Insense

Burn In Beautiful Fire

Indie Recordings (2011)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 19/09/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ποιός εξωτερικός παράγοντας μπορεί να εξασφαλίσει την ποιότητα ενός δίσκου, πέρα από την ίδια τη μουσική; Οι επιφανείς προσκεκλημένοι, οι φτασμένοι παραγωγοί, οι σχεδιαστές εξωφύλλων ή οι προϋπηρεσίες των μελών σε διάσημες μπάντες; Η απάντηση είναι προφανής για όσους ασχολούνται έστω και λίγο με τη μουσική. Ο μοναδικός σκοπός που εξυπηρετούν όλα τα παραπάνω είναι η προσέλκυση του ενδιαφέροντος, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεικνύεται μάταια.

Στην προκείμενη, οι Νορβηγοί Insense δεν κρίνονται ένοχοι για τα αναφερθέντα, ωστόσο απολαμβάνουν της συμπαράστασης του Anders Fridén, ο οποίος τούς αποδίδει τον χαρακτηρισμό (ενός ακόμα) next big thing. Το παράξενο βέβαια θα ήταν να υποστηρίζει το αντίθετο, αφού ο frontman των In Flames εκπροσωπεί τη μπάντα ως manager της. Ωστόσο, η παραπάνω δήλωση κρίνεται πέρα για πέρα αναληθής, καθώς η ύπαρξη της μπάντας χρονολογείται από το '99, ενώ οι τρεις δίσκοι της που κυκλοφόρησαν στα '00s δεν έχουν προκαλέσει την παραμικρή αίσθηση στο μουσικό κόσμο.

Στην τέταρτη προσπάθειά τους, ονόματι "Burn In Beautiful Fire", οι Insense δεν έχουν τίποτα καινοτόμο να παρουσιάσουν. Η βάση του ήχου τους πατάει γερά στο metalcore με τις ultra-χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, επεκτείνεται στο -όλο και πιο δημοφιλές- djent που δίδαξαν οι Meshuggah και ακολουθούν κατά προσέγγιση χίλιες δύο ακόμα μπάντες, δανείζεται μερικά στοιχεία από τους Gojira και τους Fear Factory, άλλα τόσα απ' τους Hatebreed, όμως και πάλι το τελικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από πλήρη αδιαφορία και κανένα ίχνος πρωτοτυπίας. Επιπλέον, η λίστα περιλαμβάνει και κάποιες melodeath αναφορές, υπό την ευγενική χορηγία των In Flames, αλλά και μία μονίμως διαχέουσα emocore αισθητική, που, σε συνδυασμό με τα απαράδεκτα καθαρά φωνητικά του Tommy Hjelm, επιτυγχάνει μία μεγαλοπρεπή ισοπέδωση των πάντων.

Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πάντως, η μπάντα δείχνει ότι έχει την ικανότητα να γράψει μία-δύο αξιομνημόνευτες μελωδίες, όπως στο "Alone In A Crowd" ή στο ομότιτλο, που κερδίζει πόντους λόγω της αμεσότητάς του. Προσπερνώντας το δέντρο, όμως, βρίσκεσαι μοιραία αντιμέτωπος με το δάσος, όπου μετά από λίγο θα ανακαλύψεις ότι κάνεις κύκλους και καταλήγεις συνεχώς στο ίδιο σημείο, σαν τους πρωταγωνιστές του Blair Witch Project. Ένα "Surviving Self Resentment" φτάνει και περισσεύει για να αντιπροσωπεύσει ολόκληρο το άλμπουμ, αφού τα riff, οι συνθετικές δομές και οι ερμηνείες που ακολουθούν, ανακυκλώνονται με εκνευριστικά μεγάλη συνέπεια. Κουράστηκα, ειλικρινά.
  • SHARE
  • TWEET