Idles

Ultra Mono

Partisan/Rockarolla (2020)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 22/09/2020
Το πιο επίκαιρο συγκρότημα της εποχής μας επέστρεψε πιο οργισμένο από ποτέ
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μόλις ένα χρόνο μετά το πρώτο σοκ του ντεμπούτου τους, το οποίο ξεχωρίσαμε ως ένα από τα καλύτερα της προηγούμενης δεκαετίας, ακολούθησε ο θρίαμβος του "Joy As An Act Of Resistance". Από τότε, οι Idles εξελίχθηκαν σε ένα από τα σημαντικότερα ανερχόμενα rock σχήματα της εποχής μας, πετυχαίνοντας να παίζουν ψηλά στο line-up μεγάλων μουσικών φεστιβάλ και, συναυλίες τους σε χώρους χωρητικότητας 10.000 ατόμων να γίνονται sold-out μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Και κάπως έτσι λοιπόν, φτάνουμε στο 2020, μια ομολογουμένως παράξενη χρονιά, όπου οι Idles μας παραδίδουν το "δύσκολο τρίτο άλμπουμ" της καριέρας τους.

Για τους περισσότερους, ο τρίτος δίσκος είναι αυτός όπου το συγκρότημα ξεφεύγει λίγο από τη συνηθισμένη του φόρμουλα και μας παρουσιάζει τι άλλο μπορεί να κάνει. Για κάποιους άλλους πάλι, ο τρίτος δίσκος είναι μια ευκαιρία για να ρίξουν ελαφρώς τους τόνους ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε μεγαλύτερο εύρος ακροατηρίου. Οι Idles όμως, στη νέα τους δουλειά, επιλέγουν περήφανα να μην κάνουν τίποτα από τα δύο. Μπορεί λοιπόν η συνεργασία τους με τον Kenny Beats να έκανε δυνατή την ένταξη κάποιων σκόρπιων hip-hop στοιχείων, όμως οι Βρετανοί εδώ δεν ξεφεύγουν ιδιαίτερα από το γνώριμο ύφος των προηγούμενων δύο δίσκων τους. Ίσα-ίσα δηλαδή που το "Ultra Mono" μάλλον αποτελεί και την πιο «σκληρή» και θορυβώδη κυκλοφορία τους. Κοινώς, αν μέχρι σήμερα δεν είχατε συγκινηθεί από τον ήχο τους, νομίζω ότι δύσκολα θα αλλάξετε γνώμη τώρα.

Και αυτό γίνεται σαφές από τα πρώτα δευτερόλεπτα καθώς το "War", όπως φανερώνει πιθανά και ο τίτλος, είναι ένα από τα πιο νευρώδη κομμάτια που έχει γράψει ποτέ το συγκρότημα, καθώς ο Joe Talbot τραγουδά έξαλλος στο μικρόφωνο "Clack clack clack a clang clang! That's the sound of the gun going bang bang". Και όπως είχε γίνει σαφές από τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους, το μήνυμα των Idles παραμένει πιο ισχυρό απ’ ό,τι πιθανά η ίδια η μουσική τους. Το βασικό μου όμως πρόβλημα είναι πως από τους στίχους αυτήν τη φορά φαίνεται να απουσιάζει ο συνδυασμός του καυστικού χιούμορ και της punk ευφυΐας που τους χαρακτήριζε στο παρελθόν. Δηλαδή, παρόλο που η καρδιά τους παραμένει στο πλευρό των αδύναμων και των κατατρεγμένων αυτού του κόσμου, ρεφρέν όπως το "I am IUnify", ακούγονται, σε μεγάλο βαθμό, λες και ο Talbot έχει πλέον αναθέσει τη συγγραφή των στίχων σε κάποιον έφηβο που μόλις ανακάλυψε την έννοια της ταξικής πάλης. Φυσικά, αυτό δεν ισχύει απόλυτα για το σύνολο του δίσκου, καθώς εδώ συναντάμε κάποιες ενδιαφέρουσες συγγραφικές καταθέσεις και μερικές έξυπνες αναφορές στην pop κουλτούρα, αλλά και τη θλιβερή κυβερνητική σκηνή της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Εξάλλου, από ένα συγκρότημα που έχει κάνει από την αρχή σαφές πως δεν ξεχωρίζει τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα από την τέχνη, δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο, όμως σίγουρα, εγώ τουλάχιστον, περίμενα κάτι παραπάνω.

Ευτυχώς, σε επίπεδο μουσικής, οι Idles παραμένουν απολαυστικοί καθώς εδώ εμπνέονται από την πρώιμη βρετανική punk σκηνή της δεκαετίας του '70, ενώ, σε αρκετά σημεία, όπως π.χ. στο "Ne Touche Pas Moi", ένα πανίσχυρο ηχητικό ντοκουμέντο κατά της σεξουαλική παρενόχλησης όπου συμμετέχει και η Jehnny Beth των Savages, η γενικότερη αισθητική μου έβγαλε κάτι από τους Joy Division της εποχής του "Warsaw". Παράλληλα, στο "Model Village" φλερτάρουν με το garage punk των Cramps, στο "Carcinogenic" οι δρόμοι τους συναντιούνται με τον ήχο των Fontaines D.C., στα "Grounds" και "Reigns" βγάζουν στην επιφάνεια τις επιρροές τους από τους PiL αλλά και την industrial σκηνή, ενώ στο "Kill them With Kindness", η επίδραση των Wire έρχεται και τέμνεται με την αμερικανική hardcore και noise rock σκηνή. Μόνο σύμπτωση δεν είναι εξάλλου το ότι στο δίσκο συμμετέχουν οι David Yow των Scratch Acid και The Jesus Lizard και Warren Ellis των Bad Seeds. Λίγο πριν το τέλος, στο "A Hymn" ο Talbot τραγουδά "I want to be lovedeverybody does" καθώς το συγκρότημα μας παραδίδει την ηχητική συνέχεια του "June", ενώ, στο φινάλε, οι Idles, κλείνουν εξίσου εκκωφαντικά με το ξεκίνημα, καθώς το "Danke" είναι σίγουρα μια από τις πιο παρανοϊκές και τσαμπουκαλεμένες συνθέσεις που έχει γράψει ποτέ το συγκρότημα.

Ειδική αναφορά οφείλει να γίνει στο δίδυμο των Mark Bowen και Lee Kiernan οι οποίοι δείχνουν να έχουν βρει απόλυτα τον ρόλο τους και πλέον, όσον αφορά το επίπεδο συνεργασίας τους, δείχνουν να είναι από τα πιο ενδιαφέροντα κιθαριστικά ντουέτα της τελευταίας δεκαετίας. Συγχρόνως, δεν γίνεται να μην σχολιάσουμε το σπουδαίο rhythm section των Adam Devonshire και Jon Beavis, οι οποίοι λειτουργούν ως μια πλήρως εναρμονισμένη και καλολαδωμένη πολεμική μηχανή που, για σχεδόν για όλη τη διάρκεια του δίσκου, δημιουργεί στον ακροατή την ανάγκη να χορέψει, να χτυπηθεί και, γενικότερα, να μην μείνει ακίνητος

Συνοψίζοντας λοιπόν, οι Idles με το "Ultra Mono" παραμένουν στην εμπροσθοφυλακή της βρετανικής σκηνής χωρίς να υποπέσουν σε ηχητικές εκπτώσεις ή να υποβληθούν σε mainstream καλλωπισμούς. Μπορεί στη νέα τους δουλειά να μην θέλουν -ή να μην καταφέρνουν- να φέρουν στο τραπέζι κάτι απολύτως καινούργιο, και μπορεί, σε προσωπικό επίπεδο, να αισθάνομαι πως υπάρχουν κάποιες στιχουργικές αστοχίες, όμως είναι αδύνατο να μην αγαπήσεις αυτόν τον δίσκο εφόσον τουλάχιστον είχες ήδη μυηθεί στον ήχο τους. Όπως προείπα εξάλλου, το τρίτο τους άλμπουμ, μάλλον δεν θα καταφέρει να μεταπείσει, όσους δεν είχαν ξετρελαθεί μέχρι σήμερα. Το ηχητικό τους μήνυμα όμως παραμένει αδιαμφισβήτητα ζωτικό, ενώ, στα δώδεκα τραγούδια του δίσκου δεν νομίζω πως υπάρχουν αδύναμες στιγμές ή κομμάτια που υστερούν σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το πιο επίκαιρο συγκρότημα της εποχής μας επέστρεψε φέτος πιο οργισμένο από ποτέ, και η νέα του δουλειά, δικαίως, θα φιγουράρει στις λίστες με τα κορυφαία άλμπουμ του 2020.

  • SHARE
  • TWEET