London Grammar

The Greatest Love

Ministry Of Sound Recordings Ltd / Metal & Dust (2024)
Οι London Grammar δεν απογοητεύουν - κι ας μην συναρπάζουν όπως κάποτε
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Φαίνεται πως σε τούτη εδώ τη digital γωνιά της μουσικής κοινότητας αγνοήθηκε ο ντόρος όταν οι London Grammar έκαναν τα πρώτα τους βήματα, οπότε ας πιάσουμε την κλωστή απ' την αρχή να ξεμπλέξουμε το δισκογραφικό κουβάρι. Πριν έντεκα χρόνια, ο κόσμος άρχισε σχεδόν ταυτόχρονα να μιλάει για το ντεμπούτο μίας ιδιαίτερα ταλαντούχας τριάδας απ' την Αγγλία. Κεντρικό πρόσωπο η Hannah Reid, ένα συνεσταλμένο κορίτσι με αγγελική φωνή, που μπορούσε να σε καθηλώσει – και το έκανε: τραγούδια σαν το "Wasting My Young Years" την καταξίωσαν ταχύτατα ως μία απ' τις πιο ιδιαίτερες pop φωνές εκεί έξω, ενώ η διασκευή του "Nightcall" του Kavinsky καταφέρνει και γίνεται σκοτεινή και μελαγχολική με έναν διαφορετικό, δικό της τρόπο. Τέσσερα χρόνια μετά, το τρίο επανήλθε με το "Truth Is A Beautiful Thing", και ακουγόταν κατά κάποιον τρόπο ακόμη πιο ώριμο, ολοκληρωμένο, και αιθέριο απ' τον προκάτοχό του. Αυτό το 2/2 δεν συνεχίστηκε σε χατ τρικ με το "Californian Soil" (2021), το οποίο μπορεί να είχε κι αυτό τραγουδάρες, αλλά έμοιαζε μάλλον στάσιμο και ανεπαρκές συγκριτικά με τους προκατόχους του.

Έτσι, το "The Greatest Love", έρχεται σε μία φάση που το συγκρότημα αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως πρωτοκλασάτο όνομα – δεν ξεχνάμε επ ουδενί λόγο την τρομερή εμφάνισή τους στο Release Athens Festival πριν δύο χρόνια – αλλά ταυτόχρονα έχει δώσει ένα μικρό στίγμα για το πού κινείται μουσικά και υφολογικά. Δηλαδή, ενώ το τρίτο τους άλμπουμ σαφώς και δεν έδωσε καμία λαβή για να θεωρήσουμε ότι είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα μουσικό μεγαθήριο της indie pop, φανέρωσε ταυτόχρονα και την απροθυμία τους να κάνουν το κάτι παραπάνω, κι αυτό λέγεται με στεγνή αναφορά, κι όχι αξιολογητικά.

Στον υπ' αριθμόν νούμερο τέσσερα δίσκο τους, η πορεία συνεχίζει αδιάκοπη. Στις δέκα συνθέσεις του, υπάρχουν τραγούδια που θα συγκινήσουν κάθε μερίδα του ακροατηρίου τους. Υπάρχουν τα πιο ατμοσφαιρικά, κι υπάρχουν εκείνα που φέρνουν στο νου μια πιο αμερικάνικη και εμπορική pop, συνειρμός που γίνεται ευκολότερος όταν δίνουν στα κομμάτια τους τίτλους όπως "LA" και "Santa Fe" (εδώ βοηθά και το ρεγκετόν), αν και δεν πρόκειται να μπερδέψουν ποτέ πως πρόκειται για διαφορετικό συγκρότημα. Σε αδρές γραμμές, η πιο στοιχειώδης μετακίνηση που παρατηρείται αφορά σε κάτι πολύ πιο ζωντανό και ενεργητικό, με την ίδια την Reid να δηλώνει ότι την ενδιαφέρει να ξεφύγει απ' το sadcore ύφος των πρώτων δίσκων τους.

Κάτι τέτοιο διακρίνεται στους κάπως λιγότερο προσωπικούς στίχους. Αυτό το συναισθηματικό ξεδίπλωμα που άνοιγε απευθείας την πόρτα στο μυαλό και την καρδιά της Reid δεν επαναλαμβάνεται, ήδη απ' το "Californian Soil". Προφανώς και γράφει ακόμη από καρδιάς, έχοντας πολλά να πει τόσο για τη μουσική βιομηχανία όσο και για το πώς αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με τους άνδρες, αλλά δεν επιτρέπει εκείνη την ακάλυπτη έκθεση. Πουθενά αλλού δεν γίνεται αυτό πιο φανερό απ' το "Fakest Bitch", ένα κομμάτι που στιχουργικά είναι όσο πιο μακριά θα μπορούσαν να προσγειωθούν οι London Grammar, κι όχι μόνο λόγω της βρισιάς, αλλά επειδή πρόκειται για ένα diss track σε μελίρρυτη συσκευασία. Ως πρωτοβουλία κρίνεται θετικά να δοκιμαστεί κάτι διαφορετικό, ως εκτέλεση όμως νομίζω πως υστερεί στιχουργικά, και χωρίς να έχει κάτι ιδιαίτερα ισχυρό ως σύνθεση πέρα απ' την πληρότητά της, εν τέλει μετριάζει γρήγορα την περιέργεια που προξενεί.

Όταν κυκλοφόρησαν τα singles, το πρώτο που ξεχώριζε ήταν το "House", που έχει ένα απ' τα πιο αξιομνημόνευτα refrain με δυνατά hooks, και πραγματικά σε τραβάει να το τραγουδήσεις. Αν υπάρχει κάτι θαυμάσιο με την μουσική των London Grammar, είναι η δύναμή τους να γράφουν τραγούδια που ύστερα από λίγες μόνο ακροάσεις, νιώθεις πως τα γνωρίζεις χρόνια, χωρίς ποτέ να καταφεύγουν σε ενοχλητικά ear-worms, κι οι μελωδίες τους διακατέχονται από μία ευγένεια. Αν υπάρχει κάποιο κομμάτι που αποδεικνύει μία τέτοια δήλωση περίτρανα, θα έλεγα πως είναι το "House", που λειτουργεί εξαιρετικά στην αρχή του δίσκου λόγω μίας πεισμωμένης αυτοπεποίθησης που έχει.

Από εκεί και πέρα, τα κομμάτια του πρώτου μισού δεν είναι διόλου άσχημα, όμως δεν αισθάνομαι να μαγνητίζουν με ιδιαίτερο τρόπο. Εξαιρώντας το "You and I", που ξεκινάει με μία πιο παλιακή ενορχήστρωση, και έχει μία ρευστή μετακύλιση από τμήμα σε τμήμα μέχρι την κορύφωση που τα πάντα μοιάζουν να αναβλύζουν, το πρώτο μισό είναι σίγουρα ευχάριστο, αλλά ποιοτικά ασθενέστερο, ξεχωρίζοντας μόνο στιγμές, κι όχι ολόκληρες συνθέσεις. Απ' το "Kind of Man" και μετά, όμως, τα πράγματα αρχίζουν και πετυχαίνουν περισσότερο διάνα, όπου τόσο η πιο poppy και ανατατική πλευρά του συγκροτήματος, όσο και η πιο μελαγχολική, φτάνουν στο απόγειό τους. Το προαναφερθέν "Kind of Man" με το "Rescue" είναι δύο κομμάτια αρκετά δίδυμα λόγω των κολλητικών λαλαλα, και της γενικότερης διάθεσης, που συνδυάζει σοβαρούς προβληματισμούς με ανεβαστική μουσική, ενώ η δουλειά που έχει γίνει στο ορχηστρικό τμήμα απ' τους Dot Major και Dan Rothman είναι υποδειγματική, με μικρά licks, καλοφτιαγμένες λούπες, και διακριτικά drums. Αντίθετα, το "Into Gold" με τα παραμορφωμένα φωνητικά, το έντονο ηλεκτρονικό στοιχείο, φέρνει μία κατήφεια ευπρόσδεκτη και οικεία, ενώ το ομώνυνο ξεκινά ως μινιμαλιστική πιανιστική μπαλάντα, και με κάθε στιγμή που περνάει αναπτύσσει τα θέματά του κλιμακωτά, και φτάνει σε ένα αποστομωτικό κρεσέντο, με τη μουσική να καθοδηγείται απ' τις υπέροχες φωνητικές γραμμές που εμπλέκονται με τη χορωδία.

Κι έτσι, το "The Greatest Love" φτάνει στο τέλος του, και για μία ακόμη φορά συνειδητοποιείς ότι σου έχουν μείνει πιο πολλά στο νου απ' όσο εκτιμούσες αρχικά. Διότι οι London Grammar δεν είναι απλά άλλο ένα pop συγκρότημα, είναι μία απ' τις καλύτερες πρόσφατες μπάντες της indie pop, και αυτό οφείλεται στο ταλέντο και των τριών: της Hannah Reid ως πρώτης τάξεως τραγουδίστρια και μουσικό, αλλά και των συντρόφων της Major και Rothman επίσης, λόγω της ικανότητας να συνθέτουν και να ενορχηστρώνουν πραγματικά hits – ακόμη κι αν δεν προορίζονται ακριβώς για το ραδιόφωνο. Δέκα χρόνια και κάτι ψιλά απ' το ντεμπούτο τους, οι London Grammar συνεχίζουν να κάνουν αυτό που κάνουν, κι άλλες φορές αυτό μοιάζει με ένδειξη καλλιτεχνικού συντηρητισμού, κι άλλες ως έξυπνη επιλογή που διατηρεί ό,τι αξιοσημείωτο έχουν χτίσει. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν ένα συγκρότημα που έχει πετύχει να μην ακούγεται μόνο από λάτρεις της pop, αλλά να διεισδύσουν στις playlist διαφορετικών ακροατηρίων, και αυτό δείχνει ότι ο ήχος τους είναι μάλλον πιο πολυδιάστατος απ' όσο μπορεί να δείχνει.

Spotify

  • SHARE
  • TWEET