να αστράφτει κι αυτή στο βάθος. Συνθετικά κι εκτελεστικά μοιάζουν να παίζουν χωρίς αντίπαλο, με τον Criss να χαρίζει απλόχερα όλους τους λόγους για να μας λείπει. Αυτό που χαρακτήρισαν κι οι ίδιοι ως κεραυνοβόλημα έμπνευσης, δεν γίνεται παρά να σε ηλεκτρίσει κι εσένα στο άκουσμά του. (Μ.Κ.Ο.)
10. When The Crowds Are Gone (Gutter Ballet, 1989)
Είναι αδύνατο να μη βουρκώσεις, κάθε φορά που σκέφτεσαι έστω και μια νότα από αυτό το τραγούδι, να μην ανατριχιάσεις, να μην νιώσεις ένα τσίμπημα στη σπονδυλική σου στήλη. Με την μουσική στροφή του "Gutter Ballet" να είναι εμφανής για τη συνολική πορεία των Savatage, έμελλε εντός του να γραφτεί ένα κομμάτι που φλερτάρει με τη rock opera, σχεδόν σαν να προμήνυσε το "Streets…" και να αφήσει ιστορία ως ίσως, η πιο αξιομνημόνευτη φωνητική ερμηνεία του Jon Oliva. Βάζοντας και τα πλήκτρα του στην εξίσωση αλλά και τις κιθαριστικές μελωδίες του αδερφού του, η έμπνευση ξεφεύγει και μετενσαρκώνεται σε μουσική ιστορία. Το "When The Crowds Are Gone" δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις - είναι εκεί όταν το ποτό σου και το βράδυ σου τελειώνει. Εκεί όταν αποτυγχάνεις, όταν χωρίζεις, όταν συναντάς τη ματαιότητα. Η ιστορία του, αυτή του καλλιτέχνη που πίσω από τη δόξα αντιμετωπίζει τη μοναξιά όταν τα φώτα σβήνουν, έχει γραφτεί στο συλλογικό ασυνείδητο της metal μουσικής τόσο με το video clip του που κατέκλυσε τα media της εποχής του και αντικατοπτρίζει στο πλήρες του τη στιχουργική θεματολογία. Η αριστοτεχνία της τελευταίας δε, δημιούργησε μερικούς από τους στίχους που έχουν γίνει συνθήματα της ζωής μας: "I never wanted to know, never wanted to see, I wasted my time till time wasted me, never wanted to go, always wanted to stay, cause the person I am are the parts that I play". (Ε.Τ.)
11. Hounds ( Gutter Ballet, 1989)
Ίσως επειδή ο Criss χρησιμοποιούσε συχνά phrygian modes στις κιθάρες, οι Savatage είχαν πάντα ένα ταλέντο στο να ακούγονται σκοτεινοί και μυστηριακοί, το "Hounds" είναι ίσως όμως το τέλειο horror τραγούδι τους. Εμπνευσμένο από το The Hound Of The Baskervilles του Sir Arthur Conan Doyle, το τραγούδι αιχμαλωτίζει υποδειγματικά την ανατριχιαστική, στοιχειωμένη ατμόσφαιρα των στίχων, κυρίως μέσα από τις εκπληκτικές ερμηνείες των δύο Oliva. Μέσα από μια αρκετά προοδευτική δομή με πολλές ανατροπές, το "Hounds" έχει άπειρες λεπτομέρειες που αξίζουν αποθέωση - το tapping που χάνεται στη νύχτα, το organ στο background, τα σαρκοφάγα σόλο, οι κολασμένες στριγγλιές του Jon, αυτό το feeling της ανέλπιδης καταδίωξης - όμως το σύνολο του φαντάζει ακόμα πιο ευρύ. Ένα αριστουργηματικό, θεατρικό, δραματικό τραγούδι, από εκείνα που το καλούπι γεννάει μόνο μια φορά. Αδύνατο να μιμηθεί, ακόμα κι από τους ίδιους. (Α.Κ.)
12. Summer's Rain (Gutter Ballet, 1989)
Να, ας πούμε εδώ, θα έπρεπε να αναλύσω ότι, σύμφωνα με συνεντεύξεις της μπάντας, το "Summer's Rain" μαζί με το "Mentally Yours" και το "Thorazine Shuffle" συγκροτούν ένα mini-concept με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα, όμως, ας μπούμε στο ψητό: εδώ μιλάμε για ένα από τα κορυφαία metal καψουροτράγουδα όλων των εποχών, ένα τραγούδι που ήταν πάντα τρομερά επώδυνο να το ακούς σε τρυφερές ηλικίες - μα τι λέω, ακόμα και τώρα που πάω προς τα πρώτα -ήντα, το ακούω και με πιάνει σύγκρυο πως θα πεθάνω νέος και μόνος. Η δομή του είναι μιας φυσιολογικής μπαλάντας, οι μελωδίες όμως και οι άτιμοι στίχοι κόβουν πιο βαθιά κι από μαχαίρι από οψιανό, το δε φινάλε με το σαδιστικό του fade-out θα σου τρίβει πάντα στα μούτρα πως τα έκανες θάλασσα, εσύ και η ανόητη περηφάνια σου. (Α.Κ.)
13. Jesus Saves (Streets, 1991)
Καλωσορίσατε στον κόσμο του περιθωρίου, εκεί που τα όνειρα έρχονται για να πεθάνουν. Με το "Streets" πραγματώνεται ολοκληρωτικά αυτό για το οποίο οι Αμερικάνοι προορίζονταν, η δημιουργία μιας εμβληματικής rock opera που θα αφηγείται ιστορίες απ' την άκρη του πεζοδρομίου. Με όχημα ένα θεατρικό σενάριο του Paul O' Neill, τα αδέρφια Oliva μας διηγούνται την ιστορία του DT Jesus, μία τραγική καλλιτεχνική μορφή, που την κατάπιε το αδηφάγο στόμα της Νέας Υόρκης. Η πολυσχιδία του κομματιού, τα λαβυρινθώδη μονοπάτια που ακολουθεί η κιθάρα, το βασικό riff που έρχεται και φεύγει, σε κάνουν να απορείς πώς οι Savatage γενικώς κατάφερναν να χώνουν τόση πληροφορία σε λίγα λεπτά, τόσο αβίαστα. Η θεματική του δίσκου δεν είναι ξένη στο metal στερέωμα, και με το "Crimson Idol" των W.A.S.P. να ακολουθεί ένα χρόνο μετά, αναδύεται ο τυπικός metal ήρωας: το ταλαντούχο φτωχόπαιδο που κέρδισε φήμη με τη μουσική του, για να το φτύσει έπειτα η μουσική βιομηχανία, αφήνοντας ένα άδειο κέλυφος. (Μ.Κ.Ο.)
14. Tonight He Grins Again (Streets, 1991)
3.28. Αυτός είναι ο χρόνος που χρειάστηκαν οι Savatage για να παραδώσουν ΤΟ τραγούδι - υπάρχουν κι εκείνοι μάλιστα που το θεωρούν το καλύτερο της μπάντας… Σε σχέση με το concept του "Streets", εδώ εισάγεται το θέμα της εξάρτησης του DT Jesus και η κυκλική του σχέση με τις καταχρήσεις, όμως οι στίχοι είναι γραμμένοι με τέτοιο τρόπο που υπερβαίνουν οποιαδήποτε ιστορία και χτυπάνε βαθιά μέσα. Η μαϊμού που μορφάζει είναι η εξάρτηση από τα ναρκωτικά, όμως μέσα από τις δραματικές κορυφώσεις, τον διάλογο πιάνου-lead κιθάρας και τις σπαρακτικές λέξεις του Jon, η μαϊμού γίνεται ο προσωπικός σου δαίμονας, τα λάθη σου, το κρυφό σου παρελθόν, η κραυγή που δεν γέννησες. 34 ολόκληρα χρόνια μετά, η μαϊμού αυτή δεν έφυγε ποτέ από την πλάτη και δεν έπαψε ποτέ να είναι ο πιο ανομολόγητος φίλος. Πάντα θα υπάρχουν νύχτες που μορφάζει, για πάντα, αιώνια κρυμμένη σε ένα μοναδικό τραγούδι. (Α.Κ.)
15. If I Go Away (Streets, 1991)
Με τα βήματα που χάραξε το "Gutter Ballet", η δημιουργία του concept δίσκου "Streets: A Rock Opera", βασισμένου σε ένα θεατρικό έργο που βάλτωνε στο συρτάρι του Paul O' Neill μπορεί να μην αναγνωρίστηκε αμέσως. Σε βάθος χρόνου όμως, αποτελεί έναν από τους πιο αγαπημένους δίσκους των Savatage για όλους τους λόγους - θες πως ήταν ο τελευταίος του Jon Oliva στα φωνητικά μέχρι πολύ αργότερα, θες πως η ζωή του φανταστικού DT Jesus σχεδόν περιέγραφε την πραγματικότητα του Jon, σίγουρα όμως, λόγω συνθέσεων που ξεπερνούν την φαντασία. Μεταξύ τους, το "If I Go Away", από τις πιο ήρεμες μεν στιγμές του "Streets…" ωστόσο από τις πιο εντόνως συναισθηματικά φορτισμένες, μοιάζει σαν έναν ακροβάτη που εκτελεί ένα παράξενο και μαγευτικό χορευτικό στα πλήκτρα του Jon, για να τον αφήσει να εξομολογηθεί την υπαρξιακή του ανησυχία πως είναι μόνο αυτό που τον βλέπουν τα μάτια του κόσμου. Λίγο περισσότερο, τα μάτια του έρωτα. "You see, believe, and I'm always there". (E.T.)
16. Believe (Streets, 1991)
Πάντα αποτελούσε ένα όμορφο μυστήριο στο μυαλό μου το πως κάποια κομμάτια τέχνης μπορούν να αναχθούν σε κάτι τόσο μεγαλύτερο και σημαντικότερο από αυτό που φαινομενικά είναι. Όπως π.χ. πως έφτασε ένα τραγούδι σαν το "Believe" να αγγίζει σε βάθος τόσες ψυχές και να κερδίζει μια άτυπη θέση στη συλλογική συνείδηση των ακροατών ενός ολόκληρου μουσικού είδους ως «ένα από εκείνα τα τραγούδια που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει»; Ο ίδιος ο Jon Oliva αναγνωρίζει ότι αυτό είναι το πιο αγαπημένο τραγούδι των οπαδών των Savatage και όποιος μεγάλωσε κάπου στα 90s ακούγοντας metal μουσική στη χώρα μας δύσκολα θα διαφωνήσει μαζί του. Όσοι δε το βιώσαμε εκείνο το βράδυ του 2002 στο γήπεδο του Σπόρτιγνκ, έχουμε ένα ακόμα πειστήριο της οικουμενικότητάς του. Ως κλείσιμο του δίσκου και της ιστορίας που πραγματεύεται το "Streets" φέρνει την πολυπόθητη λύτρωση για τον πρωταγωνιστή και κατ' επέκταση για τον κάθε ακροατή, μιας και κάθε ένα από εκείνα τα βράδια που το χρειαστήκαμε ήταν εκεί. (Χ.Κ.)
17. Edge Of Thorns (Edge Of Thorns, 1993)
Το 1993 ήταν σταθμός στην πορεία των Savatage, για να μην πω του Heavy Metal γενικότερα. Είναι ο πρώτος δίσκος με καινούργια φωνή, αφού ο Jon κρατάει μόνο θέση μαέστρου πίσω από τα φώτα, και ταυτόχρονα τελευταίος με τον τιτανο-τεράστιο Criss στην κιθάρα. Έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του αναχωρεί για άλλες γειτονιές και αφήνει τον κόσμο της εξάχορδης λειψό για πάντα. Η είσοδος του Zachary Stevens όχι μόνο δικαιώνει το legacy της μπάντας αλλά φέρνει φρέσκο αέρα που τελικά θα οδηγήσει στην καινούργια εποχή. Η φωνή του είναι λες και φτιάχτηκε για τα τραγούδια του Jon και ενός ακόμα που λείπει πολύ, του Paul O'Neill. Η μελωδία στο πιάνο που ανοίγει ίσως είναι η πιο αναγνωρίσιμη των Savatage, η αργόσυρτη κιθάρα με τις κορυφώσεις που στήνουν οι φωνητικές γραμμές σημάδι και κατάθεση στο αύριο. Το τεράστιο riff στη μέση έρχεται να ανοίξει έναν κύκλο από κινήσεις μέχρι το σόλο του Criss - αρχικά γραμμένο ώστε να βρει θέση στο "Streets", τελικά θα αντηχεί για πάντα άφθαρτο από το πέρασμα του χρόνου και των εποχών στο ομώνυμο κομμάτι του τελευταίο του άλμπουμ. Στο, ανατριχιαστικά ταιριαστό, εξώφυλλο η κεντρική φιγούρα είναι η Dawn Oliva, σύντροφος στη ζωή του μεγάλου κιθαρίστα. (Β.Λ.)
18. Follow Me (Edge Of Thorns, 1993)
Με την τραγική απώλεια του Criss Oliva να νοηματοδοτεί το "Edge Of Thorns" ως την τελευταία μουσική του κληρονομιά και την πρόσφατη παρ' ολίγον ολοκληρωτική αποχώρηση του Jon από τους Savatage, ο δίσκος αλλά και η φωνή του Zachary Stevens είχαν τεράστια παπούτσια να γεμίσουν. Τα κατάφεραν όμως, με κομμάτια σαν και το "Follow Me" άλλωστε κάτι τέτοιο δεν στάθηκε δύσκολο. «Παγιδευμένο» εντός των δύο instrumental συνθέσεων του δίσκου, το "Follow Me" αξιοποιεί το φωνητικό εύρος του Stevens, από τα γλυκά φωνητικά του πρώτου κουπλέ στα στεντόρεια του δεύτερου και από τους σχεδόν ψίθυρους του ρεφρέν στις τσιρίδες της γέφυρας. Μεταξύ των προαναφερθέντων μερών, ένα από τα τελευταία δείγματα κιθαριστικής διάνοιας του Criss διαχέεται σε ένα μακροσκελές solo που ίσως, ίσως και τη μελωδία του να μπορούμε να μουρμουρίσουμε χωρίς λάθος. Παλεύοντας νοηματικά μεταξύ προσωπικών στιγμών έπαρσης αλλά και συναισθηματικών χαμηλών, το "Follow Me" λάμπει ως κεντρική σύνθεση του "Edge Of Thorns". (E.T.)
19. Degrees Of Sanity (Edge Of Thorns, 1993)
Η μουσική παλέτα των Savatage έχει μεγάλο άνοιγμα, πιάνει heavy, thrash, power, και rock opera, ενώ φυσικά είχε μία ιδιαίτερη progressive κλίση, προς την Fates Warning πλευρά. To "Degrees of Sanity" είναι ένα παράδειγμα που μία πιο σκοτεινή, τεχνική, και περίπλοκη προσωπικότητα του συγκροτήματος παίρνει τα ηνία. Η κιθάρα, παρ' όλο το βαρύθυμο παίξιμο, ανοίγει διαρκώς δρόμους, είτε πρόκειται για τα ινδικά παιχνίδια στις κλίμακες, για αρπίσματα που αυξάνουν την ένταση, τις έξυπνες φράσεις, και τα ξέφρενα σόλο που αλλάζουν το ύφος, από τον πραγματικό guitar hero Criss Oliva. Προσωπικά, είναι δύσκολο να αγνοήσω την παρουσία του Middleton για άλλη μία φορά, με μία υποδειγματική συνοδεία στο μπάσο, ενώ κι ο Jon Oliva ως γενικός σκηνοθέτης του εγχειρήματος, αναλαμβάνει εδώ και τα ντραμς στη θέση του Steve "Doc" Wacholz. Εύσημα, όμως, πρέπει να δοθούν και στον Zachary Stevens, που παρά το θηρίο που είχε να αντικαταστήσει πίσω απ' το μικρόφωνο, όχι μόνο τα καταφέρνει περίφημα, αλλά δίνει μία πιο τραχιά γύρα στον ήχο, που ειδικά στο μεγαλεπήβολο ρεφρέν, δένει άψογα. (Μ.Κ.Ο.)
20. All That I Bleed (Edge Of Thorns, 1993)
Το "All That I Bleed" δεν είναι απλά ένα υπέροχο τραγούδι ή μια από τις ωραιότερες μπαλάντες των Savatage (ή και γενικότερα). Έχει ειδικό βάρος, καθώς είναι το τελευταίο τραγούδι που γράφτηκε για το "Edge Of Thorns" και κυρίως το τελευταίο τραγούδι που έγραψαν παρέα ο Jon με τον Criss. Ως συνήθως, η αρχική ιδέα προήλθε από τον Jon, και καθώς επρόκειτο για ένα ημιτελές τραγούδι που είχε γράψει για τη γυναίκα του δεν σκόπευε να το μοιραστεί με τους Savatage. Αλλά μια μέρα στο στούντιο τον άκουσε να το παίζει ο Criss και με δικές του προσθήκες ολοκλήρωσε το τραγούδι, την ώρα που ο πάντα δαιμόνιος Paul O' Neill το πήρε χαμπάρι και έδωσε μια απλή διαταγή: «αυτό μπαίνει στον δίσκο». Και, φυσικά, το έντυσε με τους τόσο όμορφους στίχους που φρόντισαν να συγκλονίσουν και να συντροφεύσουν πολλούς εξ ημών ανά τα χρόνια. Γιατί, όλα είναι καλά μέχρι να προδώσει η καρδιά… (Χ.Κ.)
21. Handful Of Rain (Handful Of Rain, 1994)
Η δημιουργία του "Handful Of Rain" αποτελεί κατά κοινή ομολογία, έναν αποχαιρετισμό του Jon και του Paul προς τον Criss Oliva. Παρόλο που οι υπόλοιποι Savatage δεν κατάφεραν να σηκώσουν, τουλάχιστον ακόμη, το συναισθηματικό βάρος, ο Stevens στέκεται στο ύψος του, ενώ ως από μηχανής θεός ο Alex Skolnick των Testament γεμίζει τα κιθαριστικά κενά. Το ομώνυμο κομμάτι του "Handful Of Rain" διαγράφει ένα από τα σημαντικότερα στιγμιότυπα αυτής της ιδιαίτερης δισκογραφικής στιγμής για τους Savatage. Η κεντρική αφήγηση μιας ελπίδας που δεν μπορείς να αγγίξεις, αλλά είναι η μόνη που σε κρατά όταν έχεις τα μαύρα σου τα χάλια, εμπλουτίζεται από την ερμηνεία του Zachary Stevens, ενώ η συνεργασία του Skolnick με τον Jon Oliva σε πολυσχιδή ρόλο οργανοπαίχτη όλων των υπόλοιπων συστατικών της σύνθεσης, δημιουργούν ένα πλαίσιο που χοροπηδά από ακουστική σε ηλεκτρική κιθάρα και ρυθμούς που και ο ίδιος ο θεός θα φοβόταν - "There's a land beyond the living, there's a land beyond the dead, if it's true that God's forgiving of the lives that we had led". (E.T.)
22. Chance (Handful Of Rain, 1994)
Η ιδέα για το "Chance" προέκυψε κατά την περίοδο που ο Jon Oliva με τον Paul O' Neill είχαν κλειστεί σε ένα Holiday Inn και συνέθεταν μουσική για να ξεπεράσουν τον άδικο χαμό του Criss, και ολοκληρώθηκε αργότερα στα Morrisound Studios, σχεδόν όσο το ηχογραφούσαν. Ο μεν Paul ήθελε κάτι που να εντυπωσιάσει τα υπόλοιπα μέλη, που ακόμα θρηνούσαν και βρίσκονταν σε άρνηση, ο δε Jon είχε βάλει πείσμα να γράψει το δικό του "Bohemian Rhapsody". Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να το ξεπεράσει, είχε την ιδέα να ενσωματώσει counterpoint στοιχεία (ήτοι τα περίφημα ανεξάρτητα πολυφωνικά μέρη), κάτι που ελάχιστοι είχαν κάνει στην rock μουσική ως τότε. Με τα πλήκτρα και την ορχήστρα σε πρώτο πλάνο έναντι της κιθάρας, ο Jon φοβόταν ότι οι οπαδοί των Savatage θα τους «σταύρωναν», αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε το αντίθετο: όχι απλά συνέθεσε ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια της μπάντας, αλλά καθόρισε και το μουσικό μέλλον της. Ο δε Paul μέσα από τους υπέροχους στίχους του, εμπνεόμενος από την ιστορία του Ιάπωνα Sempo Sugihara, μας υπενθυμίζει πως η ζωή ως άθροισμα των επιλογών μας, ορίζεται από τις φορές εκείνες που αξιοποιήσαμε την ευκαιρία να κάνουμε το καλό. (Χ.Κ.)
23. This Is The Time (Dead Winter Dead, 1995)
Το "Dead Winter Dead" έχει δύο διαφορετικά "Sarajevo". Το σκέτο, το μικρό, δίνει αυτή την εισαγωγική αίσθηση πριν μπει το πρώτο ολοκληρωμένο τραγούδι του δίσκου. Αλλά τί τραγούδι είναι αυτό ρε συ. Το σόλο σφηνάκι που το ανοίγει μερακλώνει σε δευτερόλεπτα και στέκεται άξιο σημείο αναφοράς σε μια πολύ βαριά κληρονομιά. Την πρώτη φορά που πέφτουν οι τόνοι για να πιάσει ο Zak μαζί με το πιάνο του Oliva το ρεφρέν ανατριχιάζει ακόμα και το μεδούλι στα ενδότερα της ραχοκοκαλιάς. Η μελοποίηση της άγνοιας, για ένα αύριο που θα έρθει να γκρεμίσει την εύθραυστη ασφάλεια και πρόσκαιρη ευτυχία ενός κόσμου που στηρίζεται στα θέλω και τις ορέξεις άλλων. Ο πιτσιρικάς Serdjan τραγουδά "This Is The Time" με την αφέλεια του νέου που θεωρεί ότι οι κακές μέρες τελείωσαν για πάντα, κι ας υπάρχει ακόμα η αδίστακτη εξουσία - πείθεται ότι αυτή η εξουσία είναι άλλη. Κάθε φορά που η φωνή ανεβάζει την ένταση νιώθεις τον κρυμμένο όλεθρο του πολέμου που έρχεται και την ειρωνεία των λέξεων. "The moment is now in all history, the time has arrived and this is the one place to be". Και μετά η φρίκη του όπλου. (Β.Λ.)
24. Dead Winter Dead (Dead Winter Dead, 1995)
Είναι άλλο πράγμα να εκτοξεύεις πυραύλους κι άλλο να βλέπεις που καταλήγουν. Ίσως τότε δυσκολεύεσαι κάπως να τους υπογράψεις, ίσως τότε γίνεται λίγο πιο πραγματικός ο πόνος κι ο χειμώνας μυρίζει θάνατο. Το "Dead Winter Dead" είναι η στιγμή των Savatage να τοποθετήσουν το δικό τους έργο στο καλλιτεχνικό αντιπολεμικό αίσθημα που κάποιες φορές ξυπνά στο δυτικό κόσμο. Χωρίς να χρειάζεται να πιάσουμε το πόσο βαθιά μπαίνουν στο θέμα, ή πώς το προσεγγίζουν, το ότι θα μπορούσε να είναι soundtrack όλων των ημερών και κάθε εποχής που έχουμε προλάβει να ζήσουμε πονάει. Μερικές φορές πονάει πολύ περισσότερο και τελευταία, είναι μια από αυτές τις φορές. Η ένταση που βγάζει το βασικό riff σε συνδυασμό με τον τρόπο που τραγουδάει ο Stevens ζωντανεύουν ανατριχιαστικά τους στίχους. Η αλλαγή στη μέση περνάει από το σοκ της συνειδητοποίησης στη θλίψη κι από εκεί στο θυμό χωρίς να χρειάζεται να το περιγράψει ούτε μια λέξη. Φαντάζεσαι στο σόλο το στρατιώτη να τρέχει να ξεφύγει από τις εικόνες που εισέβαλαν στη συνείδηση του. Μέχρι να τελειώσει αυτός ο ρόλος για πάντα στο "One Child". (Β.Λ.)
25. One Child (Dead Winter Dead, 1995)
Θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει και "Chance τσέπης", αφού έναν χρόνο μετά το γνωστό έπος, η μπάντα γράφει ένα τραγούδι με παρόμοια χαρακτηριστικά ξοδεύοντας όμως την μισή διάρκεια - το "One Child" είναι λιγότερο από πέντε λεπτά. Παρά όμως την εξαιρετική του δομική οικονομία, τα συναισθήματα που γεννάει είναι γενναιόδωρα: Όλη η ουσία του πολέμου διυλίζεται νοηματικά ως την πιο μικρή μα και την πιο σημαντική μονάδα - το Ένα Παιδί, το ανώνυμο εκείνο παιδί που για χάρη του και μόνο, όλοι οι πόλεμοι φαντάζουν πρόστυχοι, βάρβαροι και κτηνώδεις. Η ευγενική ερμηνεία του Zach, η μετρημένη μουσική και το επικό πολυφωνικό μέρος στην μέση, συν-οικοδομούν μια σοβαρή σύνθεση που βρίσκει στο ψαχνό, χωρίς να κηρύττει ή να γίνεται μελό. Μέσα σε ένα άλμπουμ που διαθέτει πολλές και αρκετά ισάξιες κορυφές, το "One Child" παραμένει ένα από εκείνα τα τραγούδια που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. (Α.Κ.)
26. Christmas Eve (Sarajevo 12/24) (Dead Winter Dead, 1995)
Ένας νεκρός ηλικιωμένος τσελίστας στη μέση της πλατείας ανάμεσα στα ερείπια του πολέμου, δυο στρατιώτες που άφησαν τα όπλα και κοιτούν το τέλος του ανθρώπου. Αυτό είναι ο πόλεμος, το τέλος του ανθρώπου. Το "Christmas Eve (Sarajevo 12/24)" μπορεί να καθιερώθηκε ως το σύγχρονο soundtrack των Χριστουγέννων και να έλυσε το βιοποριστικό πρόβλημα της μπάντας μια περίοδο δύσκολη, αλλά η αφήγηση του στο πλαίσιο του "Dead Winter Dead" δεν είναι σε καμία περίπτωση γεμάτη οικογενειακή θαλπωρή. Το κομμάτι έγινε τεράστιο μέσα από το πρώτο άλμπουμ των Trans Siberian Orchestra, καθιερώθηκε και καθιέρωσε το θεατρικό alter ego των Savatage και του Paul O'Neill, αλλά η αρχική ιστορία του είναι ιστορία, πόνου, θανάτου και κατάθλιψης. Λόγια δεν υπάρχουν, γιατί λόγια δεν ταιριάζουν εδώ. Το στόμα δεν έχει τίποτα να πει, η εικόνα είναι τόσο δυνατή, τόσο τραγική, που δεν επιτρέπει καμία λέξη. Από εκεί στο συγκινητικό φινάλε, οι στρατιώτες απορρίπτοντας τη στολή τους φεύγουν μαζί, δεν έχουν αποστάσεις μεταξύ τους, ποτέ δεν είχαν, οι διαφορές τους φωλιάζανε σ' αυτά που τους φορέσανε. (Β.Λ.)
27. Morning Sun (The Wake Of Magellan, 1997)
Ως ένα άλμπουμ με «ναυτικό» θέμα, είναι αλήθεια πως το "The Wake Of Magellan" είχε το δύσκολο έργο να ανταγωνιστεί το "Holy Land" των Angra που μας είχε σαρώσει ένα χρόνο πριν. Θυμάμαι πως, από την πρώτη ακρόαση τότε, το "Morning Sun" ήταν (προσωπικά) το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ που έπιανε ακριβώς το feeling του ταξιδευτή-θαλασσοπόρου, το feeling εκείνο του ανθρώπου που θαυμάζει την απεραντοσύνη της θάλασσας και βλέπει μέσα της νέες ευκαιρίες για να γίνει καλύτερος, διαφορετικός, ανανεωμένος. Γραμμένο σε έναν παιχνιδιάρικο ρυθμό σε ¾ και με τις συνεχείς εναλλαγές από ακουστικό σε ηλεκτρικό, το τραγούδι ζεσταίνει την καρδιά, γεννάει ελπίδα και εσωτερική ανάταση, δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον Zack να παραδώσει άλλη μια μεγάλη ερμηνεία. Ένα από τα μόνο τρία τραγούδια που συνυπογράφει κι ο Chris Caffery σε αυτό το άλμπουμ, είναι ίσως και το πιο ζωηρό συναισθηματικά. Και τί solo! (A.K.)
28. The Wake Of Magellan (The Wake Of Magellan, 1997)
Η πορεία από τη γέφυρα αυτού του τραγουδιού μέχρι και το ρεφρέν είναι από τα πράγματα που έχουν σημαδέψει τα εφηβικά μου χρόνια και κατ' επέκταση τη μουσική που πήρα στη ζωή μαζί μου. Κάθε φορά που ακούγεται το "I believe what the prophets said", ο λαιμός κλείνει και η ψυχραιμία χάνεται. Αλλά διάολε, μιλάμε για μια από τις κορυφαίες στιγμές στην πορεία των Savatage, ποια ψυχραιμία και βλακείες περίμενες! Ακόμα όμως και να είσαι από εκείνα τα διαφορετικά πλάσματα που δε βουρκώνουν όταν ο Zak καταθέτει τον εσωτερικό του εαυτό στην ίσως μεγαλύτερη από τις ερμηνείες του, πως θα κρατηθείς στο σόλο που ακολουθεί ή στις πολυφωνικές κορυφώσεις που τελειώσανε τη μουσική; "Don't see the storms are forming… don't hear it, don't hear it". Αι σιχτιρ ανατρίχιασα και μόνο που τα γράφω. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά είμαι απόλυτα σίγουρος ότι τα δάκρυα θα τρέξουν το ίδιο εύκολα όταν θα έρθει η ώρα του. ΤΙ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ, Ω ΘΕΟΙ! (Β.Λ.)
29. The Hourglass (The Wake Of Magellan, 1997)
Το κορυφαίο πιθανότατα άλμπουμ των απόλυτα δημιουργικών χρόνων που ακολούθησαν τον αδόκητο χαμό του Criss όφειλε να ολοκληρωθεί ακριβώς στην μία ώρα με ένα κομμάτι αντάξιο του μεγαλείου του, και βεβαίως του μεγαλείου των Savatage. Αμέσως μετά το ανατριχιαστικό ορχηστρικό "The Storm", στο μεγάλο φινάλε του "The Hourglass" συναντάμε, καταρχάς σε μουσικό επίπεδο, όλα εκείνα τα στοιχεία που ανέδειξαν την δυαρχία του Jon Oliva και του αείμνηστου Paul O'Neill στην πρωτοπορία του σκεπτόμενου metal κατά την δεκαετία του '90. Δραματικότητα, θεατρικότητα, δυναμικές, κορυφώσεις και εν γένει ενορχήστρωση βασισμένη στην κλασική μουσική, το πιάνο του Jon σε ρόλο οδηγού, τα χαρακτηριστικά πολυεπίπεδα φωνητικά και μια πλήρως εναρμονισμένη εκτελεστική ομάδα με την θαυμάσια ερμηνεία του Zachary Stevens να καθηλώνει. Θεματολογικά, υποστηριζόμενο με τον καλύτερο τρόπο από την μουσική, συνοψίζεται ιδανικά το γνωστό concept του "The Wake Of Magellan": ο χρόνος, ο φόβος του θανάτου και ο θρίαμβος της ελπίδας που αναγεννάται. Οι Savatage πέρασαν στην αιωνιότητα, βλέποντας ουσιαστικά την κλεψύδρα να αδειάζει. (Θ.Ξ.)
30. Morphine Child (Poets And Madmen, 2001)
"Chance", "One Child", "The Wake Of Magellan", "The Hourglass"… Η φυσική συνέχεια στα επικών σε διάρκεια, πιο φορτωμένων ενορχηστρωτικά και με τα χαρακτηριστικά counterpoint/πολυφωνικά σημεία τραγουδιών συνεχίζεται στο "Poets And Madmen", με το σπουδαίο "Morphine Child". Η πρώτη σύνθεση που σπάει το φράγμα των διψήφιων λεπτών σε διάρκεια αποτελεί μια ακόμα μαγική προσθήκη στα μεγάλα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τραγούδια των Savatage και η κορυφή ενός συνολικά εξαιρετικού (ως κι αδικημένου από κάποιους) άλμπουμ. Έστω και κατ' ανάγκη, καθώς ο Zachary Stevens αποχώρησε εν μέσω των ηχογραφήσεων, αποτελεί κάποιου είδους δικαιοσύνη το ότι αυτό το άλμπουμ και ειδικότερα αυτό το τραγούδι έχουν τον Jon Oliva στα φωνητικά, με τον Mountain King να μην απογοητεύει. Πιο guitar driven σε σχέση με τα άλλα έπη τους, με φωνητικές γραμμές που είναι η μια καλύτερη από την άλλη και με τους στίχους του Paul O' Neill να πλάθουν ιστορίες και εικόνες όπως ο εκείνος μόνο ήξερε να κάνει. Αν αυτό είναι το τελευταίο έπος που είχαμε ποτέ την τύχη να απολαύσουμε από τους Savatage, τότε καλώς… (Χ.Κ.)