Lumiere Brother

Twenty One

Inner Ear (2013)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 25/04/2013
«Ακόμη μια αξιόλογη κυκλοφορία από το θησαυροφυλάκιο της Inner Ear. Δώδεκα όμορφες πιανιστικές indie pop μελωδίες, γεμάτες λυρισμό και ευαισθησία»
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Πριν δέκα χρόνια, ο σκηνοθέτης Alejandro González Iñárritu μας έδωσε το πολύ καλό φιλμ "21 Grams", κάνοντας ευρύτερα γνωστή τη φήμη που θέλει τη μάζα μας να μειώνεται κατά 21 γραμμάρια τη στιγμή που αφήνουμε την τελευταία μας πνοή (κούφια η ώρα). Πιθανότατα πρόκειται για μύθο, αλλά αυτή η σχεδόν ανεπαίσθητη απώλεια σωματικού βάρους που συμβαίνει όταν ξεψυχούμε, έχει επικρατήσει να αποδίδεται στο βάρος της ψυχής που αποχωρίζεται το σώμα.

Με δεδομένη την πυκνότητα του αέρα, θα μπορούσαμε να πάρουμε μολύβι και χαρτί για να υπολογίσουμε τη μάζα του αέρα που έχουμε στα πνευμόνια μας, ώστε να δούμε αν υπάρχει συσχέτιση των 21 γραμμαρίων με το βάρος του αέρα της τελευταίας εκπνοής, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας σήμερα (άσε που όλο και κάποιος θα το έχει ήδη κάνει πριν από μας...).

Το θέμα μας είναι συγγενικό (κατά έναν περίεργο τρόπο) και δεν είναι άλλο από το αέρινο "Twenty One", το δεύτερο άλμπουμ του Loumiere Brother -κατά κόσμον Θανάση Χριστοδούλου (ο μεγάλος αδελφός της Monika, παρεμπιπτόντως)-, ο οποίος συνεχίζει με συνέπεια την αθόρυβη, αλλά ειλικρινή πορεία που ξεκίνησε πάνω από δέκα χρόνια πριν, στην Πάτρα με τους Serpentine.

Πρόκειται για ακόμη μια αξιόλογη κυκλοφορία από το θησαυροφυλάκιο της Inner Ear, όπου θα βρείτε δώδεκα όμορφες μελωδίες γεμάτες λυρισμό και ευαισθησία και όπως συνέβη και με το "Fiction" (2010) -το πρώτο του άλμπουμ- οι indie pop συνθέσεις είναι δομημένες με το πιάνο να βρίσκεται στο επίκεντρο.

«Listen to this, the sound of your keyboard,
The sound that you miss, instead of a sigh»

...τον ακούμε να λέει στο φθινοπωρινό "White Walls" και ο αναστεναγμός (sigh) μας συνδέει με έναν έμμεσο τρόπο με τα 21 γραμμάρια, σαν μια επαναλαμβανόμενη πρόβα της τελευταίας εκπνοής που αναπόφευκτα θα έρθει κάποια στιγμή.

Σε πολλά σημεία τα φωνητικά ακούγονται «διστακτικά» (έως και τρεμάμενα), αλλά αυτό δεν είναι κατά ανάγκη κακό, καθώς τα κομμάτια κερδίζουν σε συναισθηματικό περιεχόμενο και ακολουθούν πιο πιστά τους αξιοπρεπείς -σε γενικές γραμμές- στίχους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φορτισμένη μπαλάντα "Behind You", η οποία μοιάζει χτισμένη πάνω στο "High Hopes" από το "Division Bell" (1994) των Pink Floyd, έχοντας, παράλληλα, κάτι από την έλλειψη σιγουριάς της παντοτινής εφηβικής παρόρμησης του Wayne Coyne των Flaming Lips (χαρακτηριστικές πινελιές των οποίων συναντούμε συχνά -εδώ κι εκεί- στο "Twenty One").

Ένα από τα πιο προσβάσιμα κομμάτια του άλμπουμ, το "Between The Lines" παραπέμπει στον τρόπο γραφής του Badly Drawn Boy και πιο συγκεκριμένα στο "Silent Sigh" (να σου πάλι ο αναστεναγμός) από το soundtrack του "About A Boy" (2002), αλλά και στα κομμάτια του "So Much For The City", του πανέμορφου ντεμπούτο των Ιρλανδών Thrills από το 2003. Ιδιαιτέρως όμορφο είναι και το ονειρικό "Home", αλλά και το "Somewhere In Berlin" με αμφότερα να διαθέτουν μια πολύ καλή ισορροπία στον ήχο. Την παραγωγή, παρεμπιπτόντως, την υπογράφει ο Ottomo (Νίκος Αγγλούπας), ο οποίος προσθέτει ακόμη έναν αξιόλογο δίσκο στο ενεργητικό του, μετά τις επιτυχημένες συνεργασίες με ονόματα όπως  Maraveyas Ilegál, Monika, Marietta Fafouti κ.α.

Γενικά, το άλμπουμ μοιάζει με μια βόλτα στα μελωδικά μονοπάτια της indie pop του πρώτου μισού της περασμένης δεκαετίας - και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι. Aκόμη και τα κομμάτια που παρεκκλίνουν από αυτή τη γραμμή, όπως το κλασικά δομημένο "Memory Fight", φέρνουν στο μυαλό δευτερεύοντα κομμάτια από τις κορυφές εκείνης της εξαιρετικά γόνιμης περιόδου (εν προκειμένω το "Memory Fight" θυμίζει το "To The Workers Of The Rock River Valley Region..." από το περίφημο "Illinoise" (2005) του εξαιρετικά επιδραστικού Sufjan Stevens).

Ωστόσο, αν έπρεπε να κρατήσω μόνο ένα κομμάτι από το "Twenty One" αυτό θα ήταν οπωσδήποτε το ζωηρό "Compass", το οποίο έχει έναν αέρα αναπόλησης σαν να πρόκειται για μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, όπου έχουν στριμωχτεί όλες οι αξιόλογες (όχι μόνο οι καλές) αναμνήσεις. Ένα ολοκληρωμένο track που πατάει πολύ γερά στα πόδια του, πράγματι. Κι όταν στα 02:24 μπαίνει η φυσαρμόνικα κι αρχίζει η απαρίθμηση των χρόνων που πέρασαν, όλα «λύνονται» και πολύ δύσκολα χορταίνεις τα δύο λεπτά που απομένουν μέχρι το τέλος. Γεμίζω ευφορία και δε θέλω να τελειώσει κάθε φορά που το ακούω, ιδιαίτερα εκεί που πάει να κλείσει καναδυό φορές (στα 03:13 και στα 03:40), για να επανέλθει ολοένα και πιο φιλόδοξο, σαν κάποιον που βρίσκει το δρόμο του μετά από μια λάθος στροφή. Θα το προτιμούσα να κλείνει με fade-out, όπως τα έπη του Springsteen, αλλά τι να λέμε τώρα, το κομμάτι είναι άψογο και ομολογώ ότι με άγγιξε.

Παρ' όλα αυτά, αντιμετωπίζοντας το άλμπουμ συνολικά, πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι -για κάποιον ανεξήγητο λόγο-, η συναναστροφή μαζί του μου υπενθύμισε (κάπως πιο έντονα από ό,τι συνήθως) εκείνο το πικρό ερωτηματικό που αιωρείται αναφορικά με τη σκοπιμότητα και τις προοπτικές της αρκετά πλούσιας, αλλά σχεδόν ολότελα εσωστρεφούς, αγγλόφωνης παραγωγής της χώρας μας.

Ίσως αυτή η υπενθύμιση να οφείλεται στο ότι το -κατά βάση- αξιόλογο σύνολο του "Twenty One" είναι περισσότερο αντικειμενοστραφές και εγκεφαλικό από όσο θα περίμενε κανείς και μοιάζει προοριζόμενο να ικανοποιήσει το δημιουργό του πιο πολύ από ό,τι τον ακροατή στον οποίο απευθύνεται. Ίσως, πάλι, να έχει να κάνει με το ότι -επί της ουσίας- δεν μας κομίζει κάτι καινούργιο με αυστηρά μουσικούς όρους. Ίσως, τέλος, να φταίω εγώ και το λοξό μου το μυαλό, που ξαφνικά το ξένισε μια παγιωμένη κατάσταση... Έστω κι έτσι πάντως, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ που αποπνέει ειλικρίνεια και μεράκι, συνιστώντας μια καλοδεχούμενη κυκλοφορία από έναν ταλαντούχο άνθρωπο.
  • SHARE
  • TWEET