Sweet Oblivion

Sweet Oblivion

Frontiers (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 25/07/2019
Το "Sweet Oblivion" προσφέρει αυτή την ψευδαίσθηση της προσδοκίας για ανάκαμψη της καριέρας του Geoff Tate, περιοριζόμενο όμως μονάχα ως τέτοια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το ποιος είναι ο Geoff Tate και τι έχει προσφέρει στη σκληρή μουσική θεωρώ πως το γνωρίζουν οι περισσότεροι που ασχολούνται έστω κι επιφανειακά με το χώρο τα τελευταία περίπου 40 χρόνια, οπότε ιδιαίτερες συστάσεις για έναν από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές που είχαμε την τύχη να ακούσουμε δεν νομίζω πως χρειάζονται. Ο πρώην τραγουδιστής των Queensryche είναι μια περσόνα που, παρά τις όσες λανθασμένες επιλογές κι αποφάσεις έχει πάρει μέσα στην τρέχουσα εικοσαετία, έχει διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος του ειδικού της βάρους, προσπαθώντας μάλιστα να ανακάμψει καλλιτεχνικά εδώ και κάποιο καιρό (δίχως, βέβαια, ιδιαίτερη επιτυχία, παρά μόνο μικρές εκλάμψεις).

Βέβαια, με όχημα τους Operation: Mindcrime και όχι μόνο, η πορεία του μετά την απομάκρυνση του από τους Queensryche έχει ελάχιστα έως μηδαμινά "highs" και συνεχόμενα, αμέτρητα "lows" ποιοτικά, με κυκλοφορίες ανέμπνευστες και δίχως πραγματική ουσία και συνεργάτες που επιλέγονταν κατά κύριο λόγο εξαιτίας του χαμηλού τους κασέ (όντας, στην πραγματικότητα, "hired guns"). Έτσι, ουσιαστικά οι περιοδείες όπου απέδωσε ολόκληρο το θρυλικό "Operation: Mindcrime" και η συνεργασία του με τον Tobias Sammet στους Avantasia αποτελούν εκείνες τις πρόσφατες στιγμές που φαίνεται να μην χαραμίζεται το ταλέντο ενός πάλαι ποτέ κραταιού αλλά ακόμη σημαντικού ερμηνευτή, όσο η ταλαιπωρημένη του φωνή βαστάει ακόμη.

Όσον αφορά τον εδώ άμεσο συνεργάτη του στους Sweet Oblivion, ο Simone Mularoni (των συμπαθέστατων DGM) έχει αποδειχθεί ένα σημαντικό δημιουργικό όπλο της Frontiers, καθώς η ιταλική εταιρεία έχει χρησιμοποιήσει τα συνθετικά κι εκτελεστικά του ταλέντα σε διάφορες πρόσφατες κυκλοφορίες της. Ένα τελευταίο παράδειγμα επ’ αυτού, το περσινό άλμπουμ των Fabio Lione και Alessandro Conti, υπήρξε ένας δίσκος ναι μεν απαράδεκτος σε ό,τι έχει να κάνει με τις προθέσεις και τη συνολική του προσέγγιση, αλλά ενδεικτικός πως ο Ιταλός κιθαρίστας μπορεί να συνθέσει «κατά παραγγελία» και σε ύφος που να παραπέμπει σε εκείνο άλλων δημιουργών, γεγονός που στη συγκεκριμένη περίπτωση πιθανόν να δρούσε ευεργετικά.

Κι εξηγούμαι. Σίγουρα, οι συγκεκριμένες πρακτικές και τα θέματα προσωπικότητας που εγείρουν, με βρίσκουν αντίθετο κι επικριτικό ως επί το πλείστον. Με τις παρούσες συνθήκες, όμως, στην τωρινή καριέρα του Geoff Tate και τα ολοένα και πιο αδιάφορα προσωπικά του άλμπουμ, μια προσπάθεια επιστροφής του σε ένα μουσικό περιβάλλον πιο οικείο, τόσο στον ίδιο όσο και στους ακροατές του, και - οι όποιες - αναφορές στα παρελθοντικά του πεπραγμένα, θα ήταν μάλλον ευπρόσδεκτη, αφού θα συνιστούσε σαφή βελτίωση, ειδικά αν πληρούσε και κάποια ελάχιστα ποιοτικά standards σχετικά με την τραγουδοποιία που θα παρουσίαζε.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ομότιτλο ντεμπούτο των Sweet Oblivion αποτελεί εντυπωσιακή αναβάθμιση συγκριτικά με σχεδόν οποιονδήποτε δίσκο έχει τραγουδήσει εξ ολοκλήρου ο Geoff Tate εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, όντας αδιαμφισβήτητα το καλύτερο «δικό του» άλμπουμ στην μετά - Queensryche εποχή. Κι αν αυτό δεν λέει πολλά, δεδομένης της ποιοτικής ανυπαρξίας των υπολοίπων κυκλοφοριών του σε αυτήν την περίοδο, πράγματι ο δίσκος στέκεται ανταγωνιστικός συνολικά, έχοντας το προσόν να ακούγεται δίχως να σε βάζει στη διαδικασία να ψάχνεις κάποιες καλές στιγμές για να συνεχίσεις, σχεδόν καταναγκαστικά, την ακρόασή του.

Αυτό εν πολλοίς οφείλεται στη συνθετική προσαρμοστικότητα που επιδεικνύει ο Mularoni, αφού έχοντας ως βάση το ψευδο-proggy heavy/power, εντάσει διάφορα trademark Queensryche στοιχεία με αρκετή επιτυχία. Βέβαια, οι συνεχιζόμενες παραπομπές του υλικού σε κλασικά άσματα και άλμπουμ των Αμερικανών κάπου κουράζει, ειδικά στα πιο πασιφανή σχετικά με την προέλευση τους (βλέπε, για παράδειγμα, το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου και τα “I Don’t Believe In Love” και “Eyes Of A Stranger”) σημεία.

Από την άλλη, είναι πραγματικά στενάχωρο πως ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές που είχε να επιδείξει αυτή η μουσική, έχει ξεπέσει σε τέτοιο βαθμό που να χρειάζεται τέτοιου είδους αναμασήματα ώστε να σταματήσει να τρεκλίζει καλλιτεχνικά. Γιατί καλές οι αναμνήσεις, η νοσταλγία και όλα τα σπουδαία που το παρελθόν είχε να παρουσιάσει, αλλά όταν το καλύτερο που μπορείς να προσφέρεις επί του παρόντος είναι μονάχα κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα κάτι πηγαίνει λάθος. Πόσο μάλλον, δε, όταν στα ντουζένια σου υπήρξες ένας αρτιστικός φάρος για τόσες και τόσες μπάντες, ένας καλλιτέχνης που μπορούσε να τολμήσει και να δημιουργήσει μουσικές ανέγγιχτες από το χρόνο.

Θα προτιμήσω, πάντως, να δω το ποτήρι μισογεμάτο στην προκειμένη περίπτωση. Γιατί, όπως σε αρκετές περιπτώσεις αγαπημένων μουσικών που έχουν χάσει κατά καιρούς τον καλλιτεχνικό δρόμο τους, πάντα υπάρχει η ψευδαίσθηση της προσδοκίας για ανάκαμψη. Έτσι, το “Sweet Oblivion” είναι αυτή η ψευδαίσθηση για τη συνέχεια της καριέρας του Geoff Tate, όντας αρκούντως συμπαθές για αυτό που είναι, αν και, δυστυχώς, όχι αρκετά πειστικό ότι θα αποτελέσει το εφαλτήριο για μια πραγματική δημιουργική επανεκκίνηση (ειδικά, κιόλας, με τις εξαγγελίες του Αμερικάνου ερμηνευτή πως σε προτεραιότητα για το άμεσο μέλλον βρίσκονται οι ζωντανές επανεκτελέσεις των “Empire” και “Rage For Order” στην ολότητα τους).

  • SHARE
  • TWEET