Nonpoint

The Poison Red

Spinefarm (2016)
Από τον Σπύρο Κούκα, 10/06/2016
Ο πήχης τους βρίσκεται πάνω απ’ τον μέσο όρο, μα όχι τόσο ώστε να ξεχωρίσουν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το κύμα των σχημάτων που ξεπετάχτηκαν από τα μέσα των '90s ως και τις αρχές των '00s και αποτέλεσαν τους εκπροσώπους του σύγχρονου αμερικάνικου σκληρού ήχου, είτε αυτός λέγεται nu metal, είτε metalcore ή NWOAHM, ήταν ανέκαθεν στοιχείο διχασμού ανάμεσα στους οπαδούς στις δυο άκρες του Ατλαντικού. Ενώ η αμερικάνικη αγορά αγκάλιασε με θέρμη πολλά από τα νέα αυτά σχήματα, με αποτέλεσμα μεγάλες πωλήσεις και γεμάτα στάδια, η Ευρώπη φάνηκε τουλάχιστον διστακτική στην αποδοχή τους, ξεχωρίζοντας, ως επί το πλείστον, εκείνα που ηχητικά βρίσκονταν πιο κοντά στον πρότερο σκληρό ήχο.

Σήμερα, με αρκετά χρόνια να έχουν περάσει από την περίοδο κορύφωσης αυτού του ήχου, τα πράγματα μοιάζουν πιο ξεκάθαρα. Όπως σε κάθε είδος, οι μπάντες όπου άξιζαν, κατάφεραν να εδραιωθούν, με την κλιμάκωση της έννοιας αυτής να είναι αναντίρρητη. Έτσι, για κάθε Killswitch Engage, Disturbed και Slipknot, που κατάφεραν να μείνουν στον αφρό, γιγαντώνοντας το όνομα τους, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των σχημάτων μικρότερης δημοτικότητας, όπως οι Sevendust και οι Devildriver, όπου άντεξαν τη φθορά του χρόνου και αποτελούν τον κορμό του ιδιώματος. Ένα τέτοιο συγκρότημα αποτελούν και οι Nonpoint, καθώς, εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια, υπηρετούν τον εν λόγω ήχο, με αποτελέσματα που κυμαίνονται, σταθερά, από αξιοπρεπή έως αξιόλογα. Ο νέος τους, δέκατος (αν συνυπολογίσουμε και το ανεξάρτητο ντεμπούτο "Separate Yourself") δίσκος, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτόν τον ισχυρισμό, παρουσιάζοντάς τους πιο ώριμους από ποτέ, μην έχοντας να αποδείξουν τίποτα πλέον για την αξία τους.

Σαν σύνολο, λοιπόν, το "The Poison Red" είναι μια χαρά δισκάκι. Η ακρόαση του περνάει αβίαστα, δεν κουράζει και σίγουρα έχει εκείνες τις δυο τρεις στιγμές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως «κράχτης», όπως το εναρκτήριο "Generation Idiot", με τον σαφή κοινωνικοποιημένο στίχο ή το "Divided Conquer Them". Παράλληλα, η μπάντα αποδίδει στα γνώριμα, άκρως επαγγελματικά επίπεδα, όντας ηχητικά κάπου ανάμεσα στους Disturbed και τους Sevendust, ενώ το γρέζι στη φωνή του Elias Soriano είναι αρκετά εντονότερο απ’ ό,τι παλιότερα, κάτι που αποδεικνύεται μια ευπρόσδεκτη διαφοροποίηση και αναδεικνύεται σε κρυφό ατού της κυκλοφορίας. Έτσι, δεν υπάρχει κάτι που να χρήζει παρατηρήσεως, κάτι εμφανώς ενοχλητικό ως προς την ακρόαση του άλμπουμ.

Εδώ είναι, όμως, που εμφανίζεται το πρόβλημα. Τα πάντα είναι «καλά» και κυλάνε «αβίαστα». Για έναν δίσκο που ξεκάθαρα στοχεύει και στην εμπορική επιτυχία, με την είσοδο του στα Billboard Charts και όλα τα σχετικά, το γεγονός ότι μοιάζει ακίνδυνος, υδαρής και εν τέλει περαστικός, αναμφίβολα αποτελεί σαφές μειονέκτημα, τουλάχιστον στα μάτια μου. Δεν μιλάμε, άλλωστε, για μουσική για προθάλαμο οδοντιατρείου, μα για ένα εμπορικό είδος heavy metal, που, όσες ενστάσεις κι αν υπάρχουν για την ποιοτική του αξία, τα εκάστοτε hit singles του είναι κολλητικά όσο μια τσίχλα κάτω απ’ το τραπέζι˙ όσο περισσότερο χρόνο - και ακροάσεις - τους δίνεις, τόσο περισσότερο σου «μένουν». Στην προκειμένη, μιλάμε καθαρά για μια από τα ίδια, μια κυκλοφορία που, αν και φέρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήχου της μπάντας, συγχρόνως θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει από οποιοδήποτε άλλο, συγγενές σχήμα, και για κορυφές μερικών ακροάσεων, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα έχουν δώσει τη θέση τους, αμαχητί, στην επόμενη μουσική παρτίδα.

Σε τελική ανάλυση, ο παράγοντας που τείνει να αφήσει ανεξίτηλη μια κυκλοφορία στον ψυχισμό του ακροατή είναι η ποιότητα και η ιδιαιτερότητά της. Ακόμη και ακούσματα που, κατά το προσωπικό γούστο του καθενός, είναι μη αρεστά, εφόσον έχουν αυτό το κάτι διαφορετικό, καταφέρνουν και του μένουν χαραγμένα, έστω και σαν παράδειγμα αποφυγής και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, χλευασμού. Το "The Poison Red", καλώς ή κακώς, δεν έχει αυτό το γνώρισμα. Αποτελεί ένα αντικειμενικά ευχάριστο άκουσμα, που, όμως, γρήγορα θα χαθεί μέσα στην υπερπροσφορά κυκλοφοριών της εποχής μας.

  • SHARE
  • TWEET