The Black Pumas

Chronicles Of A Diamond

ATO / Rockarolla (2023)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 21/11/2023
Δεν υπάρχει "Colors", υπάρχει ένα ενορχηστρωτικά πιο προσεγμένο σύνολο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ήρθαν (φαινομενικά) από το πουθενά πριν τέσσερα χρόνια και κατάφεραν το "Colors" να ακούγεται παντού. Ακόμα καλύτερα μάλιστα, απέδειξαν ότι είχαν αρκετή ουσία ώστε να το συνοδεύσουν με αρκετό υλικό για ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ. Στη δεύτερη δουλειά τους δε φαίνεται να τους απασχολεί να μας δώσουν ένα αντίστοιχο single επενδύοντας περισσότερο σε ένα καλό σύνολο και αν έρθει κάποια επιτυχία, είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη. Εκτίμησή μου είναι, τραγούδι που να τους ταξιδέψει εκεί που τους πήγε το "Colors" δεν υπάρχει αντίστοιχο. Ίσως ούτε καν ένα "Know You Better" ή "Fire". Υπάρχει όμως ένα οριακά πιο πλούσιο ενορχηστρωτικά και καλύτερο σε επίπεδο παραγωγής σύνολο, ίσως απόρροια της ομαδικής δουλειάς που έγινε αυτή τη φορά στις συνθέσεις σε σχέση με τη σχεδόν αποκλειστική συνθετική (και όχι μόνο) ευθύνη που είχε ο Adrian Quesada στο ντεμπούτο.

Παρότι είναι εύκολο να διακρίνεις τη soul της δεκαετίας του 70 ως βασική επιρροή των Black Pumas, είναι λάθος μία εκτίμηση που θα τους κατέτασσε στη retro-soul κατηγορία του τύπου Charles Bradley, Lee Fields (για παράδειγμα). Ακριβέστερο θα ήταν να πούμε ότι βουτάνε απευθείας στη δεκαετία του 70 αγνοώντας πολλές άλλες από τις μεταγενέστερες μεταλλάξεις της soul, αλλά λαμβάνουν υπόψη και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους και τους ήχους που μπορούν εν έτει 2023 να τραβήξουν από τη φαρέτρα τους χωρίς πάντως να αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία των τραγουδιών. Εδώ κάπου εμπλέκεται το rock ως ενορχήστρωση και η hip-hop και το σύγχρονο r’n’b ως εργαλείο παραγωγής μικροήχων και beats.

Το falsetto του Eric Burton δεν γίνεται να μη φέρει στο μυαλό το αντίστοιχο του Curtis Mayfield με όλους τους καλύτερους τρόπους και το γεγονός ότι δε διστάζουν να βάλουν τη λέξη «ψεχεδελική» μπροστά από τη soul τους κάνει ακόμα πιο ισχυρή τη σύνδεση με τις πρώτες δουλειές αυτού του γίγαντα της soul. Πάντως τα τραγούδια τους είναι όλα μεστά και συνεκτικά, καλώς ή κακώς δεν αφήνουν χώρο για να επεκταθούν σε πολυτέλειες, σε ιδέες που αναλύονται, σε μέρη που δεν προφέρουν στον σκληρό πυρήνα του τραγουδιού, που θα επέτρεπαν στους μουσικούς να ξεμουδιάσουν. Μάλιστα όπου χρειάζεται χρησιμοποιείται το fade out σαν να μας αφήνει ηθελημένα να μαντεύουμε ένα υποθετικό τζαμάρισμα που μπορεί να έγινε μετά στο στούντιο. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το πόσο απλώνει τα δικά του τραγούδια ο Kiwanuka, για να αναφέρουμε έναν σύγχρονο μουσικό που κινείται σε πολύ παρόμοιο χώρο. Και αυτό δεν αναφέρεται ως κάτι θετικό ή αρνητικό, απλά ως μία διαφορετική προσέγγιση.

Υπάρχει μία κοινή βάση στα περισσότερα από τα τραγούδια που ξεχωρίζουν, όπως τα "More Than A Love Song", "Chronicles Of A Diamond", "Mrs Postman" και "Sauvignon". Πρόκειται για groovy mid-tempo συνθέσεις, με ισχυρά backbeats που δίνουν πολύ χώρο στον Burton να ξεδιπλώσει τις ερμηνευτικές του δυνατότητες, κάτι που προς τιμήν του κάνει με πολύ ωριμότητα και χωρίς καμμία υπερβολή. Αμέσως μετά ακολουθούν συνθέσεις που είναι πιο ιδιαίτερες και δεν έχουν απαραίτητα όμοια τους στο δίσκο, όπως το εντελώς φαζαριστό funky "Ice Cream (Pay Phone)" ή η ακουστική μπαλάντα "Angel".

Ο δύσκολος δεύτερος δίσκος αποδεικνύεται καλλιτεχνικά αρτιότερος αν και φοβάμαι εμπορικά υποδεέστερος. Δεν δίνει έχει τις πιασάρικες στιγμές που έκαναν τόσο μεγάλη επιτυχία την πρώτη μας γνωριμία με τους Black Pumas αλλά έχει μεγαλύτερο βάθος και εν τέλει εξίσου ισχυρό ενδιαφέρον.

  • SHARE
  • TWEET