Lione/Conti

Lione/Conti

Frontiers (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 01/02/2018
Μια στείρα μουσική παρωδία, copy/paste λογικής και απαξίωσης της πραγματικής καλλιτεχνικής δημιουργίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ένα ακόμη project που ακολουθεί την πάγια τακτική της Frontiers να δημιουργεί συνεργασίες ανάμεσα σε σημαντικά ονόματα του μελωδικού χώρου έρχεται στο δισκογραφικό προσκήνιο, με τους Fabio Lione και Alessandro Conti της ευρύτερης Rhapsody οικογένειας να ενώνουν τις φωνητικές τους δυνάμεις. Μαζί τους, στο ρόλο του κιθαρίστα, μπασίστα και βασικού συνθέτη του project εμφανίζεται ο Simone Mularoni των DGM, δημιουργώντας προσδοκίες για ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να ταρακουνήσει έστω και λίγο τα λιμνάζοντα ύδατα του σύγχρονου μελωδικού power metal. Το θέμα είναι, κατά πόσο τελικά οι προαναφερθέντες πρωτοκλασάτοι μουσικοί καταφέρνουν να προσφέρουν έναν έστω διασκεδαστικό δίσκο για τους οπαδούς του είδους.

Η αλήθεια είναι πως με δύο από τις καλύτερες φωνές της σκηνής της γείτονας Ιταλίας να συνεργάζονται, ερμηνευτικά το άλμπουμ είχε μια σίγουρη σταθερά ποιότητας. Ξεκάθαρα, οι δύο τραγουδιστές παραδίδουν εξαιρετικές ερμηνείες, μοιραζόμενοι το δυνατόν ισόποσα τα φωνητικά μέρη των δέκα συνολικά συνθέσεων. Τόσο ο Lione, με την χαρακτηριστική του χροιά και το άσβεστο πάθος με το οποίο τραγουδά, όσο και ο Conti του εντυπωσιακού φωνητικού εύρους και της γοητευτικής ομοιότητας ορισμένων γυρισμάτων του με τη φωνή του Michael Kiske, δικαιολογούν στο έπακρο το γεγονός πως η κυκλοφορία τιτλοφορείται από τα ονόματα τους, δίνοντας έναν επαρκή λόγο για να ασχοληθούμε με αυτήν.

Παράλληλα, τα επιμέρους τεχνικά μέρη του άλμπουμ, από την παραγωγή και τη μίξη του, μέχρι τις δεξιότητες των μουσικών που συμμετέχουν και το εξώφυλλο του, παρουσιάζονται αψεγάδιαστα, όπως θα έπρεπε να είναι σε κάθε κυκλοφορία του είδους που σέβεται τον εαυτό της και τους ακροατές που απευθύνεται. Όλα καλά, λοιπόν, ως εδώ, οπότε που βρίσκεται η προβληματική που μας εμποδίζει να αναφερθούμε στο δίσκο δίχως να κομπάζουμε και να κάνουμε πολλές δεύτερες σκέψεις για την ουσία της ύπαρξης του;

Δυστυχώς, φαίνεται πως η συνθετική διαδικασία ήθελε τον Mularoni να επηρεάζεται περισσότερο απ’ όσο πρέπει από αγαπημένες μπάντες του ίδιου χώρου, καθώς, πέραν της προφανούς (κι εμφανούς και στους DGM) αγάπης του για τα πεπραγμένα των Symphony X, σε αυτήν του τη δουλειά τον βρίσκουμε να εμπνέεται εξίσου από τις δουλειές των ύστερων Stratovarius (της μετα-Tolkki περιόδου) και των Kamelot. Φυσικά, το κακό δεν έγκειται στη φύση και την επιλογή των συγκροτημάτων που χάρισαν την ηχητική ταυτότητα στο project, μα το στυγνό ξεπατίκωμα σχεδόν αυτούσιων συνθέσεων ή τμημάτων αυτών για τη δημιουργία νέων τραγουδιών.

Δεν είναι δυνατόν να πάρει κάποιος στα σοβαρά συνθέσεις όπως το "Somebody Else" (με τις ξεκάθαρες αναφορές στο "Anthem" στην αρχή του), το "Misbeliever" (ας μην κρυβόμαστε, το "Veil Of Elysium" με άλλους στίχους), το "Gravity" (το λες και εναλλακτική εκδοχή του "Forever") και το "Crosswinds" (βρες το Kamelot τραγούδι και κέρδισε) χωρίς να αναθεματίσει για την πασιφανή, στα όρια της διασκευής, ομοιότητα τους με τη μουσική των Kamelot - και αυτά είναι μόνο η κορυφή αυτού του ντροπιαστικού παγόβουνου αντιγραφής και κλεμμένων ιδεών. Η πρωτοτυπία πάει περίπατο, η μουσική δημιουργία μοιάζει εγκλωβισμένη στην παραποίηση ιδεών από άλλους κι ακόμη κι αν βρει κάποιος τη διάθεση να αναγνωρίσει καλές προθέσεις ή να δικαιολογήσει την κατάσταση, ανακαλώντας πιθανώς στο νου την παρουσία του Lione στους Kamelot για ένα φεγγάρι, τα προσχήματα δεν μπορούν να σωθούν.

Είναι πραγματικά κρίμα για το επίπεδο και την πραγματική αξία των μουσικών που συμμετέχουν στο άλμπουμ να αναλώνονται σε τέτοιες ανούσιες, στείρες εμπνεύσεως προσπάθειες, πόσο μάλλον για τον Simone Mularoni που θρασύτατα αναφέρεται ως κύριος συνθέτης αυτής της μουσικής παρωδίας. Κι όσο ευχάριστα κι αν κυλάει ο δίσκος, με λογικές copy/paste και ελάχιστη έως μηδενική προσπάθεια να δώσεις στις επιρροές σου το προσωπικό σου στίγμα, δεν μπορεί να ζητάς στα σοβαρά να σε προσέξει ο οποιοσδήποτε.

  • SHARE
  • TWEET