Manchester Orchestra
The Valley Of Vision (EP)
Εξαγγελία για την κοιλάδα του Οράματος
Τι σας συνέβη τώρα, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και ανεβήκατε όλοι σας πάνω στις οροφές;
Aν άκουγε κάποιος το "I'm Like A Virgin Losing A Child", το δεκαεπτάχρονο ντεμπούτο των Manchester Orchestra, κι ύστερα αμέσως το "The Valley Of Vision", θα μπορούσε κάλλιστα να πιστέψει πως πρόκειται για διαφορετικό συγκρότημα. Κάπου στην πορεία χάθηκαν οι πολλές κιθάρες, τα κοφτά ακόρντα, και η ενέργεια της πρώιμης ενήλικης ζωής. Έμεινε, βέβαια αμείωτη η Αμερικανική θλίψη στα ένρινα φωνητικά του Andy Hull (είπε κάποιος emo;), του κύριου συνθέτη και τραγουδιστή, όμως μετουσιωμένη σε κάτι πιο μπαρουτοκαπνισμένο - στην περίπτωση που βαρεθήκαμε τις συνυποδηλώσεις της λέξης «ώριμο». Η ειλικρίνεια στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, η αυτοβιογραφική ματιά, και μία σχέση αγάπης-μίσους με τη θρησκεία αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν σταθερούς αφηγηματικούς άξονες διαχρονικά, και το ίδιο ισχύει και με το τελευταίο τους ΕΡ.
Η κοιλάδα του οράματος είναι φράση παρμένη απευθείας από το Βιβλίο του Ησαΐα στην Παλαιά Διαθήκη. Μπροστά στην απειλή ενός εχθρικού στρατού που πλησιάζει από τους γύρω λόφους, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ προετοιμάζονται για τον κίνδυνο με όλους τους πιθανούς τρόπους, εκτός από το να στραφούν στον Θεό για βοήθεια - κάτι για το οποίο τους εγκαλεί ο προφήτης. Παράλληλα, "Valley Of Vision" τιτλοφορείται και ένα Πουριτανικό βιβλίο προσευχών. Δεδομένου ότι το EP συνεχίζει τη θεματική του "A Million Masks Of God" για την απώλεια του πατέρα του κιθαρίστα McDowell, ο συμβολισμός μπορεί να ερμηνευτεί ως μία καταφυγή για βοήθεια στον Θεό, στην προοπτική - ή στην εμπειρία - μίας επαφής με τον θάνατο. Η διαχείριση αυτού του υπαρξιακού ορίου, της απώλειας, και της συναισθηματικής αστάθειας, μαζί με όλες τις αλλαγές που αυτά επιφέρουν, βρίσκονται στο επίκεντρο του "The Valley of Vision".
Ίσως αναμενόμενα, το μουσικό ύφος είναι τρυφερό, ήπιο, και αιθέριο. Οι συνθέσεις είναι απαλές, με αέρινη ενορχήστρωση, και διανθισμένες με αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία, πιάνο, χορωδίες, και ambient ήχους, δημιουργώντας μία πραγματική αίσθηση ανοιχτάδας. Οι φωνητικές γραμμές είναι καλοδουλεμένες, και έχουν μία αβίαστη αναγνωρισιμότητα, σαν να ξεξυπνούν μέσα σου τραγούδια που έχεις να ακούσεις πολλά χρόνια. Παρά την επίπεδη εικόνα που συνειρμικά δημιουργεί η κοιλάδα, πάντως, το κάθε κομμάτι ακολουθεί μία ανοδική πορεία, με χτισίματα και συναισθηματικές κορυφώσεις. Το αργόσυρτο "Quietly" βασίζεται σε ένα απλό beat, και το μπάσο καθοδηγεί την μελωδία μαζί με την φωνή και το πιάνο, μέχρι που στο τελευταίο του μέρος, ξεκινάει μία ταχυπαλμία που ξεσπά σε μία δυναμική επανάληψη του ρεφραίν. Όλο το συγκρότημα αστράφτει στο σημείο αυτό, με το κιθαριστικό σόλο να καθοδηγεί την εξέγερση των υπόλοιπων οργάνων, ενώ lo-fi σφυροκοπήματα των ντραμς διατηρεί αμείωτη την ένταση. Αντίστοιχου μεγέθους χτίσιμο έχουμε και στο "Rear View", με τη μουσική να είναι τόσο μίνιμαλ και ξεγυμνωμένη όσο και οι στίχοι, μέχρι που επέρχεται ένα λυτρωτικό ξέσπασμα στο τέλος για να εκτονώσει την ένταση που τόσο μαεστρικά χτίζεται για τέσσερα λεπτά.
Το κλειδί των συνθέσεων είναι η εξισορρόπηση των αντιθέτων, μιας και το lo-fi συμπληρώνει τις διαυγείς νότες, η ψηλή φωνή του Hull αντιδιαστέλλεται στο μπάσο, το γρήγορο ακολουθεί το αργό, και η πικρία συνομιλεί με την κάθαρση. Είτε τα κομμάτια ρέπουν προς το ηλεκτρονικό στοιχείο, όπως το προσωπικό αγαπημένο "The Way" με τα trip hop τερτίπια του, ή το ακουστικό "Lose You Again" με την επικήδεια θλίψη του, καταφέρνουν να συγκινούν μακριά από τετριμμένους μελοδραματισμούς, και εύκολα δάκρυα, με μία ικανότητα που διέπει εξαρχής τους Manchester Orchestra. Μόνο μία φορά αυτή η διακριτική μελαγχολία αναδεικνύεται ως πιο επιτηδευμένη, στο εναρκτήριο "Capital Karma", που επιδιώκει να προκαλέσει μία συναισθηματική φόρτιση χωρίς να προλαβαίνει να την κερδίσει οργανικά, και εν τέλει ακούγεται προβλέψιμο, ενώ η φωνητική γραμμή απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί διακριτική, και εν τέλει μοιάζει εκβιαστική, μειώνοντας ένα κατά τ' άλλα πολύ όμορφο κομμάτι, με τρομερή παραγωγή.
Στο "Valley of Vision", οι Manchester Orchestra είναι ένα συγκρότημα που φαίνεται να έχει βιώσει τις δυσκολίες που προέβλεπε στις απαρχές του. Οι ζωές μας σπάνια έχουν την ανεμελιά μίας πεδιάδας, και ακόμη και τότε γνωρίζουμε πως στους γύρω λόφους κρύβονται σκοτεινοί κίνδυνοι. Με το indie rock τους πιο χρωματιστό και διευρυμένο, οι Manchester Orchestra παραδίδουν έναν επίλογο στο εντυπωσιακό τελευταίο τους άλμπουμ, και πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτό το ύφος τους πάει πολύ, καθώς φέρνει περισσότερο βάθος στον συναισθηματισμό τους, και διευρύνει το λεξιλόγιό τους. Με το "The Valley of Vision", μπορούμε να μιλάμε για ένα συγκρότημα που, ύστερα από ένα μαύρο μίλι ως την επιφάνεια, δέχεται τις ακτίδες του ήλιου στο πρόσωπό του για πρώτη φορά μετά από καιρό.
Τώρα, ανακούφιση και ανάπαυλα.