The Treatment
Generation Me
Τα παιδιά-θαύματα του βρετανικού hard rock πασχίζουν να διατηρήσουν τον τίτλο τους
Τέσσερα χρόνια πριν, πέντε παιδαρέλια απ’ τη Βρετανία μπήκαν πολύ δυνατά στο παιχνίδι με ένα ντεμπούτο βουτηγμένο σε αγνό hard rock, δημιουργώντας άμεσα εξαιρετική φήμη γύρω απ’ το όνομά τους. Και το όνομα αυτών, The Treatment. Το εξαιρετικό τους ντεμπούτο διαδέχτηκε το πιο καλογυαλισμένο, αλλά στην ουσία του επίσης φρέσκο, "Running With The Dogs", εδραιώνοντάς τους στις συνειδήσεις αυτών που τους γνώριζαν και συστήνοντάς τους με τον καλύτερο τρόπο σε νέα αυτιά.
Όλα καλά κι ωραία λοιπόν. Δυστυχώς όχι ακριβώς. Αν και απ’ τη θέση του ενός κιθαρίστα έχουν περάσει τρεις διαφορετικοί μουσικοί (τέσσερις μαζί με τον τωρινό κιθαρίστα Tao Grey), η περσινή αποχώρηση του ιδρυτικού μέλους Matt Jones πίσω απ’ το μικρόφωνο, ήταν μια καθοριστική στιγμή για το σχήμα. Η φωνή του Jones ήταν ένα από τα σημαντικότερα συστατικά του ήχου των Βρετανών, μιας και έδενε άψογα με το βρώμικο hard rock τους, δίνοντάς του έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Έτσι, η αντικατάστασή του από τον Mitchel Emms είναι αναπόφευκτα το μεγάλο γεγονός που σηματοδοτεί τη νέα τους κυκλοφορία.
Το "Generation Me" είναι ένα ιδιαίτερο άλμπουμ χρονικά. Κάποιοι λένε πως το ντεμπούτο ενός συγκροτήματος είναι το πιο απαιτητικό άλμπουμ. Πρέπει να τραβήξεις την προσοχή και να δικαιολογήσεις την δισκογραφική σου παρουσία. Τσεκ. Άλλοι λένε πως μετά από ένα επιτυχημένο ντεμπούτο, ο δεύτερος δίσκος είναι ο πιο δύσκολος. Αν δεν φτάσεις τον πήχη που έχει θέσει o πρώτος σου δίσκος, τότε κινδυνεύεις να ξεχαστείς γρήγορα. Τον πήχη οι Treatment τον έφτασαν, ίσως και τον ξεπέρασαν με το "Running With The Dogs", οπότε κι εδώ τσεκ. Για το τρίτο άλμπουμ τώρα, δεν υπάρχει κάποια γενική αποδοχή. Ίσως γιατί αν τα ‘χεις καταφέρει ως εδώ, λογικά ξέρεις τι κάνεις; Ίσως. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως, το "Generation Me" έρχεται σε μια στιγμή, κατά την οποία οι Treatment περιμένει κανείς να δείξουν πως συνεχίζουν να στέκονται γερά στα πόδια τους, παρά τις σημαντικές αλλάγες στο line-up.
Και εν μέρει το καταφέρνουν. Στο πρώτο μισό του δίσκου, η μπάντα φαίνεται να συνεχίζει στο μονοπάτι που τη μάθαμε, με αρκετή πλέον άνεση. Το "Let It Begin" ξεκινά γκαζωμένα το άλμπουμ, όμως το "The Devil" είναι αυτό που κλέβει τις εντυπώσεις, με το κολλητικό του ρεφρέν και την ωραία αντίθεσή με το μελωδικό κουπλέ. Η συνέχεια μας επιφυλάσσει μερικές ακόμα αξιόλογες δυναμικές στιγμές, όπως το "Tell Us The Truth" και το "Generation Me", οι οποίες θα μπορούσαν να σταθούν αντάξια ανάμεσα στα καλύτερα κομμάτια των δύο προηγούμενων κυκλοφοριών του συγκροτήματος. Το ίδιο ισχύει και για τη μοναδική mid-tempo σύνθεση του δίσκου, "Backseat Heartbeat". Εδώ, οι Treatment δείχνουν ένα σαφώς πιο μελωδικό πρόσωπο, το οποίο ίσως και να έπρεπε να φανεί περισσότερο κατά τη διάρκεια της ακρόασης.
Αυτό θα ήταν πιθανό να βελτιώσει κάπως το δεύτερο μισό του "Generation Me". Εκεί, το ενδιαφέρον του ακροατή αρχίζει να εξασθενεί, καθώς τα κομμάτια παραμένουν στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, δίχως η ποιότητά τους να παραμένει κι αυτή στα ίδια επίπεδα με ό,τι έχει προηγηθεί. Εκτός του συμπαθητικού "I Know She Knows", οι υπόλοιπες συνθέσεις δεν αποτελούν κάτι το αξιομνημόνευτο, καθώς έπειτα από μερικές ακροάσεις, αντί να σου κολλάνε στο κεφάλι, μπλέκονται η μία με την άλλη, δίχως να μπορείς να ανακαλέσεις κάποια συγκεκριμένη. Αυτό, έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα ένα κάπως άνισο άλμπουμ.
Επηρέασε εντέλει η αποχώρηση του Matt Jones το συγκρότημα; Θα έλεγα πως όχι σε μεγάλο βαθμό. Παρά το μέτριο δεύτερο μισό του δίσκου, ο χαρακτήρας των Treatment είναι ακόμη εδώ. Με λίγα λόγια, το "Generation Me" πιθανότατα «χάνει» μεν στα σημεία σε σύγκριση με τις δύο πρώτες τους κυκλοφορίες, όμως σίγουρα περιέχει αρκετό καλό hard rock.