Nothing But Thieves

Broken Machine

RCA/Sony Music (2017)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 07/11/2017
Οι νέοι ήρωες των alt-rock ραδιοφώνων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να γράφεις μουσική που να μπορεί, έστω και δυνητικά, να απευθυνθεί σε ευρύ κοινό. Κάποιοι ίσως να πουν ότι το μοτίβο κουπλέ-ρεφραίν, οι απλοϊκές μελωδίες και οι όχι-πολυδιάστατοι στίχοι είναι ευκολότερη λύση από άλλες, λιγότερο προφανείς οδούς, και δεν θα έχουν απόλυτα άδικο. Με δεδομένο, όμως, το ιστορικό της ευρύτερης rock σκηνής και το μέγεθος της σύγχρονης εκδοχής της, τα πράγματα αλλάζουν. Η μουσική βιομηχανία φαίνεται να βάζει δύσκολα ακόμα και σε ονόματα με μεγάλη παρουσία στο χώρο, ενώ νεοφερμένοι σαν τους Nothing But Thieves μόνο στρωμένα χαλιά δε βρήκαν.

Το προ διετίας ομότιτλο ντεμπούτο της παρέας από το Essex είναι από εκείνες τις κυκλοφορίες που οι καχύποπτοι τρίβουν τα χέρια τους. Θέσεις σε charts ανά τον κόσμο, από το Νησί που στηρίζει τα παιδιά του και την πάντα γουστόζα Ολλανδία, μέχρι την τρομακτικά τεράστια αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών. Σχεδόν προς όποια κατεύθυνση κι αν κοιτούσες, κάποιο κομμάτι του θα άκουγες· τηλεόραση, video games, soundtracks. Για ραδιόφωνα (διατηρώ τις αμφιβολίες μου για τα εγχώρια) δεν το συζητάμε. Η μαζική παράνοια, βέβαια, είχε τη βάση της. Το "Nothing But Thieves" έδωσε όχι ένα, όχι τρία, όχι πέντε, αλλά δέκα singles. Άλλα συγκροτήματα χρειάζονται τρεις δίσκους για κάτι τέτοιο.

Οι καχύποπτοι που λέγαμε παραπάνω, θα αρχίσουν τα σχόλια για σπρώξιμο και δισκογραφικές. Το ζήτημα, όμως, δεν ήταν μόνο ο αριθμός των single, αλλά τα ίδια τα κομμάτια. Από το explicit-content του "Ban All The Music" στο κομμένο και ραμμένο για ραδιόφωνα "Itch" κι από εκεί στο "If I Get High" με το blockbuster-ικό βίντεο και το υπερβολικά κολλητικό "Trip Switch", το άλμπουμ ήταν γεμάτο από μεγάλα κομμάτια. Κι αν η ψηλή θέση του πήχη μπορεί θεωρητικά να μοιάζει επικίνδυνη, η πεντάδα δε φαίνεται να προβληματίστηκε ιδιαίτερα για το δεύτερο πόνημά της. Η συνταγή αλλάζει τόσο ώστε να μην υπάρχουν déjà-vu, διατηρώντας σταθερές τις ισορροπίες, τα hooks και τη συνολική αίσθηση.

Το ξεκίνημα με το ευθύ "I Was Just A Kid" είναι σεμιναριακό, ενώ η συνέχεια με τα "Amsterdam" και "Sorry" δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Τραγούδια που μπορείς να φανταστείς να ακούς είτε στο αυτοκίνητο επιστρέφοντας από τη δουλειά, είτε σε μια αρένα μαζί με κόσμο που τη μία στιγμή θα χορεύει και την επόμενη θα ανάβει αναπτήρες. Το ομότιτλο είναι τόσο groovy που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ακίνητο, οι στίχοι του "Live Like Animals" είναι μια καλοδεχούμενη μικρή έκπληξη και οι επιρροές των "AM"-Monkeys χτυπάνε κόκκινο στο "Soda". Στις αρχικές ακροάσεις το δεύτερο μισό μπορεί να μοιάσει λιγότερο εντυπωσιακό από το πρώτο, ωστόσο κομμάτια σαν το "I'm Not Made By Design" ή το "Particles" είναι εκεί προς διάψευση.

Το "Broken Machine" έχει όλα όσα χρειάζεται για να πετύχει. Η ισορροπία ανάμεσα στα σύγχρονα rock και τα εναλλακτικά στοιχεία είναι άψογη, οι μελωδίες καλοστημένες και οι εναλλαγές από τα δυναμικά στα ήπια σημεία δημιουργούν μια εξαιρετική ροή. Τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Conor Mason αναμενόμενα βρίσκονται στο επίκεντρο των συνθέσεων, ενώ οι λεπτομέρειες-αναφορές είναι το λιγότερο προσεγμένες. Κι αν οι Muse-ish γραμμές και τα γκαραζο-groove ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα, η Buckley-ική ατμόσφαιρα του "Hell, Yeah" και το άτυπο tribute στους mid-90s-Radiohead του "Afterlife" ακούγονται λιγότερο προφανή αλλά εξίσου ταιριαστά με τον ήχο των Nothing But Thieves.

  • SHARE
  • TWEET