Metal Allegiance

Volume II - Power Drunk Majesty

Nuclear Blast (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 29/08/2018
Κυλάει ευχάριστα και βγάζει γούστα ανά στιγμές, αλλά θα μπορούσαμε να ζήσουμε και δίχως την ύπαρξή του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεύτερο άλμπουμ για το Metal Allegiance all star project, με τον βασικό πυρήνα των Portnoy/Ellefson/Skolnick και τον Mark Menghi να παραμένουν οι αναλλοίωτες σταθερές αυτού του συναπαντήματος πρωτοκλασάτων ονομάτων της metal σκηνής. Βέβαια, με την όλη φάση να κυλάει ευχάριστα συναυλιακά, αλλά να χωλαίνει εμφανώς στουντιακά (καθώς το ομότιτλο ντεμπούτο ξεχάστηκε όσο γρήγορα κυκλοφόρησε), προσωπικά δεν περίμενα να υπάρξει κάποια δισκογραφική συνέχεια στο όλο εγχείρημα, οπότε η δεύτερη αυτή προσπάθεια με βρήκε μάλλον έκπληκτο και με τον πήχη των προσδοκιών αρκετά χαμηλά.

Η αλήθεια είναι πως για το πρώτο άλμπουμ του project δεν υπήρχαν και πολλά αρνητικά να του προσάψει κανείς, πέραν του γεγονότος πως δεν μπόρεσε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει το όποιο hype μπορούσε να δημιουργηθεί από την παρουσία τόσων σημαντικών προσωπικοτήτων τόσο στη δημιουργική διαδικασία, όσο και στο κομμάτι της εκτέλεσης/απόδοσης των συνθέσεων καθεαυτό. Έτσι, και με το "Power Drunk Majesty" να έρχεται τρία χρόνια αργότερα με ανανεωμένο cast καλεσμένων και με μια εικόνα να έχει ήδη διαμορφωθεί για το τί μπορούμε να περιμένουμε (οι βασικές δομικές αρχές της οποίας ακολουθούνται σε μεγάλο βαθμό και στο νέο άλμπουμ), η ακρόαση του δίσκου άφηνε ελπίδες για κάτι πιο ενδιαφέρον, ή τουλάχιστον λιγότερο τυπικό/απαρατήρητο από το ντεμπούτο.

Άλλωστε, οι εδώ guest συμμετοχές των Trevor Strnad (The Black Dahlia Murder), John Bush (Armored Saint, ex-Anthrax), Bobby Elsworth (Overkill), Mark Tornillo (Accept), Johan Hegg (Amon Amarth), Max Cavalera (Soulfly, Cavalera Conspiracy) και Floor Jansen (Nightwish), μαζί με τους Troy Sanders (Mastodon) και Mark Osegueda (Dark Angel) που συμμετείχαν και στο ντεμπούτο, μοιάζουν περισσότερο ομοιογενείς και ταιριαστές στο ηχόχρωμα των εμπνεύσεων των συνθετών του εγχειρήματος, ενώ και οι συνθέσεις φαντάζουν ένα κλικ πιο διασκεδαστικές, αν και όχι απαραίτητα καλύτερες μεμονωμένα ως μονάδες.

Παραδείγματος χάριν, για δεύτερο διαδοχικό άλμπουμ, το εναρκτήριο τραγούδι μοιάζει - και είναι - από αδιάφορο έως διεκπεραιωτικό, με τον Trevor Strnad να μην προσφέρει κάτι ιδιαίτερο ερμηνευτικά και μονάχα τα lead μέρη του Alex Skolnick να ξεχωρίζουν (εύκολα κιόλας, με τον Αμερικανό κιθαρίστα να είναι κι εκείνος που με τη δουλειά του στα σόλο μέρη των συνθέσεων τραβάει το κουπί των θετικών εντυπώσεων για το άλμπουμ). Από την άλλη, το groovy "Bound By Silence" δείχνει για ποιον λόγο είναι απαραίτητος ένας σπουδαίος τραγουδιστής για να αναδειχθεί πλήρως μια σύνθεση, με τον John Bush να ανεβάζει επίπεδο ένα κομμάτι που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσε απαρατήρητο.

Το "Mother Of Sin", με τον Bobby Ellsworth στα φωνητικά μέρη, ανήκει στις καλύτερες στιγμές του δίσκου αφού το thrash-ύ του ύφος δένει αρμονικά με τα βιτριολικά φωνητικά του τραγουδιστή των Overkill, ενώ και ο Mark Tornillo κάνει εξαίσια δουλειά στο "Terminal Illusion", αν και η σύνθεση από μόνη της θα χανόταν μέσα σε κάποιο από τα τελευταία Accept άλμπουμ. Στα δύο επόμενα, δε, τραγούδια, τα "King With A Paper" (με τον Johan Hegg στη φωνή) και "Voodoo Of The Godsend" (με τον Max Cavalera) βρίσκουμε δύο αξιόλογες στιγμές του "Power Drunk Majesty", με το πρώτο να πλήττεται από τα “cookie monster-like” και δίχως ιδιαίτερη προσωπικότητα φωνητικά του τραγουδιστή των Amon Amarth και το δεύτερο, αντιθέτως, να ολοκληρώνεται από το προσωπικό στίγμα του Βραζιλιάνου ερμηνευτή.

Ο Troy Sanders τα λέει καλά στο Megadeth-ικό filler-άκι "Liars & Thieves" που δεν αξίζει και πολύ παραπάνω ανάλυση, ενώ ο Mark Osegueda μάλλον άνετα κάνει το «δύο στα δύο» με τις ερμηνείες του και σε αυτό το άλμπουμ, με το "Impulse Control" να είναι λειτουργικότατη και αεράτη thrash τραγουδάρα και το πρώτο μέρος του ομότιτλου τραγουδιού μια χαρά σύνθεση, με σωστή κλιμάκωση και χρήση γνωστών δημιουργικών μανιέρων του είδους.

Για το τέλος, στο δεύτερο μέρος του "Power Drunk Majesty" βρίσκουμε τη χαρακτηριστική φωνή της Floor Jansen να απογειώνει το δίσκο στα τελειώματα του, με την εν λόγω σύνθεση να έχει πριμοδοτηθεί με το κορυφαίο/πιο κολλητικό ρεφρέν του δίσκου και, συμπληρωματικά με το προαναφερθέν πρώτο μέρος της, να δείχνει πως το project έχει τις προδιαγραφές για να προσφέρει και σε ευρύτερο βαθμό κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο, πέραν των μεμονωμένων στιγμών που έχει να επιδείξει έως τώρα. Το θέμα είναι κατά πόσο είναι επιθυμητό κάτι τέτοιο από τους βασικούς του συντελεστές, θυσιάζοντας την όποια ποικιλομορφία επιδιώκεται μέσω των πολλών συμμετεχόντων και των διαφορετικών υφολογικών επιλογών κι εστιάζοντας πραγματικά στο να σμιλεύσουν και τελειοποιήσουν τα δυνατά τους στοιχεία, έστω και με έναν μικρότερο και πιο ταιριαστό πυρήνα συμμετεχόντων. Μέχρι τότε, το "Power Drunk Majesty" θα κυλάει γουστόζικα για όσες φορές παίξει, αλλά δύσκολα θα έχει καλύτερη τύχη από εκείνη του προκατόχου του, καταλήγοντας μακροπρόθεσμα να ξεχαστεί για το μουσικό του περιεχόμενο και να μνημονεύεται κυρίως για την πληθώρα καλεσμένων που φιλοξένησε.

  • SHARE
  • TWEET