Over The Voids...

Hadal

Nordvis (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 03/11/2020
Ένα solo project που επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τη νοσταλγική του φύση δίχως να καταφεύγει σε πρόσκαιρους ρομαντισμούς
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Over The Voids... από την Πολωνία, είναι το προσωπικό black metal σχήμα του The Fall. Ο μουσικός, είναι πιο γνωστός ως μπασίστας των Mgla, με τον M. να αναλαμβάνει το mastering του δίσκου, αποκλειστικά στις ζωντανές τους εμφανίσεις, αλλά και βασικό μέλος των, επίσης Πολωνών, Medico Peste. Το "Hadal”, είναι ο δεύτερος δίσκος που κυκλοφορεί υπό το όνομα Over The Voids… τρία χρόνια έπειτα από το ομότιτλο ντεμπούτο του, και τον βρίσκει να επισκέπτεται ξανά, ταγμένα, τον ήχο και την αισθητική του σκανδιναβικού black metal των ύστερων ‘90s.

Σε αντίθεση με τον συγκριτικά πιο «ασφαλή» ήχο του προκατόχου του, το "Hadal”, βρίσκει το σχήμα να επιδιώκει να ενσωματώσει νέες δυνατότητες στον ψυχρό του πυρήνα. Τα φωνητικά του δίσκου έχει αναλάβει ο Andreas Petterson (Armagedda, Lonndom, Nordvis Produktion), ανταποδίδοντας τρόπον τινά τη συμμετοχή του The Fall στα τύμπανα, στην εξαιρετική επιστροφή των Armagedda 16 χρόνια μετά. Αυτή τη φορά, ο παλαιομοδίτικος χαρακτήρας του δίσκου δείχνει να έχει πιο γερό έρεισμα και ταυτότητα, ενώ, μουσικά, το "Hadal” παρουσιάζει μια ελαφριά ποικιλομορφία.

Η πρώτη διαπίστωση όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός, έρχεται στην κομβική θέση που διαθέτουν τα σποραδικά καθαρά φωνητικά. Θυμίζοντας, όπως και συγκεκριμένα γαλήνια κιθαριστικά περάσματα, την κληρονομιά των In The Woods… και των Aggaloch, ο δίσκος επιχειρεί αρκετές φορές και εντός του ιδίου κομματιού, να φέρει τον γνώριμο σκανδιναβικό (και κυρίως Σουηδικό) black metal ήχο σε διάλογο με σύγχρονα ρεύματα του χώρου. Έτσι, οι κυριαρχικές επιρροές των Gorgoroth, πρώιμων Dark Funeral, Craft και Armagedda, εμποτίζονται στο πνεύμα των Darkthrone εποχής "Ravishing Grimness", με μερικά riff και το εξώφυλλο να το θυμίζουν έντονα, αφήνοντας όμως περιθώρια για προσθήκες μερικών πιο post περασμάτων, καθώς και ελάχιστων αλλά αρκούντως ενδιαφερουσών δυσαρμονιών.

Ο δίσκος όμως, ως επί το πλείστον αντηχεί τη μελαγχολία και το γνώριμο σκοτάδι που όπως τo comeback των Armagedda, δημιουργεί μια σκοτεινή φυλακή ασφαλείας για τον ακροατή. Αν ξεπεραστεί το γεγονός της ευθείας απόδοσης τιμών στις επιρροές του, το "Hadal" προσφέρει 41 λεπτά ουσιώδους αλλά, επ’ ουδεμία στιγμή τρομακτικού, black metal που, εξαιτίας των κομβικών ρίσκων που παίρνει, προσφέρει μερικές εξαιρετικές στιγμές. Έτσι, η χιονοθύελλα του εναρκτήριου "One Commandment" με τη ρυθμική εναλλαγή στο φινάλε του, ηχεί μαινόμενη και εξαιτίας της ιδιαίτερης δίλεπτης εισαγωγής του "The Pillar". Αντιθέτως όμως, το "In The Great War Of Nothing" διαρκεί περισσότερο από όσο του επιτρέπει το βασικό του riff, καταλήγοντας να θυμίζει τετριμμένη σύνθεση του ιδιώματος με εξαίρεση τα φωνητικά.

Υπάρχουν αρκετές στιγμές, όπου, για να ενταθεί η απαισιόδοξη φύση των συνθέσεων του, η εκφορά των στίχων βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Αυτή η τακτική, που είναι πλέον, εξαιτίας των Mgla ευρέως διαδεδομένη στο ιδίωμα, επιτυγχάνει να μεταδίδει πιο απλοϊκά και με, ένα συχνά επιφανειακό βάθος, την αισθητική της εκάστοτε μπάντας. Ο δίσκος, παίρνει το όνομά του από την περίφημη "hadal zone", ή αλλιώς Πλουτωνιανή ζώνη, τη βαθύτερη πελαγική ζώνη που απαντάται κυρίως στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το "Hadal" έτσι, παίζει με μια φυσιολογική προέκταση του σκότους, εμπλέκοντας τα με παραδοσιακές υπερφυσικές θεματικές του ιδιώματος. Ευτυχώς για την μπάντα, δεν υφίσταται κάποιου είδους προχειρογραμμένο ιδεολογικό κήρυγμα, αλλά αντιθέτως όλα συνεισφέρουν στη μετάδοση του απόκοσμου ερέβους στο ακροατήριο. Αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ φωνητικών τεχνοτροπιών και παγερών συνθέσεων κορυφώνεται στο "Witchfuck" που αποτελεί την κορυφαία στιγμή του δίσκου.

Σε αυτό το σημείο, το "Hadal” ξεδιπλώνει το πραγματικό εύρος των δυνατοτήτων του δημιουργού του, αφού το "Stone Vault Astronomers” που ακολουθεί παρουσιάζει ισορροπημένα όλες τις πτυχές του ήχου της μπάντας. Είναι προφανές πως ο(ι) Over The Voids… δεν επιδιώκουν μια διαρκή επίθεση, οπότε, ενώ, η ορθόδοξη οργή των Craft και Armagedda δεν απαντάται, η μελαγχολία του σύγχρονου post-black metal δένει εξαιρετικά, μην απέχοντας πολύ από αντιλήψεις συγκροτημάτων όπως οι Falls Of Rauros. Στο "Prodigal King” απαντάται η πιο εοσφορική στιγμή του δίσκου, με τα φωνητικά πριν το τέταρτο λεπτό να παρουσιάζουν ιδιαίτερη δραματουργία που ισορροπεί το Darkthrone-ικό κεντρικό riff.

Πριν το "Thin Ice" ολοκληρώσει την εμπειρία με παρόμοιο τρόπο με την έναρξη του "Hadal", το "Corridors Inside A Glacier" αποτελεί την επιβλητικότερη στιγμή του δίσκου. Η αμερικανική συνταγή, συνοδευόμενη από μια ελαφριά ανακύκλωση ιδεών, πατάει πάνω σε ένα υπέροχο κτίσιμο που καταλήγει σε ένα ψυχολογικό ξέσπασμα. Το "Hadal”, είναι δίσκος με πολύ συγκεκριμένο σκοπό, που διαθέτει τα κατάλληλα μέσα για να τον πετύχει. Παραβλέποντας την ανισορροπία που επιφέρουν μερικές προσεγγίσεις ανά σημεία, καθώς και τη θρησκευτική προσήλωση στις επιρροές τους, η επιστροφή των Over The Voids καταφέρνει να μεταδώσει όσα αναζητεί ο δημιουργός, ρομαντικά αλλά όχι επιτηδευμένα, παγερά, αλλά όχι ριψοκίνδυνα. Όσοι αναζητείτε αυτού του είδους το συναίσθημα, το "Hadal" το ανασύρει από τα πνιγηρά του βάθη και το προσφέρει εύπεπτα και δομημένα στις αισθήσεις σας.

Bandcamp
Youtube

  • SHARE
  • TWEET