Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...

Μονόκερως
Μονόκερως
Οταν οι μουσικοί και όλοι οι συντελεστές το κάνουν να φαίνεται τόσο εύκολο...
Παρότι νέο συγκρότημα και πρώτη κυκλοφορία, όπως υπονοεί και το ομότιτλο του δίσκου, θα ήταν κάποιος πολυ γελασμένος αν θεωρούσε ότι πίσω από τους Μονόκερως κρύβονται κάποιοι πρωτάρηδες. Αντιθέτως εδώ θα βρούμε εξέχοντα μέλη της ελληνικής σκηνής όπως είναι ο Κωστής Χριστόδουλου (Το Πράγμα), ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος (Planet Of Zeus, Night Knight κτλ) ο Νίκος Κόλλιας (παραγωγός κυρίως, βλ. πάλι Το Πράγμα) και ο Δημήτρης Σιάμπος που είναι πολλά χρόνια session (πρόσφατα τον ακούσαμε στο "ANIME" του Δεληβοριά). Αυτοί οι τέσσερεις ως μια παρέα συνεργάστηκαν σε σύνθεση (του Κόλλια), στιχουργική (Σεραφείμ μαζί με τον Νίκο Βεργέτη) και εκτέλεση (όλοι) προσκαλώντας και μια σειρά από γυναικείες και ανδρικές φωνές για να βγει ένα τελικά μαγικό αποτέλεσμα. Μια δουλειά που καταφέρνει να έχει όλα τα στοιχεία ταυτότητας των συντελεστών της αλλά και ταυτοχρόνως μια θαυμαστή ομοιογένεια από άκρη ως άκρη.
Ο χώρος που κινούνται υφολογικά θα μπορούσε εύκολα να καταταχθεί στην dream pop, όχι τόσο αυτή που αντλεί από το shoegaze, όσο αυτή που πρεσβεύει η φιγούρα της Julie Cruise όταν στέκεται ως πλάσμα εκτός πραγματικότητας στη σκηνή του Roadhouse στο Twin Peaks. Εδώ όμως έρχεται και μια ευπρόσδεκτη ιδιαιτερότητα των Μονόκερως αφού ενορχηστρωτικά, πολύ περισσότερο από ambient ήχους (που δε λείπουν πάντως) βρίσκουμε jazz παιξιματα. Ειδικά το πιάνο του Χριστόδουλου αποδεικνύει ότι όντως ο έρωτας δεν κρύβεται. Από εκεί και πέρα βέβαια έχουμε και έντονη χρήση synthesizer που δίνουν το πιο σύγχρονο στοιχείο του ήχου, ακουστικές κιθάρες που ενίοτε βγαίνουν μπροστά αλλά και τρομερά παιξιματα οικονομίας και ουσίας σε drums και μπάσο που ορίζουν το περιζήτητο groove που κανείς δεν ξέρει αν το έχει μέχρι να το βρει. Ε, οι Μονόκερως το έχουν (βρει).
Μιλώντας για groove, οφείλουμε να ξεχωρίσουμε τα δύο πρώτα τραγούδια "Φευγεις" και "Μωβ" για αυτόν ακριβώς το λόγο. Πέρα από τις όμορφες ρυθμικές φράσεις που τα ξεκινάνε και τα ορίζουν (το ένα της κιθάρας και το άλλο των drums) είναι η γκρουβα τους που κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο. Ειδικά το "Μωβ" έχει κάτι από το παίξιμο του Steve Gadd στο "50 Ways To Leave Your Lover" στον τρόπο που κάνει κάτι τόσο περίτεχνο να ακούγεται τόσο απλό, δίνοντας ταυτόχρονα ταυτότητα και οδηγώντας απόλυτα ένα τραγούδι που χωρίς αυτό θα ήταν σίγουρα πολύ πιο φτωχό. Αν προσθέσουμε και τους μαγικούς σχεδόν space ήχους των πλήκτρων μπορούμε χωρίς τύψεις να το ανακηρύξουμε το καλύτερο του δίσκου. Σε αυτό φυσικά συνεισφέρει και η Ειρήνη Αραμπατζή με τη γλυκύτατη φωνή της.
Κάπου εδώ να πούμε ότι όλες οι φωνές, οι οποίες δεν είναι και αμελητέες ως ονόματα (Χριστίνα Χριστοδούλου, Ειρήνη Αραμπατζή, Moa Bones, Ελένη Αράπογλου, Κώστας Σιδηροκαστρίτης, Sophie Lies, Φώτης Σιώτας) υποτάσσονται πλήρως στο θέλω των δημιουργών του δίσκου και, παρά τις διαφορές τους και την προσωπική τους σφραγίδα, τελικά ακούγονται απόλυτα ομοιόμορφες. Σε αυτό συμβάλλει και ο τρόπος ηχογράφησης που περνάει όλες τις φωνές από δύο κανάλια δημιουργώντας διφωνίες που στις πιο υποβλητικες στιγμές τους είναι απόκοσμες, εύθραυστες και στοιχειωτικες με μια μεταφυσική αλλά οικεία έννοια. Σαν φιλικά πνεύματα που φανερώνονται σε ήρεμα δειλινά. Πάντως, ενώ είναι εύκολο να εστιάσεις στη φωνή και τους όμορφους στίχους, η αλήθεια είναι ότι η μουσική από κάτω έχει πολύ μεγαλύτερο βάθος για να ανακαλύψεις και αυτό δεν είναι μομφή για τους τραγουδιστές, θέλει να είναι κομπλιμέντο για τους μουσικούς.
Παρότι το σύνολο κινείται σε μάλλον mid tempo (αλλά όπως είπαμε πολύ ρυθμικές) συνθέσεις και αυτή είναι η εντύπωση που μένει στο τέλος του δίσκου, υπάρχουν και τραγούδια όπως το "Μια Μέρα" που δεν είναι δύσκολο να σε σηκώσουν σε μια υποθετική πίστα ή τελος πάντων ένα καλοκαιρινό πάρτυ κάπου, κάπως. Παρόλα αυτά η καλύτερη ακρόαση είναι μάλλον σε ένα καλοκαιρινό road trip, εκεί, κάπου στην επιστροφή, που η ικανοποίηση πάει χέρι χέρι με μια γλυκιά μελαγχολία.