Magnum

Lost On The Road To Eternity

Steamhammer/SPV (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 19/01/2018
Σαράντα χρόνια, είκοσι άλμπουμ, η ίδια σταθερή αξία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Συνεπείς στο διετές δισκογραφικό ραντεβού τους, οι Magnum επιστρέφουν φέτος με την εικοστή κατά σειρά ολοκληρωμένη δισκογραφική τους δουλειά, δύο χρόνια έπειτα από το αρκετά καλό "Sacred Blood, Divine Lies". Με το βασικό δημιουργικό πυρήνα των Tony Clarkin και Bob Catley να συνεχίζει σταθερά τη δημιουργική του πορεία, το "Lost On The Road To Eternity" βρίσκει την μπάντα εν μέσω των σημαντικότερων αλλαγών που έχει αντιμετωπίσει τα τελευταία πολλά χρόνια, έχοντας να καλύψει επιτυχώς το δυσαναπλήρωτο κενό του Harry James (τύμπανα) και - κυρίως - του Mark Stanway (πλήκτρα).

Βέβαια, όταν μιλάμε για ένα σχήμα με την πορεία και τις παραστάσεις των Magnum, μια πορεία που (με εξαίρεση ένα ολιγοετές διάλλειμα στα '90s) συνεχίζεται σε υψηλά ποιοτικά επίπεδα τα τελευταία 40 χρόνια, οι ανησυχίες μας μετριάζονται προτού καλά-καλά γεννηθούν. Άλλωστε, από την πρώτη ματιά στο πολύ όμορφο artwork που φιλοτέχνησε για ακόμη μια φορά ο Rodney Matthews για την μπάντα, τα πάντα μοιάζουν τόσο υπέροχα οικεία, τόσο γνώριμα και ανεπηρέαστα που η συνέχεια στο μουσικό σκέλος έρχεται από μόνη της εύκολα.

Γενικά, αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει τους Magnum, τουλάχιστον από την περίοδο του reunion κι έπειτα, είναι η σταθερότητα. Κι αν αυτή διαταράχθηκε σε ό,τι αφορά το lineup τους, δεν ισχύει το ίδιο και στο καθαρά μουσικό σκέλος, αφού τα πάντα και στο εικοστό άλμπουμ τους είναι το ίδιο καλοβαλμένα όπως συνήθως. Το πάντρεμα του σοβαρού μελωδικού ήχου με το ελαφρύ progressive rock παραμένει σε πρώτο πλάνο, το ίδιο και αυτή η ιδιαίτερη, σε στιγμές επικότροπη αλλά πάντοτε μαγευτική αύρα που αποπνέουν ακόμη και οι λιγότερο καλές συνθέσεις τους, με τον Tony Clarkin να παραμένει εμπνευσμένος ακόμη και στα τρίτα του «-ήντα».

Όσο για τον Bob Catley, είναι σχεδόν τρομακτικό το πόσο άρτιος παραμένει φωνητικά ακόμη και σε αυτήν την ηλικία, όντας εκ των πραγμάτων ουσιαστικά αγέραστος ως ερμηνευτής. Μάλιστα, οι παραπάνω εντυπώσεις εντείνονται ακόμη περισσότερο στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, στο οποίο και ξεχωρίζει και η παρουσία του Tobias Sammet (σε μια guest εμφάνιση - ανταπόδοση των πολλών συμμετοχών του Catley στους Avantasia). Εκεί, σε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του δίσκου, το φωνητικό ντουέτο των δύο τραγουδιστών αποτελεί το highlight μιας εξαιρετικής σε δομή και κλιμάκωση σύνθεσης, με τον Βρετανό τραγουδιστή να φαντάζει σε έναν ρόλο μέντορα για τον κατά πολύ νεότερο συνάδελφο του σχετικά με το πώς δίνονται μεγάλες ερμηνείες σε οποιαδήποτε ηλικία.

Κατά τα λοιπά, από το εναρκτήριο (και, ομολογουμένως, αρκετά κολλητικό) "Peaches And Cream" μέχρι και το "Without Love", ο δίσκος ακούγεται «μονορούφι», έχοντας, αναμενόμενα, να επιδείξει σεμιναριακές ενορχηστρώσεις συνολικά και μια τόσο μοναδικά παράταιρη με τα σύγχρονα μουσικά δρώμενα αισθητική. Η μικρή «κοιλιά», δε, που παρουσιάζεται στις προς το τέλος συνθέσεις (με εξαίρεση το "Glory To Ashes" που ανήκει ξεκάθαρα στις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ) φαντάζει λογική για δίσκο που ξεπερνά τη μία ώρα σε διάρκεια και σίγουρα δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τις τελικές εντυπώσεις.

Σαράντα χρόνια καριέρας είναι πολλά, πάρα πολλά για του λόγου το αληθές, αλλά οι Magnum, σε αυτήν τους την επέτειο και με το εικοστό τους άλμπουμ, βάζουν τα γυαλιά σε πολλές μπάντες, είτε με ανάλογα είτε ακόμη και με πολύ λιγότερα χρόνια στις πλάτες τους. Και το σημαντικότερο, συνεχίζουν τη δράση τους με τον ολότελα δικό τους τρόπο, που μπορεί για κάποιους να μοιάζει παρωχημένος ή αναχρονιστικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι καθαρά αυθεντικός και πηγαίος από καρδιάς.

  • SHARE
  • TWEET