Janne Westerlund

Bell

Ektro (2019)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 25/01/2019
Ακουστική μουσική για νυχτερινές, φιλικές ακροάσεις
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στο μικρό παγκόσμιο μουσικό μας χωριό παρατηρούνται συχνά ασυμβατότητες στην ειδολογική και τοπική ταυτότητα κάποιων άλμπουμ/καλλιτεχνών. Ασυμβατότητες του τύπου νορβηγικό black από Βραζιλιάνους, κινέζικη reggae, αμερικανικό ρεμπέτικο και πάει λέγοντας, σε παγκοσμιοποιημένες μουσικές παραγωγές που συχνά μπορούν να προκαλούν κωμικότητα ή και πραγματική ενόχληση. Μουσικές που μπορούν να αποδίδονται άριστα μεν αλλά, να, τους λείπει το βίωμα.

Το "Bell" του Janne Westerlund, ως γνήσια folk/ americana γεννημένη στην καρδιά της Φινλανδίας θα μπορούσε να εμπίπτει στην παραπάνω κατηγορία όμως τόσο η διεθνής αποκωδικοποίηση της folk όσο και η αυθεντικότητα του Westerlund ευτυχώς ξεπερνούν κάθε ενδεχόμενο σαρκασμού. Δεν πρόκειται για κάποιον τυχαίο εξάλλου: πρόκειται για τον κιθαρίστα των Circle - μια από τις σπουδαιότερες experimental rock μπάντες της τελευταίας εικοσαετίας - , Pharaoh Overlord και Plain Ride. Μοιάζει λογικό να περιμένεις ότι αυτό εδώ το τσακάλι από τον Βορρά θα ξέρει να αποφύγει στιλιστικά ατοπήματα. Όντως, το "Bell" από την αρχή ως το τέλος πείθει για την αλήθεια του.

Κι ενώ ο δημιουργός του στα τέλη του 2017 ανακοίνωσε την «πενταετή απόσυρσή του από τα μουσικά δρώμενα», βρέθηκε λίγους μήνες μετά να ηχογραφεί το παρόν υλικό. Υπάρχει ομολογουμένως μια αίσθηση εκφραστικού «κατεπείγοντος» στα τραγούδια του "Bell". Μια ανάγκη εξομολόγησης και μια βαθιά μοναχικότητα έρπεται ανάμεσα στις νότες και αναδύεται από αυτές. Ο Westerlund με μόνα όπλα την ακουστική κιθάρα, το μπάντζο και την αλλόκοτη φωνή του, χτίζει μικρές και μινιμαλιστικές folk ελεγείες που μοιάζουν σαν να θέλουν να ξορκίσουν κάποιο προσωπικό βάρος, κάποιον καλά κρυμμένο κόμπο που παλεύει να λυθεί. Με αυτόν τον τρόπο, αρκετό από το υλικό του "Bell" καταλήγει να μοιάζει με ακουστικό blues παρά την έλλειψη της πεντατονίας. Είναι το «παράπονο» και η τραχιά συναισθηματική επικάλυψη των τραγουδιών που παραπέμπει στα blues και όχι στη γλύκα μιας αιθέριας folk. Αν και δεν έχει φανερές ομοιότητες, μου έφερε αρκετά στο μυαλό το "The Wake" του Scott Kelly.

Το ζητούμενο σε κάθε ακουστικό/folk άλμπουμ μοιάζει πάντα να είναι το χτίσιμο μιας αθέατης, προσωπικής γέφυρας και επικοινωνίας ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη. Από αυτήν την άποψη, καμία κριτική δεν μπορεί να γνωρίζει τί χημεία θα κάνει ο κάθε ακροατής με τον Janne. Να όμως που εμένα μου βγαίνει να τον πω με το μικρό του όνομα. Έχει προφανώς να κάνει με την αμεσότητα των τραγουδιών του "Bell", την ολόγυμνη παρουσία τους - στα περισσότερα tracks μπορείς να μετρήσεις τα όργανα στα δάχτυλα του μισού σου χεριού -, τις απλές μα δυνατές τους μελωδίες και την τσακισμένη χροιά της φωνής του η οποία, όχι σπάνια, φέρνει κάτι από παλιό Neil Young. Με τη φόρα τραγουδιών όπως το μαγικό "From The City", το "Talking Lake" ή το οκτάλεπτο "So Vast The Fields Of Sorrow", η προσωπική μου γέφυρα με τον πομπό φτιάχτηκε μάλλον εύκολα.

Το "Bell" λοιπόν δεν είναι από εκείνους τους δίσκους που θα σου αλλάξουν τον κόσμο, αν όμως σου ταιριάξουν θα μπορέσουν να σε συντροφεύσουν σε ποιοτικές, νυχτερινές (φαντάζομαι) ακροάσεις. Μπορεί να είναι εκείνος ο καλός φίλος στη δισκοθήκη σου που δεν θα επισκέπτεσαι όλη την ώρα, όποτε όμως το κάνεις εκείνος θα σε ακούσει ευγενικά και θα συντροφεύσει κάθε γουλιά και κάθε βάσανο σου.

  • SHARE
  • TWEET