Virgin Steele

Seven Devils Moonshine

Steamhammer (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 19/12/2018
Περασμένα μεγαλεία και παντοτινά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Για την υπόσταση και τη σημαντικότητα του ονόματος των θρυλικών Virgin Steele δεν χρειάζεται να αναλωθούμε παραπάνω από τα βασικά, μιας και θαρρώ πως η πλειονότητα των όσων έκαναν τον κόπο να ξεκινήσουν να διαβάζουν την παρούσα δισκοκριτική, γνωρίζουν τα πεπραγμένα των Αμερικάνων από την καλή και από την ανάποδη. Παρ' όλα αυτά, καθώς τα όσα προσέφερε ο David DeFeis με τους συνοδοιπόρους του από τις αρχές των '80s έως και την αυγή της νέας χιλιετίας (και τα δύο μέρη του "House Of Atreus") παραείναι σπουδαία για να αγνοηθούν, οφείλουμε να το αναφέρουμε ξανά προς γνώση και συμμόρφωση, αλλά και ως μέτρο σύγκρισης με την πορεία της μπάντας τα τελευταία 18 χρόνια.

Πράγματι, οι Virgin Steele ανήκουν εδώ και χρόνια στο πάνθεον των συγκροτημάτων που γέννησαν και υπηρέτησαν τον επικό heavy metal ήχο όσο λίγα, όντας ίσως η μοναδική μπάντα του ιδιώματος που, σε αντικειμενικά αλλά και σε καθαρά εμπορικά επίπεδα, κατάφερε να «κοιτάξει στα μάτια» τους διαχρονικούς και αδιαφιλονίκητους ηγέτες του, τους Manowar. Μάλιστα, οι δύο μπάντες κατέληξαν να ομοιάζουν και μουσικά σε κάποιες φάσεις της πολυετούς πορείας τους, με τη μεταστροφή των Virgin Steele σε πιο «βάρβαρα» μονοπάτια να μας χαρίζει τα σπουδαία "Invictus" και "The House Of Atreus", τα - κατά γενική ομολογία - ύστατα πραγματικά αξιόλογα άλμπουμ τους.

Έτσι, με τη θέση τους ανάμεσα στους πραγματικά σπουδαίους δημιουργούς του heavy metal καπαρωμένη εις το διηνεκές, οποιοδήποτε «ατόπημα» μοιάζει να μην έχει ουσιαστική σημασία, αφήνοντας το παρελθόν και το θυμικό να καθορίζει τις σκέψεις και την κρίση μας. Οποιοδήποτε; Σχεδόν, μιας και ακόμη και η ανοχή λόγω «πρότερου έντιμου βίου» έχει κάποια όρια, διευρυμένα μεν, αλλά υπαρκτά και κάποια στιγμή προσπελάσιμα.

Στην προκειμένη (και για τον γράφοντα), αυτά τα όρια ξεπεράστηκαν με τη νέα κυκλοφορία της μπάντας, το εύγλωττα τιτλοφορημένο "Seven Devils Moonshine", το οποίο και αποτελεί στην ουσία μια συλλογή πέντε δίσκων, δύο επανακυκλοφοριών (των "The Book Of Burning" και "Hymns To Victory") και τριών νέων full length άλμπουμ (τα "Ghost Harvest - Vintage I - Black Wine For Mourning", "Ghost Harvest - Vintage II - Red Wine For Warning" και "Gothic Voodoo Anthems"). Και αν για τις δύο επανακυκλοφορίες δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν, στα τρία νέα άλμπουμ το ποτήρι της υπομονής και της ανοχής μοιάζει πλέον να ξεχειλίζει.

Μοιάζει απίστευτο αλλά είναι δυστυχώς πραγματικότητα, το γεγονός πως η μπάντα κατάφερε να ξεπεράσει τον χειρότερο της εαυτό (έτσι όπως εκείνος είχε αρχίσει να διαφαίνεται εντόνως στα "Visions Of Eden" και - πολύ περισσότερο - στα "The Black Light Bacchanalia" και "Nocturnes Of Hellfire And Damnation"), παρουσιάζοντας κάτι που δύσκολα μπορεί ακόμη και να μπει στην ίδια πρόταση με το όνομα των Virgin Steele - πόσο μάλλον να το φέρει φαρδιά-πλατιά στο εξώφυλλο του.

Κι όμως, ο κατήφορος δεν έχει τελειωμό, με το υπερφίαλο όραμα του DeFeis για κάτι ακόμη πιο και-καλά-θεατρικό, ακόμη πιο δηθενίστικα πομπώδες, αλλά την ίδια ώρα ξεδιάντροπα προχειροφτιαγμένο, κλισαρισμένο και, τελικά, εκτός τόπου και χρόνου να συνεχίζει να προσπαθεί να καταστρέψει και τις τελευταίες ρανίδες έμπνευσης που ίσως έχουν απομείνει. Με συνθέσεις στο γνωστό ύφος των τελευταίων μέτριων δίσκων, γεμάτες ανούσια πλήκτρα, ενορχηστρώσεις της κακιάς ώρας και τα φωνητικά «νιαουρίσματα» του DeFeis να κυριαρχούν, είναι από ελάχιστα έως ανυπόστατα τα όσα καταφέρνουν να διασωθούν από ετούτη την υπερβολική, μεγαλομανή μουσική τραγωδία.

Με τον Pursino και κάποια από τα κιθαριστικά του θέματα να είναι το μοναδικό κέρδος που, ίσως, μπορεί να αποκομίσει ο φανατικός οπαδός του σχήματος από τις συγκεκριμένες κυκλοφορίες, δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε έναν πειστικό, αξιοπρεπή λόγο για να χάσει το χρόνο του κάποιος ακούγοντας τες, ειδικά κιόλας στην ολότητα τους. Και το πραγματικό πρόβλημα δεν έγκειται στο γεγονός πως οι Virgin Steele ελάχιστα θυμίζουν πια σε ύφος τον πρότερο εαυτό τους, αλλά στο ότι μοιάζουν να μην έχουν πλέον την ικανότητα να συνθέσουν κάτι έστω αξιοπρεπές, σε οποιαδήποτε ηχητική κατεύθυνση κι αν ανήκει αυτό. Η αίσθηση της πραγματικότητας φαντάζει χαμένη (με την εμμονική επιμονή σε πομπώδεις «φανφάρες» χωρίς ίχνος ψυχής και τον DeFeis να μην θέλει να προσαρμοστεί στις ερμηνευτικές συνθήκες που του επιβάλλει η ηλικία του), φανερώνοντας πως μάλλον έφτασε ο καιρός να συνειδητοποιήσουμε πως αυτή η σπουδαία και πολυαγαπημένη μπάντα έχει πεθάνει δημιουργικά, δίχως περιθώρια ή προσδοκίες για κάποια ανέλπιστη «αναλαμπή».

  • SHARE
  • TWEET