Μεταξύ «τρέλας» και πραγματικότητας, δίπλα στους Slaine MacRoth, Elric, Jesse Custer και άλλους χάρτινους ήρωες, στέκει ψηλότερα από όλους ο Thomas Forsberg. Εννοείται και ολόκληρη η κληρονομιά του....
Warlord
Free Spirit Soar
Ένα λελογισμένο ρίσκο που εκτελέστηκε άρτια και κουβαλά ακέραιη την κληρονομιά ενός σπουδαίου δημιουργού
Τα γεγονότα που συνοδεύουν τούτη την κυκλοφορία, γνωστά στους περισσότερους και δε σκοπεύω να σταθώ ιδιαίτερα στα «πώς» και «γιατί», να πάρω θέση υπέρ ή κατά του Zonder και να προχωρήσω σε αφορισμούς και αποθεώσεις. Προτιμώ να βλέπω τη θετική πλευρά των καταστάσεων και εν τέλει μιλάμε για μουσική που έστω και εμμέσως προέρχεται από τα κιτάπια αγαπημένου δημιουργού. Οι αράδες που ακολουθούν αφορούν το "Free Spirit Soar", όχι τα παρελκόμενά του.
Αρχή από το εξώφυλλο και την εσκεμμένα εξώφθαλμη σύνδεσή του με το ιστορικό τους EP. Εκείνου, που θα ακουστεί από τα χείλη των περισσοτέρων, αν μας ζητούσαν να ονομάσουμε μια και μόνο δημιουργία της μπάντας. Λογική κίνηση, ο νέος δίσκος, ο τίτλος του, και οι δημιουργοί του αποτίουν φόρο τιμής στα έργα και τις ημέρες του William J.Tsamis. Τί καλύτερο από το να σχετιστεί με τη σπουδαιότερη καλλιτεχνική του πρόταση; I have a cunning plan που έλεγε και ο Baldrick.
Πρωτοστάτης τούτου του επικίνδυνου εγχειρήματος (καταδικασμένου εξαρχής να μπει σε διαδικασία οπαδικής αντιπαράθεσης), ο Giles Lavery, προφανώς με τη σύμφωνη γνώμη και συνδρομή του έτερου βασικού πυλώνα των Warlord, Mark "Thunder Child" Zonder. Αν ο Tsamis υπήρξε η ψυχή τους, θεωρώ πως ο Zonder υπήρξε το μυαλό τους, υπεύθυνος για τα περισσότερα εκτός μουσικής θέματα. Κάτι σαν τον Lars ένα πράμα. Στα χέρια τους, ντέμο, ημιτελείς ιδέες, Lordian Guard στιγμές και ο κορμός συνθέσεων, προτού ο Tsamis συναντήσει αυτόν για τον οποίο μιλούσε συχνά μέσω των στίχων του, το δημιουργό του.
Η πρώτη ακρόαση, κάποια στιγμή την άνοιξη (ουπς), απέδειξε δίχως ίχνος αμφιβολίας πως πρόκειται για τον ιδιαίτερο ήχο Warlord όπως τον μάθαμε και τον λατρέψαμε ανά τα χρόνια τα πολλά. Και αν κάτι τέτοιο θεωρούνταν αναμενόμενο λόγω της παρουσίας κυρίως του Zonder μα και του Lavery, η σημαντικότητα εντοπίζεται σε δύο καινούργιους, που εν τέλει κάνουν τη διαφορά και μόνο τυχαίους δεν τους λες: Jimmy Waldo στα keyboards & Eric Juris στην κιθάρα, φροντίζουν ώστε η λυρικότητα, η αιθέρια ατμόσφαιρα και υφέρπουσα μελαγχολία να διατηρούνται στο ακέραιο και τώρα.
Ειδικότερα ο δεύτερος, που κουβαλά και το βαρύτατο φορτίο του αντικαταστάτη, εκτελεί κατά γράμμα το παίξιμο του Tsamis, καταφέρνοντας το εξής παράδοξο: η ιστορία να γράφεται τόσο από τον απόντα όσο και από τον παρόντα. Προσέξτε τα «τσαλιμάκια» (ίδιον του εκλιπόντος) στο προσωπικά αγαπημένο "The Bell Tolls". Τέτοιες στιγμές, που ομολογουμένως είναι αρκετές, πείθουν και τον πλέον δύσπιστο πως οι φετινοί Warlord διατηρούν ακέραιη τη συνθετική τους ποιότητα, ακόμα και όταν ελάχιστα αποκλίνουν του χαρακτήρα τους.
Ναι, στο "Conquerors" το power metal των Κολοκύθων κάνει την εμφάνισή του, μόνο που δεν κατακλύζει τη σύνθεση. Ναι, τα πλήκτρα στο "The Rider" ηχούν poppy, το έχουν κάνει και στο ένδοξο παρελθόν τους πάντως, ενώ η ίδια η σύνθεση τα ξεπερνά και τα αφομοιώνει εν τέλει. Ο όποιος σκεπτικισμός υπήρξε, καθαρά μουσικός, φρόντισε η ίδια η μπάντα να τον αποτινάξει και στη θέση του να μπει η στάμπα της, τα σήματα κατατεθέντα της. Ακόμα και στο στιχουργικό κομμάτι, το οποίο έφερε από πάντα τη σφραγίδα του Tsamis, ο Lavery γίνεται συνεχιστής και τιμητής του, με την απουσία του ενός να καλύπτεται από την παρουσία του άλλου.
Με καθαρά μουσικά κριτήρια, αυτό που τόλμησε η νέα εκδοχή των Warlord, μόνο ως ρίσκο λογίζεται. Λελογισμένο σε κάθε περίπτωση, μα άρτια εκτελεσμένο. Πατάει στις διδαχές του δημιουργού της, τιμά στο έπακρο τις ιδέες του αποδίδοντάς τες με χειρουργική ακρίβεια, δίνοντας παράλληλα την εντύπωση πως ο κύκλος αυτής της μπάντας δεν έκλεισε ακόμα. Και πώς να κλείσει με συνθέσεις όπως η ομώνυμη οέο;